Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2019 - 09:50

Αυτός που το ξανάρχισε (χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη)


Θα βάλω σήμερα ένα χρονογράφημα από τον τόμο Συμποσιακά, που κυκλοφόρησε 
πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Αρχείο σε δική μου επιμέλεια, και που περιέχει 
154 χρονογραφήματα, της περιόδου 1939-1957, με θέμα το καφενείο και την 
ταβέρνα, τον καφέ και το τσιγάρο, το ποτό, το φαγητό και τα συμπόσια των φίλων.

Από τον τόμο αυτό διάλεξα σήμερα ένα χρονογράφημα που αναφέρεται σε ένα θέμα 
που βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα, και εννοώ το κάπνισμα. 
Στην εποχή που γράφτηκε το χρονογράφημα (το 1941) δεν υπήρχαν φυσικά 
αντικαπνιστικοί νόμοι και δεν απαγορευόταν το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, 
αλλά υπήρχε και πάλι το αιώνιο δίλημμα που βασανίζει τους περισσότερους 
καπνιστές: να το κόψω ή όχι;

Μάλιστα, το βασικό κίνητρο για να κόψει κανείς το κάπνισμα μέσα στην Κατοχή δεν 
ήταν λόγοι υγείας, όπως σήμερα, αφού δεν είχε γίνει συνείδηση ότι το τσιγάρο 
βλάφτει αναπόδραστα, όσο οικονομικοί λόγοι.

Στο αιώνιο αυτό καπνιστικό δίλημμα, ο ήρωας του Βάρναλη επιλέγει μια πρωτότυπη 
μέση λύση, που παρουσιάζεται ιδανική. Ωστόσο, από την προσωπική μου πείρα ως 
καπνιστή, ευκολότερο είναι να το αναλύεις το διακοπτόμενο αυτό σύστημα παρά να 
το εφαρμόζεις στην πράξη.

Το χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 29 Ιουλίου 1941.

Αυτός που το ξανάρχισε

Κυρίως δεν είναι «αυτός που το ξανάρχισε», αλλ’ «αυτός που το ξαναρχίζει και 
πάλι». Γιατί ως τώρα το έχει κόψει δέκα φορές (εννοώ το κάπνισμα) κι άλλες δέκα 
το έχει ξαναρχίσει. Κι αυτού είναι το μεγαλείο. Οι επισημότερες στιγμές της 
ζωής του, οι γεμάτες το υψηλότερο νόημα, σαν τον τρίσβαθο ουρανό, είναι (τώρα 
που στερέψανε όλες οι πηγές της χαράς μέσα του) η μια όταν πατάει μαχαίρι στο 
«απαίσιο» συνήθειο και «πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του»*, κι η 
άλλη, όταν ξαναγυρίζει στο πάθος του, όχι σαν άσωτος υιός, που μετανιώνει, παρά 
σαν θριαμβευτής σταυροφόρος στη σιδεροζωσμένη «Κυρά» του, ύστερα από πολλά 
χρόνια, με το κλειδί στην τσέπη. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο τέρματα, που υψώνονται 
στον ορίζοντά του σαν δυο στήλες πυρός, η άλλη ζωή είναι γούβα από ατελείωτην 
άμμο, χωρίς αέρα κι ανάσα, ένας φοβερός εφιάλτης.

Όποιος κόβει το κάπνισμα είναι ήρως.  Όποιος το ξαναρχίζει είναι θεός. Τη μια 
φορά είναι ο ανδρείος της άρνησης, την άλλη είναι ο ανδρείος του «ναι».

Οι αρχαίοι πιστεύανε πως οι θεοί βγάζανε μιαν ιδιαίτερη μυρωδιά: «θείαν 
οσμήν»**. Τι μυρωδιά ήτανε αυτή δεν μας την είπανε. Η παρουσία όμως θεού 
ανάμεσα σε ανθρώπους γινότανε «ορατή» με την… μύτη! Αν σήμερα ζούσανε ακόμα οι 
θεοί του Ολύμπου, των δασών και των υδάτων, η «θεία οσμή» θα ήτανε η μυρωδιά 
του καπνού! Είναι η θεϊκότερη μυρωδιά που υπάρχει.

Λοιπόν, ο φίλος το κόβει το κάπνισμα όταν του γίνεται τύραννος και πάθος και το 
ξαναρχίζει όταν το είναι του, ύστερα από μακριάν άσκηση, είναι έτοιμο να 
υποστεί τη θεϊκή μεταμόρφωση. Έτσι διατηρεί τον εαυτό του σε διαρκή νεότητα. 
Γιατί μονάχα όταν αλλάζει κανείς γυναίκα ή ξαναρχίζει το κάπνισμα, διατηρεί 
ακμαίες τις σωματικές και τις ψυχικές του δυνάμεις μέχρι τελευταίας πνοής του… 
τσιγάρου. Η ζωή του είναι μια διαδοχή από νιάτα και η πορεία της μια διαδοχή 
από «σκαρδαμύσσοντα» φώτα.

Αλλά συγχρόνως κάνει και μια γυμναστική της θέλησής του.  Όταν το κόβει, έχει 
τη χαρά πως γλίτωσε και το συναίσθημα πως είναι λεύτερος· όταν ξαναρχίζει έχει 
τη χαρά πως μπορεί και πάλι να το κόψει.

—«Να καπνίζεις γιατί το θες κι όχι γιατί σε θέλει. Κι όπως είναι αδύνατο να το 
κόψεις, αν δεν το έχεις ξανακόψει και άλλοτε, έτσι είναι βλακεία να το κόψεις, 
αν δεν πρόκειται να το ξαναρχίσεις ποτές πια! Το να το κόβεις είναι μια ηδονή 
μεγάλη, το να το ξαναρχίζεις είναι μια ηδονή μεγαλύτερη. Είναι Δευτέρα 
Παρουσία. Κι εγώ ως τώρα έχω αναστηθεί δέκα φορές. Κι αν η πείρα δε μας δίνει 
κανένα άλλο ανώτερο αγαθό στη ζωή, η ίδια η πείρα μας λέγει, πως μονάχα η 
«ηδονή» κάνει τη ζωή ν’ αξίζει: από ποσότητα την κάνει ποιότητα…»

Αυτά λέγει και κηρύσσει κι όταν καπνίζει μακάρια κι όταν κοιτάζει, επίσης 
μακάρια, τους άλλους να καπνίζουν. Είναι δυο μέρες τώρα που το ξανάρχισε. Κι 
έχει το συναίσθημα πως είναι… νιόγαμπρος. Νιόγαμπρος όμως της στιγμής, χωρίς 
«κουλούρα»! Νιόγαμπρος, που αλλού κοιμάται σήμερα, αλλού θα ξυπνήσει αύριο. 
Είναι χαρούμενος για λίγον καιρό. Οι αγάπες που περνούν, αυτές μας μένουν! Δεν 
πατάει στη γης. Τα νεύρα του, το αίμα του, η καρδιά του, η σκέψη του κελαηδούνε 
σαν αηδόνια.  Ξυπνάει πρωί πρωί γιατί δεν τον περιμένουν οι παλιές του λύπες να 
τον αρπάξουν, μόλις ανοίξει τα μάτια, παρά οι καινούργιες ευτυχίες —και 
βιάζεται να τρέξει να τις συναντήσει. Πηγαίνει πεταχτός στο γραφείο του, 
παραγγέλλει ένα διπλόν καφέ και πριν ανάψει το πρώτο τσιγάρο, χώνει τη μύτη 
μέσα στο πακέτο και ρουφάει βαθιά την «θείαν οσμήν». Όσο είναι ακόμα καιρός. 
Γιατί αύριο θα του γίνει πάθος. Τότε θα το μισήσει το τσιγάρο και ύστερα από 
λίγων ημερών ταλαντεύσεις, θα το πνίξει με τα νύχια, όπως τα παιδιά πνίγουνε τα 
σπουργίτια. Δηλαδή θα πνίξει τον εαυτό του. Θα μουδιάσει για τέσσερις πέντε 
μέρες η ζωή του, για να ξαναπάρει απάνω της κατόπι, όταν θα φύγουν από μέσα του 
ξορκισμένα όλα τα κακά δαιμόνια. Και τότε θα ξαναγίνει ευτυχής σαν ένας που 
γλίτωσε από μια στρίγκλα γυναίκα!

Μ’ αυτήν την ταχτική, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατορθώνει ένα μεγάλο 
πράγμα. Να ξεχνάει όλες τις άλλες σοβαρές, θεμελιώδεις, ακατάλυτες μιζέριες της 
ζωής του. Δεν έχει καιρό να τις συλλογίζεται. Γιατί η ζωή του μοιράζεται 
ανάμεσα στη στέρηση και στην απόλαυση του τσιγάρου. Η στέρηση, όταν 
υπερνικηθεί, γίνεται απόλαυση· κι η απόλαυση, όταν νικήσει, γίνεται βάσανο. Κι 
έτσι με το να τρώγεται με τον εαυτό του, δεν τον τρώνε οι άλλες του 
κακομοιριές. Πολύ καλά το είδε αυτό ο ποιητής του Ερωτόκριτου, όταν λέγει 
κάπου, πως ο αψύτερος πόνος «σχολάζει» τον ολιγότερον αψύν***. Κι αυτός λοιπόν 
μετατοπίζει το πρόβλημά του (πρόβλημα ζωής ή θανάτου) και το κάμνει πρόβλημα 
καπνίσματος ή όχι.

Για τώρα όμως γεμίζει τα μάγουλά του με καπνό, όπως οι μαϊμούδες με φουντούκια, 
ξεφυσάει τα γαλανά δαχτυλιδάκια προς το ταβάνι («η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 
’ναι ζήτημα ύψους»!)**** δεν ακούει το χαλασμό του κόσμου, δεν σκέπτεται τι 
είναι αλήθεια και τι είναι το «όντως όν» των φιλοσόφων —και λέγει αποφασιστικά:

—Αύριο θα το ξανακόψω.

Δηλαδή: το μέλλον μού ανήκει και το διευθύνω ο ίδιος, όπως θέλω.

Στη μεταφορά χαθήκανε οι υποσημειώσεις, οπότε μεταφέρω εδώ τις πιο σημαντικές 
με αστερίσκους για δείκτες:

* : Στίχος από το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη “Che fece… il gran rifiuto”.
**: ὦ θεῖον ὀσμῆς πνεῦμα, Ευριπίδης, Ιππόλυτος 1392.
***: Ο πόνος ο βαρύτερος τον αλαφρόν σκολάζει, Ερωτόκριτος Γ1286.
****: Στίχος από το “Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο” του Κώστα Καρυωτάκη.

https://sarantakos.wordpress.com/2019/12/15/varnalis-21/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση