Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, Αυγούστου 10, 2025, 09:39

Η ιστορία του περιστεριώνα μου, διήγημα του Ισαάκ Μπάμπελ


Tην περασμένη Δευτέρα, που βάλαμε το άρθρο για τα περιστέρια, ο φίλος μας ο Λάμπας ανέφερε ένα διήγημα του Ισαάκ Μπάμπελ, ένα από τα πιο γνωστά του, για έναν  περιστερώνα. 

Ο Ισαάκ Μπάμπελ (1894-1940) ήταν σοβιετικός εβραίος συγγραφέας. Γεννηθηκε στην Οδησσό. Αψηφώντας τους νόμους που απαγόρευαν να βγαίνουν οι Εβραίοι από τις περιοχές τους, στα νιάτα του έζησε στην Πετρούπολη όπου γνώρισε τον Μαξίμ Γκόρκι, που τον επηρέασε καθοριστικά. Γύρισε στην Οδησσό, πολέμησε στον εμφύλιο και στον ρωσοπολωνικό πόλεμο με τον Κόκκινο Στρατό, έγραψε βιβλία που του χάρισαν πανεθνική καταξίωση. Το 1939 έπεσε θύμα των  σταλινικών εκκαθαρίσεων, με στημένες κατηγορίες πως ήταν τροτσκιστής και κατάσκοπος και εκτελέστηκε το 1940.

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα ανήκει στη συλλογή «Το υπόγειο». Μεταφράστηκε από τον Σπύρο Τσακνιά και εκδόθηκε το 1988 από τις εκδ. Στιγμή. Το πήρα από την  Πύλη για την  ελληνική γλώσσα, όπου μπορείτε να  βρείτε περισσότερα για το διήγημα αυτό.

Ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή των  Εβραίων στην τσαρική Ρωσία και πώς, δεν μπόρεσε να  αποκτήσει τα πολυπόθητα περιστέρια του εξαιτίας του πογκρόμ που συνέβη το 1905 στο Νικολάγιεφ όπου κατοικούσε τότε -τώρα Μικολάιφ της Ουκρανίας. 

Η ιστορία του περιστεριώνα μου

Όταν ήμουν παιδί λαχταρούσα ένα περιστεριώνα. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν είχα πιο έντονη επιθυμία. Αλλά μόνο όταν έγινα εννιά χρονώ υποσχέθηκε ο πατέρας να μου δώσει λεφτά ν’ αγοράσω ξύλα και τρία ζευγάρια περιστέρια. Ήταν το 1904, ενώ μελετούσα για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην προπαρασκευαστική τάξη του γυμνασίου, στο Νικολάγιεφ της επαρχίας Κερσόν, όπου ζούσαν οι δικοί μου εκείνη την εποχή. Αυτή η επαρχία δεν υπάρχει πια και η πόλη μας ενσωματώθηκε στην Περιοχή της Οδησσού.

Ήμουν εννιά χρονώ μόνο κι έτρεμα τις εξετάσεις. Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, μου είναι πολύ δύσκολο να δώσω σε κάποιον να καταλάβει ως πιο βαθμό με τρομοκρατούσαν οι εξετάσεις. Και στα δύο μαθήματα, ρωσικά και αριθμητική, δεν είχα περιθώρια γι’ άλλο βαθμό εκτός από άριστα. Στο γυμνάσιό μας, το numerus clausus για τους Εβραίους ήταν σκληρό: μόνο πέντε τοις εκατό. Αυτό σημαίνει πως στα σαράντα παιδιά μόνο δύο Εβραίοι θα γίνονταν δεκτοί στο προπαρασκευαστικό έτος. Οι δάσκαλοι έκαναν πονηρές ερωτήσεις στα εβραιόπουλα· σε κανέναν άλλο δεν έκαναν τόσο στραβοδίβουλες ερωτήσεις. Ο πατέρας, λοιπόν, όταν υποσχέθηκε να μου αγοράσει τα περιστέρια, έθεσε όρο να πάρω άριστα με τόνο και στα δύο μαθήματα. Με τρομοκράτησε μέχρι θανάτου, κυριολεκτικά. Έπεσα σε μια κατάσταση αδιάκοπης ονειροπόλησης, σε μιαν ατελείωτη, απεγνωσμένη, παιδική ρέμβη. Προσήλθα στις εξετάσεις βουτηγμένος ως τ’ αυτιά σ’ αυτή την ονειρική κατάσταση και τα κατάφερα καλύτερα απ’ όλους.

Είχα ταλέντο στη μελέτη. Αν και μου ‘καναν πονηρές ερωτήσεις, οι δάσκαλοι δεν μπορούσαν να μου στερήσουν ούτε την ευφυΐα μου ούτε την άπληστη μνήμη μου. Είχα ταλέντο στη μελέτη και πήρα άριστα και στα δύο μαθήματα. Και τότε όλα πήγαν στραβά. Ο Χαρίτων Εφρούσι, ένας έμπορος δημητριακών που έκανε εξαγωγή σίτου στη Μασσαλία, πάσαρε σε κάποιον πεντακόσια ρούβλια, ο αριθμός μου μειώθηκε, και στο γυμνάσιο, αντί για μένα, μπήκε ο υιός Εφρούσι. Ο πατέρας μου το πήρε κατάκαρδα. Από τότε που ήμουν έξι χρόνω με μπούκωνε με κάθε είδους γνώση, κι αυτό το μειωμένο άριστα τον έριξε σε απελπισία. Ήθελε να δείρει τον Εφρούσι ή, τουλάχιστον, να πληρώσει δύο φορτοεκφορτωτές να τον κάνουν μαύρο, αλλά η μάνα τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Άρχισα να μελετώ για τις εξετάσεις του επόμενου χρόνου, για την πρώτη τάξη. Πίσω απ’ την πλάτη μου, οι δικοί μου έπεισαν το δάσκαλο να με βάλει να κάνω σ’ ένα χρόνο το πρόγραμμα της προπαρασκευαστικής και της πρώτης, κι εγώ, ξέροντας την απελπισία τους, έμαθα απ’ έξω τρία ολόκληρα βιβλία: τη Ρωσική Γραμματική του Σμιρνόφσκι, τα Προβλήματα του Γεφτουσέφσκι και τα Στοιχειώδη Μαθήματα Ρωσικής Ιστορίας του Πουτσίκοβιτς. Τα παιδιά δεν προγυμνάζονταν πια μ’ αυτά τα βιβλία, αλλά εγώ τα αποστήθισα απ’ την αρχή ως το τέλος, και τον άλλο χρόνο, στις εξετάσεις της ρωσικής, ο Καραβάγιεφ μου ‘βαλε ένα αχτύπητο άριστα. Στη μικρή μας πόλη, οι ψίθυροι γύρω απ’ αυτή την εξαιρετική επιτυχία μου κράτησαν καιρό, κι ο πατέρας μου ήταν τόσο αξιοθρήνητα περήφανος για μένα, που δεν μπορούσα πια να υποφέρω στη σκέψη της ταραγμένης άστατης ζωής του, δεν άντεχα να τον βλέπω τόσο άοπλο μπροστά στα σκαμπανεβάσματα της ζωής, για τα οποία δεν ήξερε παρά να ενθουσιάζεται ή να απελπίζεται.

Κατά τη γνώμη μου, ο καθηγητής Καραβάγιεφ ήταν ανώτερος απ’ τον πατέρα μου. Ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος άντρας, οξύθυμος, που είχε σπουδάσει στη Μόσχα, καμιά τριανταριά χρονώ, Το κόκκινο χρώμα φωτοβολούσε στ’ αρρενωπά του μάγουλα, όπως στα μάγουλα των χωριατόπαιδων όταν δεν κάνουν χοντροδουλειές. Μια κρεατοελιά κούρνιαζε στο ‘να του μάγουλο, κι από κει φύτρωνε μία τούφα σταχτόχρωμο, γατίσιο μουστάκι. Στις εξετάσεις, εκτός απ’ τον Καραβάγιεφ, ήταν κι ο Βοηθός Έφορος Πιατνίσκι, που είχε φήμη σπουδαίας προσωπικότητας στο σχολείο και σ’ όλη την επαρχία. Όταν ο Βοηθός Έφορος με ρώτησε για τον Μεγάλο Πέτρο με κατέλαβε ένα αίσθημα λήθης, ένα αίσθημα ότι πλησίαζε το τέλος μου: σαν να έχασκε μια άβυσσος μπροστά μου, μια άνυδρη άβυσσος γεμάτη αγαλλίαση κι απελπισία.

Για τον Μεγάλο Πέτρο ήξερα απ’ έξω τις σχετικές σελίδες του Πουτσίκοβιτς και τους στίχους του Πούσκιν. Τους απήγγειλα μέσα σε λυγμούς, ενώ τα πρόσωπα μπροστά μου γύριζαν τ’ απάνω κάτω, ανακατώνονταν όπως τα χαρτιά μιας τράπουλας. Και δος του στροφές – και κανείς δεν διέκοπτε τις τρελές τσιρίδες μου! Μέσ’ από μια πορφυρή τύφλωση, μέσ’ από μιαν απόλυτη αίσθηση ελευθερίας που με κατείχε, δεν έβλεπα τίποτε άλλο εκτός από τη φάτσα του Πιατνίσκι με το ασημί γένι της στραμμένο προς εμένα. Δεν με διέκοψε. Περιορίστηκε να πει δυο λόγια στον Καραβάγιεφ, που πανηγύριζε για λογαριασμό μου και για λογαριασμό του Πούσκιν:

«Τί λαός, αυτά τα εβραιοπουλάκια σου!», ψιθύρισε ο γέρος. «Έχουν το διάβολο μέσα τους…».

Κι όταν δεν έβγαινε πια η φωνή μου, είπε:

«Πολύ καλά· δρόμο τώρα, φιλαράκο…».

Βγήκα στο διάδρομο, κι εκεί, ακουμπώντας σε έναν τοίχο που του χρειαζόταν ένα γερό ασβέστωμα, άρχισα να βγαίνω από την ύπνωσή μου. Γύρω μου παίζαν τα ρωσάκια, δίπλα μου, μέσα στο καφασωτό της σκάλας, κρεμόταν το κουδούνι του σχολείου, ο επιστάτης λαγοκοιμόταν πάνω σ’ ένα κάθισμα δίχως πάτο. Κοιτούσα τον επιστάτη και σιγά – σιγά ξύπνησα. Απ’ όλες τις μεριές, τ’ αγόρια γλιστρούσαν κλεφτά προς το μέρος μου. Ήθελαν να με ζουλήξουν ή απλώς να παίξουν μαζί μου, όταν ο Πιατνίσκι εμφανίστηκε ξαφνικά στο διάδρομο. Καθώς περνούσε πλάι μου, με τη ρεντιγκότα να χύνεται στη ράχη του μ’ έναν αργό, βαρύ κυματισμό, σταμάτησε. Διέκρινα κάποιαν αμηχανία σ’ αυτή την τεράστια, σαρκώδη, αριστοκρατική ράχη και τον πλησίασα.

«Παιδιά», είπε στ’ αγόρια, «μην το πειράζετε αυτό εδώ το παλικάρι», κι έβαλε στον ώμο μου το χοντρό του χέρι.

«Νεαρέ μου φίλε», συνέχισε γυρίζοντας προς εμένα, «πες στον πατέρα σου ότι πέρασες στην πρώτη τάξη».

Στο στήθος του άστραφτε ένα υπέροχο άστρο και στο πέτο του κουδούνιζαν παράσημα. Το μεγάλο κορμί του, σφιγμένο μέσα στη μαύρη στολή, άρχισε ν’ απομακρύνεται πάνω στ’ αλύγιστα πόδια του. Περισφραγισμένος από τους σκοτεινούς τοίχους, κινούμενος ανάμεσά τους όπως μια μαούνα σ’ ένα βαθύ κανάλι, εξαφανίστηκε πίσω απ’ την πόρτα του γραφείου της διευθύνσεως. Ένας υπηρετάκος πήγε μέσα το τσάι, σ’ ένα δίσκο που κουδούνιζε ιεροπρεπώς, κι εγώ, έτρεξα στους δικούς μου, στο μαγαζί.

Στο μαγαζί, ένας πελάτης, χωρικός, βασανιζόταν από αμφιβολίες και δεν μπορούσε να πάρει μιαν απόφαση. Ο πατέρας μου παράτησε τον πελάτη μόλις με είδε και πίστεψε τα πάντα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Φωνάζοντας στο βοηθό να κλείσει το μαγαζί, όρμησε στην οδό Μητροπόλεως να μου αγοράσει ένα πηλήκιο με το διακριτικό σήμα του σχολείου. Η καημένη η μητέρα παράτησε τη δουλειά της κι είδε κι έπαθε να με αποσπάσει από τα χέρια του ανθρώπου που ‘χε χάσει τα μυαλά του. Ήταν κατάχλωμη εκείνη τη στιγμή, νιώθοντας πάνω της το βάρος της μοίρας. Από τη μια με καθησύχαζε κι από την άλλη μ’ έδιωχνε με αποστροφή. Έλεγε πως οι εφημερίδες δημοσίευαν πάντα τα ονόματα εκείνων που γίνονταν δεκτοί στο σχολείο, ότι ο Θεός θα μας τιμωρούσε, κι ότι ο κόσμος θα γελούσε μαζί μας που σπεύσαμε ν’ αγοράσουμε ένα σχολικό πηλήκιο. Η μάνα μου ήταν χλωμή, μέσα στα μάτια μου έβλεπε την ίδια τη μοίρα. Με κοίταζε με πικρή συμπόνια, σαν να ‘μουν ένα παιδί ανάπηρο, γιατί μόνο αυτή ήξερε πως χτυπούσαν οι συμφορές την οικογένειά μας.

Όλοι οι άντρες στην οικογένειά μας υπήρξαν ευκολόπιστοι κι επιρρεπείς σε πράξεις που θεωρούνται κακές· τίποτα δεν μας βγήκε σε καλό. Ο παππούς μου ήταν άλλοτε ραβίνος στην περιοχή Μπελάγια Τσερκόβ. Τον έδιωξαν για βλασφημία, και σαράντα ολόκληρα χρόνια έζησε από δω κι από κει, διδάσκοντας ξένες γλώσσες. Ο θείος μου Λεβ, ο αδερφός του πατέρα μου, είχε σπουδάσει στην Ταλμουδική Ακαδημία του Βολοζίν. Το 1882 το ‘σκασε για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, κι έκλεψε και την κόρη ενός αξιωματικού της επιμελητείας που υπηρετούσε στη στρατιωτική περιοχή του Κιέβου. Ο θείος Λεβ την πήρε μαζί του στην Καλιφόρνια σ’ ένα κακόφημο σπίτι, ανάμεσα σε Νέγρους και Μαλαισιανούς. Μετά το θάνατό του, η αστυνομία μας έστειλε την κληρονομιά του Λος Άντζελες: ένα μεγάλο μπαούλο δεμένο με σιδερένια τσέρκια σε χρώμα καφετί. Μέσα στο μπαούλο βρήκαμε αλτήρες, μπούκλες από γυναικεία μαλλιά, το ταλίθ[1] του θείου, μαστίγια με επίχρυσες λαβές, αρωματικό τσάι σε κουτιά στολισμένα με ψεύτικα μαργαριτάρια. Απ’ όλη την οικογένεια δεν απέμεναν παρά ο τρελός θείος Σιμόν Βολφ, που ζούσε στην Οδησσό, ο πατέρας μου κι εγώ. Αλλά ο πατέρας μου είχε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και τους ενοχλούσε με κάτι ενθουσιασμούς «πρώτης αγάπης». Οι άνθρωποι δεν του το συγχωρούσαν και τον εξαπατούσαν. Ο πατέρας μου, λοιπόν, πίστευε πως τη ζωή του την κυβερνούσε μια κακή μοίρα, ότι τον καταδίωκε ένα μυστήριο και ανεξήγητο ον, ένα ον τελείως διαφορετικό απ’ τον ίδιο. Κι έτσι, απ’ όλη την οικογένεια, μόνο εγώ απέμενα για τη μητέρα. Σαν όλους τους Εβραίους, ήμουν κοντός, αδύνατος, και είχα πονοκεφάλους απ’ το πολύ διάβασμα. Η μάνα τα ‘βλεπε όλα αυτά. Δεν είχε ποτέ τυφλωθεί από την αλαζονεία των φτωχών, όπως ο άντρας της, από την ακατανόητη πίστη του ότι η οικογένειά μας θα γινόταν μια μέρα η πιο πλούσια και πιο ισχυρή οικογένεια του πλανήτη. Δεν ήλπιζε ότι η τύχη θα μας χαμογελούσε, έτρεμε στην ιδέα ότι θα αγοράζαμε πρόωρα μια σχολική στολή, και το μόνο στο οποίο έδινε τη συγκατάθεσή της ήταν να βγάλω μια φωτογραφία. Ωστόσο, ήμασταν υποχρεωμένοι να αγοράσουμε ένα πηλήκιο με το διακριτικό σήμα του σχολείου.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1905 αναρτήθηκε στο σχολείο ένας κατάλογος με τα ονόματα εκείνων που θα γίνονταν δεκτοί στην πρώτη τάξη. Μεταξύ αυτών και το όνομά μου. Όλοι οι συγγενείς παρήλασαν εμπρός απ’ αυτό το χαρτί, ακόμη κι ο Σόυλ, ο μεγάλος θείος μου. Τον αγαπούσα αυτόν το γεροκαυχησάρη επειδή πουλούσε ψάρια στην αγορά. Τα χοντρά χέρια του ήσαν πάντα υγρά, γεμάτα λέπια, κι έβγαζαν αναθυμιάσεις από κόσμους παγερούς και όμορφους. Αυτό τον ξεχώριζε από τους συνηθισμένους ανθρώπους, όπως και οι ψεύτικες ιστορίες που διηγόταν γύρω από την πολωνική εξέγερση του 1861. Πολλά χρόνια πριν, ο Σόυλ ήταν ταβερνιάρης στη Σκβίρα. Είχε δει τους στρατιώτες του Νικολάου Α’ να τουφεκίζουν τον κόμη Γκοντλέβσκι και άλλους Πολωνέζους στασιαστές. Μπορεί και να μην είχε δει τίποτε. Τώρα ξέρω πως ο Σόυλ ήταν ένας αμαθής γέρος κι ένας απλοϊκός ψεύτης, αλλά ποτέ δεν ξέχασα τις ιστοριούλες του γιατί ήσαν πολύ ενδιαφέρουσες. Λοιπόν, ακόμη κι ο ανόητος γερο – Σόυλ πήγε στο σχολείο να δει τ’ όνομά μου στον κατάλογο, και το βράδυ, χωρίς να φοβηθεί κανέναν, χωρίς να διστάσει που κανείς στον κόσμο δεν τον αγαπούσε, χόρεψε και πήδηξε στο φτωχό μας γλέντι, στον μπάλο των φτωχοδιαβόλων.

Μέσα στον ενθουσιασμό του, ο πατέρας μου έστησε ένα γλέντι προς τιμήν μου και κάλεσε όλους τους φίλους του: εμπόρους δημητριακών, κτηματομεσίτες και περιοδεύοντες πωλητές γεωργικών μηχανημάτων. Οι πωλητές αυτοί ήσαν ικανοί να πουλήσουν ένα μηχάνημα σε οποιονδήποτε. Οι χωριάτες και οι γαιοκτήμονες τους φοβόντουσαν, γιατί δεν γλίτωνες από δαύτους αν δεν αγόραζες κάτι. Απ’ όλους τους Εβραίους, οι πωλητές είναι οι πιο ξεσκολισμένοι και οι πιο εύθυμοι. Στο γλέντι μας τραγουδούσαν χασιδικά[2] τραγούδια, φτιαγμένα με τρεις λέξεις όλο κι όλο, που έπαιρναν όμως πάρα πολύ ώρα να τα τραγουδήσεις, τραγούδια που τα ‘λεγαν μ’ ατέλειωτους κωμικούς τονισμούς. Η ομορφιά αυτών των τονισμών μπορεί να αναγνωριστεί μόνο απ’ όσους είχαν την ευκαιρία να περάσουν ένα Πάσχα με τους χασιντίμ ή να επισκεφθούν τις θορυβώδεις συναγωγές τους στη Βολυνία. Εκτός από τους περιοδεύοντες πωλητές, μας ετίμησε με την παρουσία του και ο γέρο – Λίμπερμαν, που μου είχε διδάξει την Τορά[3] και τ’ αρχαία εβραϊκά. Στην πρόποσή του, ο γέρος συνεχάρη τους γονείς μου διότι είχα κατατροπώσει όλους τους εχθρούς μου σε μία και μόνη μάχη: είχα κατατροπώσει τα ρωσόπουλα με τα φουσκωτά μάγουλα και συνάμα είχα κατατροπώσει και τους βλαστούς των δικών μας χυδαίων νεόπλουτων. Έτσι και τα πανάρχαια χρόνια ο Βασιλέας Δαβίδ είχε κατανικήσει τον Γολιάθ και, όπως εγώ θριάμβευσα επί του Γολιάθ, έτσι και ο λαός μας με τη δύναμη της διανοίας του θα κατανικούσε τους εχθρούς που μας είχαν περικυκλώσει από παντού και γύρευαν να πιουν το αίμα μας. Καθώς τα ‘λεγε αυτά, ο Μεσιέ Λίμπερμαν έβαλε τα κλάματα και, κλαίγοντας πάντα, έπινε κρασί και φώναζε Vivat! Οι καλεσμένοι σχημάτισαν κύκλο και χόρεψαν μια παλιομοδίτικη καντρίλια με το γέρο στη μέση, όπως σ’ ένα γάμο σε μια μικρή εβραϊκή πόλη. Όλοι ήσαν πανευτυχείς στον μπάλο μας, ακόμα κι η μάνα ήπιε μια στάλα βότκα, αν και δεν της άρεσε η βότκα, κι ούτε μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό ν’ αρέσει στους άλλους, κι εξαιτίας αυτού θεωρούσε τους Ρώσους βλαμμένους κι αδυνατούσε να βάλει με το νου της πώς τα βγάζει πέρα μια γυναίκα παντρεμένη με Ρώσο.

Αλλά οι πραγματικά ευτυχισμένες μας ημέρες ήρθαν αργότερα. Για τη μητέρα ήρθαν ένα πρωινό, όταν άρχισε να μου ετοιμάζει τα σάντουιτς πριν ξεκινήσω για το σχολείο, όταν πήγαμε στα μαγαζιά να ψωνίσουμε τα σχολικά μου είδη – κασετίνα για τα μολύβια, πορτοφολάκι για τα ψιλά, βιβλία δεμένα, τετράδια με γυαλιστερά εξώφυλλα. Κανείς δεν αισθάνεται βαθύτερα από τα παιδιά τα καινούρια πράγματα. Τα παιδιά τρέμουν σύγκορμα στη μυρωδιά του καινούριου, όπως τρέμει ένα σκυλί όταν μυρίζεται λαγό, κι έτσι βιώνουν εκείνη την τρέλα που αργότερα, όταν μεγαλώσουν, θα την ονομάσουν έμπνευση. Ακόμα και η μάνα απέκτησε αυτή την αγνή και παιδιάστικη αίσθηση της κατοχής νέων πραγμάτων. Μας πήρε έναν ολόκληρο μήνα να συνηθίσουμε την κασετίνα, το πρωινό ημίφως καθώς έπινα το τσάι στη γωνιά του μεγάλου, καλοφωτισμένου τραπεζιού κι έβαζα τα βιβλία μου στη σάκα. Μας πήρε ένα μήνα να συνηθίσουμε την ευτυχία μας και μόνο άμα πέρασε το πρώτο τρίμηνο θυμήθηκα τα περιστέρια.

Τα είχα όλα έτοιμα: ενάμισι ρούβλι κι έναν περιστεριώνα φτιαγμένο από μια κάσα με τα χέρια του παππού Σόυλ, όπως τον φωνάζαμε. Τον περιστεριώνα τον βάψαμε καφέ. Είχε φωλιές για δώδεκα ζευγάρια περιστέρια, σκαλιστά σανιδάκια στην οροφή, κι ένα ειδικό δικτυωτό που είχα επινοήσει για να διευκολύνεται το πιάσιμο των διαβατάρικων πουλιών. Όλα ήταν έτοιμα. Στις 20 Οκτωβρίου, ημέρα Κυριακή, ξεκίνησα για την πτηναγορά, αλλά στο δρόμο μου βγήκαν απροσδόκητα εμπόδια.

Τα γεγονότα που διηγούμαι, το πώς δηλαδή έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη του γυμνασίου, συνέβησαν το φθινόπωρο του 1905. Την ίδια εποχή, ο Τσάρος Νικόλαος παραχωρούσε σύνταγμα στο ρωσικό λαό. Ρήτορες με τριμμένα παλτά ανέβαιναν πάνω σε μεγάλες πέτρες, μπροστά στο κτήριο της Δημαρχίας κι έβγαζαν λόγους. Τη νύχτα ακούγονταν πυροβολισμοί στους δρόμους κι η μάνα δεν ήθελε να μ’ αφήσει να πάω στην αγορά. Από νωρίς το πρωί της 20ής Οκτωβρίου κάτι γειτονόπουλα πετούσαν χαρταετό μπροστά στο αστυνομικό τμήμα κι ο νεροκουβαλητής μας, εγκαταλείποντας τους κουβάδες του, τριγύριζε στους δρόμους με κόκκινο πρόσωπο και τα μαλλιά παστωμένα μπριγιαντίνη. Τότε είδαμε τους γιους του φούρναρη Καλίστοβ να σέρνουν έξω στο δρόμο ένα δερμάτινο εφαλτήριο και να κάνουν γυμναστικές ασκήσεις στη μέση του δρόμου. Κανείς δεν τους σταμάτησε, κι ο Σεμέρνικοβ, ο αστυνομικός, τους παρακινούσε από πάνω να πηδήσουν ακόμα πιο ψηλά. Ο Σεμέρνικοβ φορούσε μια μεταξωτή ζώνη που του ‘χε φτιάξει η γυναίκα του, και οι μπότες του εκείνη την ημέρα ήσαν τόσο καλογυαλισμένες όσο ποτέ πριν. Χωρίς τη συνηθισμένη του στολή, ο αστυνομικός τρόμαζε τη μητέρα μου περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, κι εξαιτίας του δεν ήθελε να βγω έξω· αλλά γλίστρησα από την πίσω πόρτα κι έτρεξα στην πτηναγορά, που βρισκόταν πίσω απ’ το σταθμό.

Στην αγορά, ο Ιβάν Νικοντίμιτς, ο έμπορος περιστεριών, καθόταν στη συνηθισμένη του θέση. Εκτός από περιστέρια, είχε για πούλημα κουνέλια κι ένα παγόνι. Το παγόνι, με απλωμένη την ουρά, καθόταν σε μια κούρνια και γύριζε με απάθεια το κεφάλι του από δω κι από κει. Στο πόδι του ήταν δεμένο ένα σκοινί, και η άλλη άκρη του σκοινιού ήταν πιασμένη κάτω απ’ το πόδι της καρέκλας του Ιβάν Νικοντίμιτς. Μόλις έφθασα αγόρασα απ’ το γέρο ένα ζευγάρι κερασόχρωμα περιστέρια μ’ αισθησιακές, αναμαλλιασμένες ουρές, κι ένα ζευγάρι λοφιοφόρα – και τα ‘χωσα στον κόρφο μου, κάτω απ’ το πουκάμισό μου, μέσα σε μια σακούλα. Ύστερ’ απ’ αυτές τις αγορές μου είχαν απομείνει σαράντα καπίκια μόνο κι ο γέρος δεν ήταν διατεθειμένος να μου δώσει ένα ζευγάρι περιστέρια ράτσας Κριούκοβ. Αυτό που μ’ άρεσε στα περιστέρια Κριούκοβ ήσαν τα κοντά, σπυρωτά, καλόβολα ράμφη τους. Σαράντα καπίκια ήταν καλή τιμή, αλλά ο έμπορος επέμενε να παζαρεύει, γυρνώντας την κιτρινιάρικη φάτσα του, την καψαλισμένη από τα μοναχικά πάθη ενός ορνιθοθήρα. Πάνω που τέλειωναν τα παζαρέματα, βλέποντας ότι δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες, ο Ιβάν Νικοντίμιτς μου ‘γνεψε να πλησιάσω. Όλα ήρθαν καταπώς το ευχόμουν, κι όλα ήρθαν στραβά.

Κατά τις δώδεκα, μπορεί και λίγο αργότερα, ένας άντρας με τσόχινες μπότες διέσχισε την πλατεία. Περπατούσε ανάλαφρα με τα πρησμένα πόδια του και στο σπασμένο του πρόσωπο έλαμπαν δύο ζωηρά μάτια.

«Ιβάν Νικοντίμιτς», είπε καθώς περνούσε από το μαγαζί, «μάζεψε τα πράματά σου. Κάτω στην πόλη, οι αριστοκράτες της Ιερουσαλήμ απέκτησαν το σύνταγμά τους. Στο δρόμο με τα ψαράδικα σκότωσαν τον παππού Μπάμπελ…».

Καθώς τα ‘λεγε αυτά περπατούσε απαλά ανάμεσα στα κλουβιά, όπως ένας ξυπόλητος ζευγάς στην άκρη ενός αγρού.

«Κρίμα», ψιθύρισε ο Ιβάν Νικοντίμιτς από πίσω του. «Κρίμα», φώναξε πιο αυστηρά. Άρχισε να μαζεύει το παγόνι και τα κουνέλια του και μου ‘χωσε στα χέρια τα περιστέρια Κριούκοβ για σαράντα καπίκια. Τα ‘κρυψα στο στήθος μου και κοίταζα τους ανθρώπους που έφευγαν απ’ την αγορά τρέχοντας. Το παγόνι, κουρνιασμένο πάνω στον ώμο του Ιβάν Νικοντίμιτς, έφυγε τελευταίο. Καθόταν εκεί πάνω όπως ο ήλιος πάνω σ’ έναν υγρό φθινοπωρινό ουρανό· όπως κάθεται ο Ιούλιος πάνω σε μια ρόδινη όχθη ποταμού, ένας διάπυρος Ιούλιος πάνω στην αχανή δροσερή χλόη. Ακολουθούσα το γέρο με τα μάτια, την καρέκλα του και τ’ ακριβά κλουβιά του τυλιγμένα σε χρωματιστά κουρέλια. Κανείς δεν είχε μείνει στην αγορά και κάπου εκεί γύρω ακούγονταν πυροβολισμοί. Έτρεξα τότε στο σταθμό, διέσχισα μια πλατεία που ‘χε γίνει άνω κάτω, κι όρμησα σ’ ένα άδειο δρομάκι με πατημένο κίτρινο χώμα. Στο τέλος του δρόμου, πάνω σε μια μικρή πολυθρόνα με ρόδες, καθόταν ο ανάπηρος Μακαρένκο. Ο Μακαρένκο τριγυρνούσε στην πόλη πάνω στην πολυθρόνα του και πουλούσε τσιγάρα που ‘χε απλωμένα πάνω σ’ ένα δίσκο. Τ’ αγόρια της γειτονιάς απ’ αυτόν αγόραζαν τσιγάρα, τα παιδιά τον αγαπούσαν κι εγώ όρμησα πάνω του σ’ εκείνο το δρομάκο.

«Μακαρένκο», είπα ασθμαίνοντας απ’ το τρέξιμο, κι άγγιξα τον ανάπηρο στον ώμο. «Μήπως είδες τον παππού μου τον Σόυλ;».

Ο ανάπηρος δεν απάντησε. Ένα φως ξεχυνόταν απ’ το πρόσωπό του, με τα μάγουλα που ‘μοιαζαν με χοντρές, κόκκινες, σφιγμένες γροθιές ή με κομμάτια σίδερο. Θύμα τρομερής ταραχής, στριφογύριζε στην πολυθρόνα του, ενώ η γυναίκα του, η Κατιούσα, με τα πισινά της στραμμένα προς το μέρος μας, ξεδιάλεγε κάτι πράματα σκορπισμένα στο χώμα.

«Πόσα μέτρησες;», ρώτησε ο ανάπηρος και τραβήχτηκε πίσω, θαρρείς και ήξερε από τα πριν πως η απάντηση θα ήταν αβάσταχτη.

«Δεκατέσσερα ζευγάρια γκέτες», είπε η Κατιούσα χωρίς να σηκωθεί, «κι έξι κατωσέντονα· τώρα μετράω τους σκούφους…».

«Σκούφους», φώναξε ο Μακαρένκο, βγάζοντας έναν πνιγμένο ήχο σαν λυγμό. «Είναι ολοφάνερο, Κατερίνα, πως ο Θεός μας έβαλε στο μάτι, ότι πρέπει να πληρώσω για όλο τον κόσμο. Οι άλλοι κουβαλάνε ολόκληρα τόπια ύφασμα, οι άλλοι έχουν ό, τι πρέπει, κι εμείς κολλήσαμε στους σκούφους…».

Πάνω στην ώρα, μια γυναίκα με ξαναμμένο το όμορφο πρόσωπό της διέσχισε το δρόμο. Στο ‘να χέρι κρατούσε μια χούφτα φέσια και στ’ άλλο ένα κομμάτι ύφασμα· με φωνή χαμένη, μαζί κι ευτυχισμένη, φώναζε τα παιδιά της που είχαν χαθεί. Ένα μεταξωτό φουστάνι και μια γαλάζια μπλούζα ανέμιζαν πίσω της καθώς έτρεχε και δεν έδωσε καμία σημασία στον Μακαρένκο που την πήρε στο κατόπι τσουλώντας την πολυθρόνα του. Ο ανάπηρος δεν μπορούσε να τη φτάσει· οι ρόδες της πολυθρόνας του γκριτσάνιζαν, γύριζε τις χειρολαβές όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά δεν προχωρούσε και πολύ.

«Κυριούλα», φώναζε με φωνή που σε ξεκούφαινε, «για την αγάπη του Θεού, καλή μου κυρούλα, από πού το πήρες αυτό το τσίτι;».

Αλλά η γυναίκα με το φόρεμα που ανέμιζε είχε πια χαθεί. Από κει που έστριψε ξεπρόβαλε ένα κάρο που τρανταζόταν ολόκληρο· το οδηγούσε ένα χωριατόπουλο όρθιο.

«Πού τρέχουν όλοι τους;», ρώτησε το παιδί σηκώνοντας ένα κόκκινο χαλινάρι πάνω απ’ τα παλιάλογα που τινάζονταν μέσα στις λαιμαριές τους.

«Όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στην οδό Μητροπόλεως», είπε παρακαλεστικά ο Μακαρένκο. «Όλοι πήγαν εκεί, γιε μου. Ό,τι βάλεις στο χέρι φέρτο σε μένα. Θα σου δώσω καλή τιμή».

Μόλις άκουσε τ’ όνομα της οδού Μητροπόλεως το παλικάρι δεν έχασε καθόλου καιρό. Έσκυψε πάνω απ’ το μπροστινό παραπέτο του κάρου και μαστίγωσε τ’ ασπρόμαυρα παλιάλογα. Τινάζοντας τα βρώμικα καπούλια τους σαν μοσχαράκια, τ’ άλογα όρμησαν καλπάζοντας. Το κίτρινο δρομάκι έμεινε ξανά κίτρινο και άδειο. Τότε, ο άνθρωπος με τα κομμένα πόδια έστρεψε σ’ εμένα το σβησμένο βλέμμα του.

«Θαρρώ πως ο Θεός με διάλεξε», είπε μελαγχολικά. «Θαρρώ πως είμαι ο Υιός του Ανθρώπου».

Ο Μακαρένκο άπλωσε προς το μέρος μου ένα χέρι με σημάδια λέπρας.

«Τι έχεις στο σάκο σου;», ρώτησε και πήρε το σακούλι που ζέσταινε την καρδιά μου.

Πασπάτεψε τη σακούλα με το χοντρό χέρι του και τράβηξε έξω μια κερασόχρωμη περιστέρα. Μαζεύοντας απότομα τα πόδια του, το πουλί έμεινε ακίνητο στην παλάμη του ανάπηρου.

«Περιστέρια», είπε ο Μακαρένκο, και με τις ρόδες του να σκούζουν ήρθε κατευθείαν πάνω μου. «Καταραμένα περιστέρια», επανέλαβε και με χτύπησε στο μάγουλο.

Μου κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα με το χέρι που ‘σφιγγε το πουλί. Καθώς έπεφτα καταγής, μέσα στ’ ολοκαίνουριό μου παλτό, μου φάνηκε πως τα χοντρά πισινά της Κατιούσα ήρθαν τ’ απάνω κάτω.

«Η φάρα τους πρέπει να σβήσει», είπε η Κατιούσα καθώς σηκωνόταν απ’ τους σκούφους της. Δεν την μπορώ τη φάρα τους, ούτε τους βρωμιάρηδες τους άντρες τους…».

Είπε κι άλλα πράματα για τη φάρα μας αλλά δεν άκουσα τίποτα. Ήμουν ξαπλωμένος πάνω στο χώμα και τα άντερα του τσακισμένου πουλιού κυλούσαν απ’ τον κρόταφό μου. Κυλούσαν στο μάγουλό μου, προς τα δω και προς τα κει, με πιτσιλούσαν και με τύφλωναν. Τα τρυφερά περιστερένια εντόσθια γλιστρούσαν πάνω στο μέτωπό μου κι έκλεισα το ξεβούλωτο μάτι μου για να μη βλέπω τον κόσμο που απλωνόταν μπροστά μου. Ήταν ένας κόσμος μικρός και φοβερός. Μια πέτρα βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου, μια πέτρα έτσι σκαμμένη ώστε να μοιάζει με πρόσωπο γριάς με τεράστιο σαγόνι. Λίγο πιο εκεί ήταν ένα κομμάτι σπάγγος και μια τούφα φτερά που ανάσαιναν ακόμη. Ο κόσμος μου ήταν μικρός και φοβερός. Έκλεισα τα μάτια για να μην τον βλέπω και κόλλησα πάνω στο χώμα μέσα σε μια κατευναστική βουβαμάρα. Αυτή η ποδοπατημένη γη δεν έμοιαζε σε τίποτε με την πραγματική ζωή μας, λες και περίμενε να περάσει πρώτα τις εξετάσεις της στην πραγματική ζωή. Κάπου μακριά, η Δυστυχία κάλπαζε πάνω σ’ ένα σφύζον άτι, αλλά ο θόρυβος που κάναν οι οπλές του εξασθενούσε ώσπου έσβησε, και η σιωπή, η πικρή σιωπή που χτυπά καμιά φορά τα παιδιά μέσα στη δυστυχία τους, κατάργησε ξαφνικά το σύνορο ανάμεσα στο φρίττον σώμα μου κι αυτή τη γη που δεν έβγαζε πουθενά. Η γη μου μύριζε υγρά βάθη, τάφο και λουλούδια. Αισθανόμουν αυτό το άρωμα κι άρχισα να κλαίω χωρίς φόβο. Περπατούσα σ’ έναν άγνωστο δρόμο, φραγμένο, από τη μια και την άλλη πλευρά, μ’ άσπρα κουτιά, περπατούσα φορώντας ματοβαμμένα φτερά, μόνος σε πεζοδρόμια καλοσκουπισμένα όπως την Κυριακή, κλαίγοντας με πίκρα, με πληρότητα, με ευτυχία, όπως δεν έκλαψα ποτέ ξανά στη ζωή μου. Τ’ ασπρισμένα τηλεγραφικά σύρματα βομβούσαν πάνω απ’ το κεφάλι μου, ένα μαντρόσκυλο έτρεχε μπροστά μου, σε μια πάροδο ένα χωριατόπουλο με γιλέκο έσπαγε ένα παραθυρόφυλλο στο σπίτι του Χαρίτωνος Εφρούσι. Το ‘σπαγε μ’ ένα ξύλινο σφυρί, χτυπώντας μ’ όλη του τη δύναμη, κι αναστενάζοντας σκορπούσε γύρω του το ευπροσήγορο μειδίαμα της μέθης, του ιδρώτα, της ηθικής ρώμης. Τριγμοί, κριγμοί, το τραγούδι του ξύλου που σκορπούσε θραύσματα, γέμιζαν το δρόμο. Όλη η ύπαρξη του χωριάτη ήταν συγκεντρωμένη σ’ αυτό που έκανε: να διπλώνεται στα δυο, να ιδρωκοπάει, να φωνάζει παράξενες λέξεις σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα που δεν ήταν ρωσικά. Τις φώναζε και τις τραγουδούσε, γουρλώνοντας τα γαλανά μάτια του· ώσπου στο δρόμο εμφανίστηκε μια πομπή που ερχόταν από το Δημαρχείο κουβαλώντας το Σταυρό. Γέροι με βαμμένα γένεια κρατούσαν ψηλά το πορτραίτο του καλοχτενισμένου Τσάρου, λάβαρα ανέμιζαν πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους, γριές γυναίκες, φλεγόμενες από ενθουσιασμό, έτρεχαν μ’ ασυγκράτητη ορμή. Ο χωριάτης με το γιλέκο, βλέποντας την πομπή, έσφιξε το σφυρί στο στήθος του κι όρμησε πίσω απ’ τα λάβαρα· κι εγώ, αφού περίμενα να περάσει και η ουρά της πομπής, γύρισα κλεφτά στο σπίτι. Το σπίτι μας ήταν άδειο. Οι άσπρες πόρτες του ορθάνοιχτες, το χορτάρι δίπλα στον περιστερώνα ποδοπατημένο. Μόνο ο Κουζμά δεν είχε εγκαταλείψει την αυλή. Ο Κουζμά, ο θυρωρός, καθόταν στο υπόστεγο και σαβάνωνε τον νεκρό Σόυλ.

«Ο άνεμος σε παρασέρνει σαν κακό πελεκούδι», είπε ο γέρος όταν με είδε. «Αιώνες λείπεις… Κοίτα τι κάναν στον παππού…».

Ο Κουζμά ρουθούνισε, αποτραβήχτηκε από μένα και βάλθηκε να τραβάει ένα ψάρι από μια σχισμή στο παντελόνι του παππού. Δύο πέρκες είχαν χωθεί στον παππού: η μια στη σχισμή του παντελονιού του και η άλλη στο στόμα του. Κι ενώ ο παππούς ήταν νεκρός, το ένα ψάρι ήταν ζωντανό και σπαρταρούσε.

«Τον φάγανε τον παππού, αλλά κανέναν άλλο…», είπε ο Κουζμά πετώντας τα ψάρια στη γάτα. «Τους τα ‘ψαλε, όμως, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη· διαολόστελμα και γαμοσταυρίδι να φχαριστηθεί η ψυχή σου! Άντε να φέρεις δυο δεκάρες να τις βάλουμε στα μάτια του».

Αλλά τότε, δέκα χρονώ παιδί, δεν ήξερα σε τι χρειάζονταν οι νεκροί τις δεκάρες.

«Κουζμά», ψιθύρισα, «σώσε μας».

Πήγα κοντά του, αγκάλιασα την κυρτή ράχη του – με τον έναν ώμο ψηλότερο απ’ τον άλλο – και πάνω από κείνη τη ράχη είδα τον παππού. Ο Σόυλ ήταν ακουμπισμένος πάνω σε πριονίδι, το στήθος του τραβηγμένο μέσα, το γένι του ανορθωμένο, τα χοντροπάπουτσά του στα γυμνά πόδια του. Τα ορθάνοιχτα πόδια του ήσαν βρώμικα, μελανιασμένα, νεκρά. Ο Κουζμά ασχολιόταν μ’ αυτά, μετά ένωσε τα σαγόνια του νεκρού και παρατηρούσε προσεκτικά το πτώμα να δει τι άλλο μπορούσε να κάνει. Τον φρόντιζε σαν να ‘ταν φρεσκοαγορασμένο ρούχο και δεν ηρέμησε παρά σαν καλοχτένισε το γένι του πεθαμένου.

«Τους καταράστηκε όλους, δεξά ζερβά», είπε χαμογελώντας, κι έριξε μια τρυφερή ματιά στο πτώμα. «Αν ήσαν Τάρταροι αυτοί που βρέθηκαν στο δρόμο του θα τους είχε ξαποστείλει, αλλά ήσαν Ρώσοι, μαζί με τις γυναίκες τους, Ρούσες γυναίκες. Οι Ρώσοι δεν μπορούν να συγχωρήσουν, τους ξέρω καλά τους Ρώσους…».

Ο Βοηθός σκόρπισε λίγο ακόμα πριονίδι κάτω απ’ το νεκρό, έβγαλε την ποδιά του, την ποδιά του ξυλουργού, και μ’ έπιασε απ’ το χέρι.

«Πάμε στον πατέρα σου», μουρμούρισε, σφίγγοντας το χέρι μου όλο και πιο πολύ. «Ο πατέρας σου σε ψάχνει απ’ το πρωί, σίγουρος πως θα σε βρει νεκρό».

Κι έτσι, μαζί με τον Κουζμά, πήγα στο σπίτι του επιθεωρητή των φόρων, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς μου για να γλιτώσουν απ’ το πογκρόμ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Κάλυμμα της κεφαλής που φορούν οι Εβραίοι κατά την πρωινή προσευχή.

2 Χασιδισμός, αίρεση του Ιουδαϊσμού. Εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στην Ανατολική Ευρώπη· δίνει έμφαση στα μυστικιστικά στοιχεία της θρησκείας (Σ.τ.μ.).

3 Η Πεντάτευχος.

https://sarantakos.wordpress.com/2025/08/10/babel/


Σκορδίλης Σπύρος

--
Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας μπορείτε να το στείλετε την διεύθυνση:
orasi@googlegroups.com
 
Για το αρχείο της λίστας μπορείτε να επισκεφθείτε τον σύνδεσμο:
https://www.mail-archive.com/orasi@googlegroups.com/maillist.html
---
Λάβατε αυτό το μήνυμα επειδή έχετε εγγραφεί στην ομάδα "orasi" των Ομάδων Google.
Για να απεγγραφείτε απ' αυτή την ομάδα και να σταματήσετε να λαμβάνετε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απ' αυτή, στείλτε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση orasi+unsubscr...@googlegroups.com.
Για να δείτε αυτή τη συζήτηση, επισκεφτείτε το https://groups.google.com/d/msgid/orasi/20476844-A3E4-4B57-9E1C-5AF5120C0B12%40gmail.com.

Reply via email to