Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, 10 Μαΐου 2020 - 09:40

Θα’ ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες (διήγημα του Αζίζ Νεσίν)


Για το σημερινό λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα εύθυμο διήγημα ενός 
αγαπημένου συγγραφέα, του Τούρκου Αζίζ Νεσίν (1915-1995), που είναι πολύ 
γνωστός στην Ελλάδα αφού ευτύχησε να έχει μεταφραστή τον Έρμο Αργαίο (Ερμόλαο 
Ανδρεάδη).

Ο Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη, στα Πριγκιπονήσια, και έζησε κυρίως στην Πόλη. 
Ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από αυταρχικά καθεστώτα στην πατρίδα του. Τα 
τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μάχη ενάντια στον θρησκευτικό 
φανατισμό. Είχε αρχίσει να μεταφράζει τους Σατανικούς στίχους και το 1993, ενώ 
συμμετείχε σε μια εκδήλωση Αλεβιτών στη Σεβάστεια (Σιβάς) ένα πλήθος φανατικών 
περικύκλωσε το κτίριο και έβαλε φωτιά -με 37 θύματα.

Το 1957 ο Νεσίν ίδρυσε το Ίδρυμα Νεσίν, που το προικοδότησε με τα συγγραφικά 
του δικαιώματα. Δέχεται κάθε χρόνο ως υπότροφους τέσσερα άπορα παιδιά και 
αναλαμβάνει τη στέγη, την τροφή και την εκπαίδευσή τους μέχρι την ενηλικίωση.

Τα πρώτα βιβλία του Νεσίν, όπως η συλλογή διηγημάτων Ο καφές και η δημοκρατία, 
τα είχα διαβάσει μικρός στην πατρική βιβλιοθήκη. Το σημερινό διήγημα, αρκετά 
γνωστό, θαρρώ πως ανήκει κι αυτό σε αυτή την πρώτη συλλογή του Νεσίν, αλλά δεν 
είμαι βέβαιος διότι το βιβλίο δεν το έχω εδώ. Το διήγημα το πήρα από την 
Επιθεώρηση Τέχνης, όπου είχε δημοσιευτεί στο τεύχος Μαΐου 1961. Aντί για όνομα 
μεταφραστή αναφέρονται τα αρχικά Ε.Α. που είναι βέβαια ο Έρμος Αργαίος. Από 
εκεί πήρα και το σκίτσο, που μάλλον είναι της τουρκικής έκδοσης.

Το διήγημα πρέπει να εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1950. Εκσυγχρόνισα 
(ελάχιστα) την ορθογραφία και μονοτόνισα. Μια σημείωση για το ρήμα του τίτλου: 
το «θα ‘ρθουν» αντιστοιχεί στο «θάρθουν». Αν θέλει κανείς να γράψει «θαρθούν», 
θα τονίσει το μονοσύλλαβο: θα ‘ρθούν. Ο γνωστός στίχος λοιπόν γράφεται: αν 
είναι να ‘ρθει θε να’ ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

Θα’ ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες

Ο μίστερ Φρανκ μας είχε καλέσει σπίτι του σε τραπέζι και έπρεπε να 
ξεϋποχρεωθούμε. Την ώρα που χωρίζαμε του λέω:

—Ορίστε και σε μας· ελάτε ένα βράδυ να φάμε μαζί.

—Θα ’ρθουμε, είπε το αντρόγυνο.

Μόλις είπαν έτσι, ένοιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά μου.

– Θα σας ειδοποιήσουμε, το πότε θα ’ρθουμε, είπε ο μίστερ Φρανκ.

Το πρώτο που είχαμε να κάνουμε, ήταν να διαδώσουμε σ’ όλη τη γειτονιά ότι θα 
’ρθουν σπίτι μας Αμερικάνοι μουσαφίρηδες. Όταν μ’ έβλεπε στο δρόμο ένας και με 
ρωτούσε:

— Για πού έτσι βιαστικός Μουζαφέρ Μπέη ;

Απαντούσα :

Θα ’ρθουν σπίτι μας μουσαφίρηδες γι’ αυτό… ξέρεις, κά­τι Αμερικάνοι 
μουσαφίρηδες…

Δεν έμεινε κανείς, που να μην το είχε μάθει. Μου λέει ο μπακάλης ο Τζεβάτ :

—Μασαλλάκ Μουζαφέρ μπέη, μάθαμε ότι θα σας έρθουν Αμερικάνοι μουσαφίρηδες· 
αλήθεια είναι ;

Λέω κι εγώ, κάνοντας δήθεν τόν άδιάφορο :

—Χμ… ναι, θα μας έρθουν.

Αν πεις, γι’ αυτούς που κάθονταν στο κάτω πάτωμά πάνε να σκάσουνε απ’ τη ζήλεια 
τους. Ένα βράδυ καθώς ανέβαινα τις σκάλες, μου λέει ο Σαμπρή μπέης που κάθεται 
από κά­τω μας:

—Το πήραμε χαμπέρι. Ο Θεός να δώσει. Θα σας έρθουν, λέει, Αμερικάνοι 
μουσαφίρηδες.

—Γιατί όχι… και βέβαια θα μας έρθουν, του κάνω.

Σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν πολλοί μοχτηροί άνθρωποι. Το τι μας έσυραν, είναι 
άλλο πράμα : Δήθεν δε θα μας έρθουν στ’ αλήθεια Αμερικάνοι μουσαφίρηδες και το 
διαδίδουμε επίτηδες, για να μας αυξήσουν, λέει, ο μπακάλης και ο χασάπης την 
πίστωση…

Έφτασαν στ’ αυτιά μου και τα λόγια του φαρμακοποιού Μεμντούχ :

—Ψέματα, είπε. Ψέματα πως θα ’ρθουν οι Αμερικάνοι. Θα κουβαλήσει σπίτι του, 
λέει, κανέναν φίλο του ξανθόν και ψηλόν, χωρίς κοιλιές και πισινούλι και θα μας 
τον πασάρει για Αμερικάνο. Λες και θα το χάψουμε!

Όμως εγώ θα σας δείξω. Μια να κάνουν πως έρχονται οι Αμερικάνοι, να μη με λένε 
Μουζαφέρ, αν δε σας κάνω να βλέπετε από την κλειδαρότρυπα. Όταν θα μου λένε :

—Σήμερα φυσάει σκόνη…

—Έτσι ε!.. Τι κρίμα, και μεις περιμέναμε σήμερα τους Αμερικάνους, θα τους 
απαντώ.

Κι αν δε λέει κανείς τίποτε, εγώ θα τους ρωτάω :

— Άραγες θα βρέξει σήμερα ;

Κι όταν λένε:

—Βροχερός φαίνεται ο καιρός…

Τότε εγώ θα χτυπώ τα χέρια μου στα πόδια και θα λέω:

—Βαχ βάχ, τι αναποδιά… και είχαμε σήμερα την επίσκεψη των Αμερικάνων…

Αν πάλι, λένε :

— Όχι τζάνουμ, βροχή, τίποτα, δεν έχει σήμερα…

Τότε θα κάνω το χαρούμενο :

—Αχ τι καλά, αμάν να μη βρέξει, να μας έρθουν οι Αμερικάνοι…

Τώρα πια, όσοι με βλέπουν στο δρόμο, αντί να με ρωτούν :

—Τι κάνεις, πώς είσαι;

Λένε :

—Ήρθαν οι Αμερικάνοι μουσαφίρηδές σας Μουζαφέρ μπέη ;

Έφτασα ακόμα να γράψω σέ κάτι γνωστούς και ξεχασμέ­νους φίλους στη Σμύρνη και 
στην Άγκυρα που χρόνια είχα ν’ αλληλογραφήσω μαζί τους, ότι θα μας έρθουν οι 
Αμερικάνοι μουσαφίρηδες.

Να μην τα πολυλογούμε, μια μέρα ειδοποίησαν οι Αμερικάνοι ότι θα μας έρθουν το 
ερχόμενο Σάββατο. Μας έπιασε μια ανησυχία, που δε λέγεται. Η γυναίκα μου 
σηκώθηκε στο πόδι:

Δε στο ’λεγα εγώ τόσον καιρό να φύγουμε απ’ αυτό το σπίτι; Μπορεί να καθίσει 
κανείς σ’ αυτό το ρημάδι; Τι θα κάνουμε τώρα που θα ’ρθουν οι Αμερικάνοι; Πάει, 
γίναμε ρεζίλι…

Και πού να δείτε τη μάνα μου που κρέμασε κάτι μούτρα! Πάει, χάλασε η τάξη του 
σπιτιού μας.

—Θα γίνουμε ρεζίλι, λένε, στους Αμερικάνους… Καλά να ’ταν κανένας δικός μας, 
ρεζίλι θα γίνουμε στους Αμερικάνους.

Απ’ αυτή την αιτία μαθεύτηκαν οι καυγάδες μας σ’ όλη τη γειτονιά.

—Τι τους κατέβηκε και κάλεσαν τους Αμερικάνους μ’ αυτά τα χάλια που ’χουνε !…

Και κοντά στους ξένους, αυτό τον καβγά κάναμε. Έχω έναν παιδικό φίλο που τον 
λένε Ραγκίπ. Ένα βράδυ μας ήρθε επίσκεψη με τη γυναίκα του. Και μπροστά του 
ακόμα αρχίσαμε να μαλώνουμε με τη γυναίκα μου.

—Τί σου ’ρθε και κάλεσες τους Αμερικάνους, μου λέει αφρί­ζοντας από το κακό της.

Κάπως μετανιωμένος και γω για την πράξη μου, άρχισα να φωνάζω :

—Αλλάχ Αλλάχ, εγώ τους κάλεσα βρε αδερφέ; Με κάλεσαν οι άνθρωποι στο τραπέζι. 
Την ώρα που έφευγα μου είπαν ότι θα ’ρθουν ένα βράδυ σε μας. Τι να τους έλεγα ; 
«Όχι μην έρχεστε, ντρεπόμαστε γιατί δεν έχουμε σπίτι μας έπιπλα;». Κι αν το 
καλοεξετάσεις, αυτοί οι Αμερικάνοι, για μένα έρχονται ή για τα έπιπλα; Και τα 
πιο ακριβά έπιπλα να κουβαλούσα στο σπίτι, σημασία δε θα ’διναν οι άνθρωποι. 
Έχουν απ’ όλα σπίτι τους.

Λέει τότε η πεθερά μου :

—Τότε τι έρχονται να δουν ;

—Βρε, εμένα έρχονται να δούνε, εμένα…

Ελπίζοντας ότι θα με δικαιώσει ο Ραγκίπ, γυρίζω και του λέω :

— Έλα να χαρείς Ραγκιπάκι μου, εξήγησέ τους, τα έπι­πλα έρχονται να δούνε αυτοί 
οι άνθρωποι, ή εμάς;

Τότε ο Ραγκίπ σήκωσε το χέρι του στον αέρα και είπε με επισημότητα :

— Όοοχι… οι άνθρωποι αυτοί έρχονται φίλε μου εδώ, για να δούνε ένα τούρκικο 
σπίτι· το κατάλαβες; Και συ δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μας ρεζιλέψεις. Δε 
σηκώνει αστεύα αυτή η υπόθεση φιλαράκο μου. Ο Αμερικάνος θέλει να δει τι λογής 
είναι το τούρκικο σπίτι… Πού είναι η ηλεκτρική σκούπα σου; Δεν είναι ντροπή;

Γιά κοίτα αυτόν τον Ραγκίπ… Βρε τον τιποτένιο, τον κε­ρατά! Επειδή πήρε χτες 
για το σπίτι του με δόσεις μια μεταχειρισμένη ηλεκτρική σκούπα, γιά δες τον πώς 
κοκορεύεται…

Ξαφνικά διαδόθηκε η πληροφορία σ’ όλη τη γειτονιά :

«Οι Αμερικάνοι για να δουν ένα τούρκικο σπίτι, θα έρθουν στο σπίτι των 
Μουζαφέρηδων. Αυτοί oι Μουζαφέρηδες θα μας ρεζιλέψουν όλους. Το σπίτι τους θα 
το παρουσιάσουν στους Αμερικάνους, δήθεν για τούρκικο σπίτι. Πρέπει να πάμε να 
το καταγγείλουμε αυτό στην αστυνομία.».

Χωρίς να το θέλω, έβαλα το κεφάλι μου σέ μπελά. Όπου και να ’ναι θα με καλέσουν 
στο δικαστήριο. Τι δηλαδή, το σπί­τι μας δεν είναι τούρκικο ;

Ένα βράδυ έρχεται η κόρη του μπακάλη του Τζεβάτ και μου λέει ψευδίζοντας :

—Θείο, ο μπαμπάς μου σου στέλνει χαιρετίσματα, και λέει…

—Τι λέει ;

—Λέει ο μπαμπάς μου, θα έρθουν, λέει, στο σπίτι σας κάτι Αμερικάνοι 
μουσαφίρηδες…

—Εεε, λοιπόν ;

—Στό σαλόνι σας, λέει, δεν έχετε ούτε στιλ έπιπλα, ούτε πολυθρόνες μοντέρνες…

—Άλλο ;

—Ο μπαμπάς μου, λέει, σας στέλνει χαιρετίσματα… Είvαι   ντροπή, λέει, να δουν 
τα χάλια σας οι Αμερικάνοι. Είναι και ντροπή, λέει, να δουν τα χάλια σας οι 
Αμερικάνοι. Είπε να σας πω, ότι πήρε ένα καινούργιο ηλεκτρικό ψυγείο μέγεθος 
οκτώ ποδών.

—Έεε, ύστερα;

—Είναι, λέει, καλύτερα να έρθουν οι Αμερικάνοι στο δι­κό μας σπίτι. Και να σας 
πω, λέει, πολλά χαιρετίσματα.

Κι εγώ δεν ξέρω πώς τινάχτηκα απ’ τη θέση μου· μόλις μπόρεσε και ξέφυγε το 
κορίτσι κατεβαίνοντας τρεχάλα τα σκαλοπάτια.

Πρωί και βράδυ στο σπίτι μας καυγαδίζαμε. Εγώ που είκοσι δυο χρόνια παντρεμένος 
δεν είχα τσακωθεί καθόλου με τη γυναίκα μου, κατάντησα να σκέφτομαι το διαζύγιο.

Το πρωί πήρα από το γείτονά μου Χασάν εφέντη ένα γραμματάκι που ’γραφε:

«Αδελφέ μου Μουζαφέρ μπέη,

Όπως πληροφορήθηκα, καλέσατε σπίτι σας μια αμερικάνικη οικογένεια, για να δει 
πώς είναι ένα τούρκικο σπίτι.

Αδελφέ μου Μουζαφέρ μπέη, επειδή αυτή η πραξις αφορά την πατρίδα μας και το 
έθνος μας, είμαι πεπεισμένος ότι θα επιδείξετε την απαιτούμενη φρόνηση. Και με 
την ευκαιρία αυτή, επειδή νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να έρθουν οι 
Αμερικάνοι στο δικό μας το σπίτι, σας πληροφορώ ότι δέχομαι να σας αποζημιώσω 
για τις σχετικές δαπάνες που έχετε ώς τώρα υποστεί. Περιμένω γρήγορη απάντησή 
σας».

Έσχισα το γράμμα σε χίλια κομμάτια και το πέταξα στα μούτρα του κομιστή.

Ανταμωθήκαμε στο δρόμο με το Χασάν εφέντη. Μου ’κανε τα παράπονά του :

Τι πράματα είναι αυτά αδερφέ μου· σου ’παμε τίποτα κα­κό και θύμωσες έτσι; Όσο 
και να ’ναι, αυτή η υπόθεση αφορά την πατρίδα μας… Εδώ αδερφέ μου, ούτε συ ούτε 
εγώ υπάρχουμε, είμαστε ένα σύνολο. Η κόρη μας γράφτηκε φέτος στο Αμερικανικό 
Κολέγιο. Εσείς σπίτι σας δεν έχετε κανέναν που να λέει σωστά στους Αμερικάνους 
ένα «οκέι», ένα «γιες». Αγόρασα μια καρυδένια ντουλάπα, θαύμα… Έχω και πικάπ, 
και ηλεκτρικό πλυντήριο, την καλύτερη μάρκα… Σου δίνω και λεφτά από πάνω… Τι 
άλλο θέλεις, τον μπελά σου θέλεις;

Στο σπίτι μας αρχίσανε ν’ αλλάζουνε γνώμη και να πη­γαίνουν με το μέρος αυτών 
που μας κάνανε τίς προτάσεις τους. Λέει η γυναίκα μου :

—Σάμπως ξέρουνε οι Αμερικάνοι το σπίτι μας; Να τους πάμε σε άλλο σπίτι, 
λέγοντας ότι είναι δικό μας.

Το σκέφθηκα για μια στιγμή, αλλά ύστερα ήρθα στα λο­γικά μου.

—Μωρέ δεν ξέρετε τους γειτόνους μας; Καλά, να τους πάμε τους Αμερικάνους σε 
άλλο σπίτι. Αυτοί όμως θ’ αρχίσουν επίτηδες να φλυαρούν ασταμάτητα, λέγοντας 
στο μεταξύ ότι το σπίτι είναι δικό τους.

Η πεθερά μου που είναι μυαλωμένη γυναίκα, λέει:

Θα το πούνε αυτοί· κι εγώ να ’μουνα, το ίδιο θα ’κανα. Για να τους πιστέψουν οι 
Αμερικάνοι είναι ικανοί να τους δείξουν και το συμβόλαιο του σπιτιού τους.

Ήρθε η Παρασκευή. Την άλλη μέρα το βράδυ θα ’ρθουν οι Αμερικάνοι. Αρχίσαμε ν’ 
ασπρίζουμε το σπίτι. Παρατήσαμε όλες μας τίς δουλειές, προσπαθώντας μικροί και 
μεγάλοι να ομορφήνουμε το σπίτι. Τελειώσαμε το άσπρισμα, δώσαμε όλοι χέρι, 
σφουγγαρίσαμε και καθαρίσαμε το σπίτι. Στο μεταξύ οι Αμερικάνοι μάς ειδοποιούν 
ότι :

«Επειδή μας παρουσιάστηκε μια δουλειά, αναβάλλουμε την επίσκεψή μας για το 
ερχόμενο Σάββατο. Σας ζητούμε συγγνώμη».

Ωωωωχ!… είπαμε και αναπνεύσαμε βαθιά. Είχαμε ακόμα μπροστά μας μια βδομάδα 
καιρό. Αρχίσαμε πάλι να συγυρίζουμε το σπίτι μας.

Έτρεξα απ’ εδώ κι απ’ εκεί, για να πάρω έπιπλα με δό­σεις. Όμως, το σύστημα των 
δόσεων σταμάτησε πια. Μόνο ρούχα μπορείς να ράψεις, τίποτα άλλο. Σκέφτηκα για 
μια στιγμή να ράψω πέντε δέκα κουστούμια και να τα κρεμάσω στους τοίχους, εδώ 
κι εκεί… Δεν ήξερα κι εγώ τι να κάμω. Δε σκεφτόμουνα πια την επίσκεψη των 
Αμερικάνων. Εγώ ήθελα να βουλώσω το στόμα των γειτόνων.

Βαλθήκαμε μικροί και μεγάλοι να στολίσουμε το σπίτι. Με τη βοήθεια των φίλων 
καταφέραμε και πήραμε ένα χαλί με δόσεις. Αγόρασα κι ένα πολύφωτο τοις 
μετρητοίς. Ήρθε ξανά είδηση από τους Αμερικάνους ότι, επειδή τους έτυχε μια 
δου­λειά, δε θα ’ρθουν αυτό το Σάββατο, αλλά το άλλο.

Πέρασε άλλη μια βδομάδα. Βλέποντας αυτές τις αλλεπάλ­ληλες αναβολές, λέω στη 
γυναίκα μου:

—Γυναίκα, κάτι συμβαίνει εδώ. Αυτές οι αναβολές των Αμερικάνων, κατάντησαν σαν 
την αμερικανική βοήθεια.

Η γυναίκα μου :

—Δεν καταλαβαίνω, τι θέλεις να πεις ;

—Τι θα πει, δεν καταλαβαίνεις. Να, κάποιος εχθρός μας θα πήγε και θα τους είπε: 
«Στο σπίτι τους δεν έχουν ούτε καρέκλα για να καθίσετε, ελάτε στο δικό μας 
σπίτι». Κατάφεραν τους Αμερικάνους. Νομίζεις πως δεν έχουμε εχθρούς;

Απ’ τη μια μεριά η γυναίκα μου κι απ’ την άλλη μεριά η μάνα μου και η πεθερά 
μου, άρχισαν να χτυπιούνται:

—Αχ, τι κρίμα! Βρε, τι πάθαμε! Ακούς εκεί να μας τη σκάσουν…Ώστε τζάμπα 
σκουπίσαμε και καθαρίσαμε το σπίτι απ’ άκρη σέ άκρη. Βάλαμε και τις καινούριες 
κουρτίνες… Ασπρίσαμε κι όλας… Κι αν δεν έρθουν;

Η πεθερά μου άρχισε να καταριέται:

—Να τους στραβώσεις θεέ μου τους οχτρούς μας…Τι να κάνουμε, ας περιμένουμε άλλο 
ένα Σάββατο. Κι ας μην έχουμε ρούχα να φορέσουμε για να υποδεχτούμε τους 
Αμερικάνους.

Σπίτι μας είμαστε οχτώ νοματαίοι. Σκεφθείτε τι θα πει να κάνουν ο καθένας και 
από μια φορεσιά… Η γυναίκα μου πετάει τον πόντο:

—Άραγες να φτιάξω βραδινό φόρεμα ;

Η μάνα μου απειλεί.

—Αν ράψει φόρεμα βραδινό η νύφη, θέλω κι εγώ το ίδιο!

Και η πεθερά μου δε μένει πίσω :

—Τότε θέλω κι έγώ χειμωνιάτικο πανωφόρι!
—Βρε αδερφέ, κατακαλόκαιρο, φοριέται μέσα στο σπίτι πανωφόρι;

Έλα τώρα να συνεννοηθείς μαζί της…

—Τώρα που παρουσιάστηκε ευκαιρία, λέει, κάντε μου κι εμένα ένα πανωφόρι. Άλλη 
φορά, ούτε Αμερικάνοι θα ’ρθουν σπίτι μας, ούτε πανωφόρι θα μου ράψετε…

Κοπιάσαμε, τσακιστήκαμε, όμως το σπίτι πάλι γυμνό έμεινε. Πήγα να νοικιάσω 
έπιπλα, όπως νοικιάζουν ρούχα, αλλά μου είπαν τέτοιο πράμα δε γίνεται.

Πήγα στους γνωστούς:

— Αμάν φίλοι μου, θα μας έρθουν Αμερικάνοι μουσαφίρη­δες. Η δική μου υπόληψη 
είναι και δική σας υπόληψη. Να φιλήσω τα πόδια σας, να σας χαρώ. Δώστε μου 
δανεικά έπιπλα για μια βραδιά. Άνθρωποι είμαστε. Μπορεί μια μέρα να με 
χρειαστείτε κι εσείς…

Μου λέει κάποιος:

—Να σου δώσω το χαλί, αλλά θα μου αφήσεις εγγύηση. Φέρνεις το χαλί, παίρνεις τα 
λεφτά σου πίσω. Κοίταξε όμως να μην το λεκιάσεις και το τρυπήσεις, αλλιώς δε 
σου δίνω τα λεφτά σου πίσω.

Δέχτηκα. Έδωσα την εγγύηση και πήρα το χαλί. Ας είναι καλά, μου λέει ένας φίλος 
:

—Μισή ώρα προτού έρθουν οι Αμερικάνοι, έλα να πάρεις το ηλεκτρικό ψυγείο μου, 
αλλά πρόσεξε, μισή ώρα μετά την αναχώρησή τους, το θέλω πίσω.

—Ευχαρίστως…

Μας έδωσαν ο καθένας με τους όρους του, άλλος ηλεκτρι­κό πλυντήριο, άλλος 
πικάπ, άλλος αυτόματη κατσαρόλα. Όλα αυτά τα τοποθετήσαμε με τέτοιον τρόπο, 
ώστε· να τα δουν με την πρώτη οι Αμερικάνοι. Αλλά η πιο μπελαλίδίκη δουλειά 
ήταν η προσφορά από ένα φίλο μου, κρεβατιού από καπλαμά καρυδιάς. Εγώ να πούμε 
την αλήθεια δεν το ήθελα. Το είχε ζητήσει ή γυναίκα μου. Λέει στην κυρά μου η 
γυναίκα που μας δάνεισε το κρεβάτι:

—Εγώ θέλω να κάνω καλοσύνη. Στη γειτονιά μας όποιος θέλει να κάνει στο παιδί 
του σουνέτι έρχεται και μου ζητάει το κρεβάτι. Το δίνω για ψυχικό. Πάρτε το κι 
εσείς.

Τα δανεικά έπιπλα, όπως-όπως τα τακτοποιήσαμε στο σπίτι. Έμειναν μόνο το ψυγείο 
και το πικάπ. Φώναξα μερι­κούς ειδικούς για να μου πουν τη γνώμη τους σχετικά 
με την επίπλωση του σπιτιού.

—Μασαλλάχ, μου είπαν, το σπίτι σου έγινε σωστό Αμερι­κάνικο, όπως τα βλέπουμε 
στα φιλμ.

Ένας άπ’ αυτούς λέει:

—Μόνο το ψυγείο λείπει.

—Θα ’ρθει, είπα, θα το χώσουμε σ’ αυτή τη γωνιά που έμεινε άδεια. Υποσχέθηκε να 
μας το δώσει ο ιδιοκτήτης του, λίγη ώρα προτού έρθουν οι μουσαφίρηδες…

Ενώ ανεβάζαμε το πικάπ από τις σκάλες πλακώσανε οι Αμερικάνοι… Βρήκαν οι 
ευλογημένοι την ώρα να ’ρθουν… Η πόρτα του σπιτιού είναι στενή και το πικάπ δε 
χωρούσε. Ενώ προσπαθούσαμε να το μπάσουμε μέσα, έφραξε η πόρτα. Ανα­ποδιά πάνω 
στην αναποδιά. Αναγκάστηκαν να περιμένουν απ’ έξω οι Αμερικάνοι, ώσπου με το 
ζόρι, κακήν κακώς, χώσαμε στο σπίτι το πικάπ.

Επιτέλους μπήκαν μέσα οι Αμερικάνοι. Η γυναίκα μου πέρασε μπροστά τους και 
οδηγώντας τους στην κρεβατοκά­μαρα τους λέει:

—Περάστε απ’ εδώ παρακαλώ… Τους πέρασε σιγά – σιγά απ’ εκεί και τους πήγε στο 
σαλόνι. Δεν προλάβαμε να κάτσουμε και ακούστηκε άπ’ έξω ένας θόρυβος. Αμάν, τι 
τρέχει, είπαμε και πήγαμε να δούμε… και τότε βλέπουμε, να έρχεται το ψυγείο. 
Βρήκαν την ώρα να το στείλουν! τι θα πουν οι Αμε­ρικάνοι, βλέποντας να 
κουβαλούν μες τη νύχτα το ψυγείο;

—Αμάν, τους λέω, μετάνιωσα, δεν το θέλω, να το πάτε πίσω…

Ενώ παρακαλούσα να τους πείσω να πάρουν πίσω το ψυ­γείο, μου λέει ο ιδιοκτήτης 
του :

—Τι λέτε καλέ! Στα χίλια χρόνια μια φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να εξυπηρετήσω 
ένα φίλο… Όχι, όχι, δεν το παίρνω πίσω.

Η κόρη του, που ήξερε εγγλέζικα, είπε κάτι στον Αμερικάνο. Ρώτησα το δραγουμάνο 
που είχα καλέσει από πριν:

—Τι του λέει του Αμερικάνου;

—Είπε, λέει, ότι εμείς βοηθάμε πολύ, ο ένας τον άλλον. Κι επειδή, λέει, δεν 
είχατε ψυγείο, και για να μην εκτεθείτε έφεραν το δικό τους. Είπε ακόμα ότι όλα 
αυτά τα έπιπλα που βλέπουν είναι δανεικά.

Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου. Να πιάσω και να τη φτύσω στα μούτρα, θα πουν οι 
Αμερικάνοι «τι λογής άνθρω­ποι είναι αυτοί».

Εκείνη την ώρα με πιάνει ο γιός μου και μου λέει:

—Μπαμπά, αυτός δεν είναι Αμερικάνος.

—Πώς το κατάλαβες παιδί μου;

—Καλέ μπαμπά, εσύ δεν είδες καθόλου αμερικάνικη ται­νία; Πού είναι το πιστόλι 
του, πού είναι η φορεσιά του η καουμποϊδίστικη… Πού είναι το καουμποϊδίστικο 
καπέλο του;

—Πήγαινε παιδί μου στη δουλειά σου, ο άνθρωπος είναι γνήσιος Αμερικάνος.

—Καλά, αφού είναι Αμερικάνος, ας χορέψει με τη γυναίκα του κανένα ροκ-εντ-ρόλ, 
να τους δούμε…

Ήμαρτον θεέ μου… δεν πρόλαβα να συνέρθω και με μιας βλέπω όλους τους δικούς μου 
να έρχονται ένας ένας. Μου είχε πει ένας φίλος από πριν:

—Το καλό που σου θέλω, μην τους φανερώσεις όλους τους δικούς σου στους 
Αμερικάνους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τις δουλειές μας. Θα 
τα χάσουν και θ’ αναρωτιούνται πώς τα καταφέρνεις και θρέφεις τόσα στόματα.

Έτσι έπρεπε να κάνω, δεν τον άκουσα όμως. Όλες οι δι­κές μου στολίστηκαν και 
καλλωπίστηκαν, λες και θα πηγαίνα­νε σε γάμο. Ενώ η Αμερικάνα φορούσε ένα 
τσίτινο φόρεμα και ήταν ξυπόλυτη… Ήρθε ή μικρή μου κόρη, φίλησε το χέρι της 
Αμερικάνας και της έκανε τεμενά! Λες και τη δασκαλέ­ψαμε να το κάνει επίτηδες… 
Καλά το κορίτσι, παιδί πράμα είναι, η πεθερά μου όμως; Έδωσε το χέρι της στον 
Αμερικάνο κι αυτός της το ’σφιξε. Πού να τραβήξει όμως ή δική μας το χέρι της· 
καθόταν και περίμενε… Ο Αμερικάνος τα ’χασε. Ύστερα η πεθερά μου με το ζόρι 
ανάγκασε τον Αμερικάνο να φιλήσει το χέρι της. Μην τα ρωτάτε, γίναμε ρεζίλι.

—Ορίστε να φάμε, τους είπαμε.

Για να τους εντυπωσιάσω, πήγα ν’ ανοίξω το ψυγείο. Πού ν’ ανοίξει όμως ! Σάμπως 
ξέρουμε να μεταχειριστούμε τέ­τοια εργαλεία; Είχαμε ξεχάσει να βάλουμε το 
κορδόνι στην πρίζα. Μπρε πού είναι η πρίζα… Στου διαόλου την άκρη ήταν. Κάποιος 
έξυπνος είχε βάλει εκεί το κορδόνι του πικάπ. Πάω να βάλω μπρος το πικάπ, αλλά 
δεν έπαιζε. Το κουμπί του ραδιοφώνου δε γύριζε. Τρέχω στο ψυγείο, πολεμάω, 
πολεμάω, τί­ποτα· απ’ το πολύ το ζόρισμα βγήκε το χερούλι του. Οι Αμερικάνοι 
πέσανε κάτω απ’ τα γέλια.

Πήγα να σκάσω απ’ το κακό μου. Έμπηξα τις φωνές στη γυναίκα μου :

—Βρε τι κάθεστε έτσι και χαζεύετε; Δεν καταφέραμε να δουλέψει κανένα μηχάνημα. 
Τουλάχιστο φέρτε το ηλεκτρικό πλυντήριο, να το βάλουμε μπρος, να δουν οι 
άνθρωποι… Δεν πρόλαβε να πει η μάνα μου ότι, καθώς το κουβαλούσαν oι χαμάληδες 
έσπασαν το χερούλι του και ακούστηκε μια λυπητερή φωνή:

—Άχου, τι πάθαμε!…

Το μωρό μας είχε κατουρήσει πάνω στο χαλί. Η μάνα μου άρχισε να φωνάζει :

—Το ξένο πράμα, έτσι γίνεται… Τι θα κάνουμε τώρα;

Η γυναίκα μου άρχισε να φοβερίζει το μωρό:

—Γιατί δεν είπες τσίσια… Φέρτε μου τη μασιά. Να σου κάψω τώρα το μπιμπί σου; Το 
μικρό απ’ το φόβο του άρχισε να τσιρίζει. Κι εγώ ο καημένος, έτρεχα απ’ εδώ κι 
απ’ εκεί, για να βάλω μπρος τα μοντέρνα μηχανήματα.

Ξαφνικά ακούστηκε απ’ το δρόμο μια φασαρία. Βρε τι τρέχει; Είχαν μαζευτεί τα 
παλικάρια της γειτονιάς έξω απ’ το σπίτι μας, και για να επιδειχθούν στους 
Αμερικάνους, άρχι­σαν να ψάλλουν τον εθνικό μας ύμνο και άλλα εμβατήρια…

Όταν σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι, είπαν οι Αμερικάνοι ότι θα φύγουν. Μόλις 
πρόλαβαν και βγήκαν έξω, ακούστηκαν κάτι ζητωκραυγές. Είχαν μαζευτεί απ’ όλη τη 
γειτονιά και ζητωκραύγαζαν τους Αμερικάνους.

Έτσι γλιτώσαμε απ’ αυτή τη δουλειά. Όοοχι… ακόμα δε γλιτώσαμε. Δεν έμεινε 
δανεικό έπιπλο που να μην έσπασε, να μη χάλασε, να μη λέκιασε. Εδώ και τρία 
χρόνια, προσπα­θούμε να ξεπληρώσουμε τα σπασμένα.

https://sarantakos.wordpress.com/2020/05/10/aziznesin/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση