Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, 22 Νοεμβρίου 2020 - 09:45

Ο Τζον Στάινμπεκ στο δρόμο με τις φάμπρικες


Άρχισα να διαβάζω τον «Δρόμο με τις φάμπρικες» του Τζον Στάινμπεκ, ή πιο σωστά 
άρχισα να το ξαναδιαβάζω. Το είχα διαβάσει πριν από πολλά πολλά χρόνια, σε μιαν 
άλλη, παλιά έκδοση που είχε ο παππούς μου, αφού πρώτα είχα ακούσει τον παππού 
μου ή τον πατέρα μου να αφηγούνται διάφορες ιστορίες με τον Μακ και τον Δόκτορα 
-ήταν από τ’ αγαπημένα τους βιβλία, μαζί με τον Σβέικ ή τις 12 Καρέκλες.

Τώρα άρχισα να το διαβάζω στην έκδοση που κυκλοφορεί στο εμπόριο, σε μετάφραση 
Κοσμά Πολίτη -έκδοση 1989 το αντίτυπό μου, αλλά η αρχική πρέπει να είναι πολύ 
παλιότερη αφού ο Πολίτης πέθανε το 1974. Εδώ που τα λέμε, δεν αποκλείεται και 
το παλιό βιβλίο του παππού να είχε την ίδια μετάφραση, αφού το κείμενο μού 
φαίνεται οικείο. Έτσι κι αλλιώς, ο Στάινμπεκ έγραψε το μυθιστόρημά του το 1945, 
κι αν το μεταφράζανε σήμερα πιθανώς θα κρατούσαν τον αγγλικό τίτλο, ίσως 
γραμμένον στ’ αγγλικά: Cannery Row, που κατά λέξη θα πει «Οδός Κονσερβοποιείων» 
ή «Οδός Κονσερβάδικων». Πείτε με μαλλιαρό, προτιμώ την απόδοση του Πολίτη έστω 
κι αν δεν υπάρχουν πλέον φάμπρικες σήμερα παρά μόνο στο τραγούδι του Τσιτσάνη.

Ο Στάινμπεκ τοποθετεί το έργο του στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης και 
παρακολουθεί τη ζωή σε μια γειτονιά του Μόντρεϊ, στην Καλιφόρνια, όπου η ζωή 
στον μεγάλο δρόμο με τις φάμπρικες περιστρέφεται ακριβώς γύρω από τα 
κονσερβάδικα. Εκεί υπάρχει και το μαγαζί του Λη Τσογκ, και το Βιολογικό 
Εργαστήριο του Δόκτορα και το πορνείο της Ντόρας -για να αναφέρουμε τρία από τα 
μέρη που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα μαζί με τα αντίστοιχα πρόσωπα.

Γράφει ο Στάινμπεκ στην αρχή του έργου:

«Ο δρόμος με τις φάμπρικες» στο Μόντρεϋ στην Καλιφόρνια, είν’ ένα ποίημα, μια 
βρομισιά, έχει ένα δικό του φως, ένα έντονο χρώμα, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο 
μα κι ένα όνειρο μαζί, μια νοσταλγία. Κάτι το σκόρπιο και το συγκεντρωμένο, 
σίδερα, τενεκέδες, σκουριά, και πελεκούδια, το στρώσιμο του δρόμου όλο γούβες, 
παντού κουλούρες τα σκοινιά, κόφες λαχανικά, φάμπρικες για σαρδέλες του 
κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα, μικρομάγαζα, παλιοξενοδοχεία. 
Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούνε «πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, 
μπάσταρδοι» εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούνε άνθρωποι λογής – λογής. Αν τους 
κοίταζε όμως από μια άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ‘χε πει, πως κατοικούνε 
«άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες» – και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.

Η μυθιστορηματική Cannery Row ήταν πλασμένη με πρότυπο την Ocean View Avenue, 
μια λεωφόρο του Μόντρεϊ. To όνομα Cannery Row ήδη το χρησιμοποιούσαν οι 
ντόπιοι, σαν ανεπίσημη ονομασία του δρόμου. Το 1958, μετά την κυκλοφορία του 
βιβλίου, οι αρχές του Μόντρεϊ μετονόμασαν τον δρόμο σε Cannery Row. Φυσικά, προ 
πολλού δεν υπάρχουν πια κονσερβάδικα εκεί, το τελευταίο έκλεισε το 1973. 
Υπάρχει όμως το κτίριο που στέγαζε, ως το 1948, το βιολογικό εργαστήριο του Εντ 
Ρίκετς, που ήταν φίλος του Στάινμπεκ και χρησίμεψε σαν πρότυπο για τον Δόκτορα. 
Να το:

Το μυθιστόρημα του Στάινμπεκ αρθρώνεται σε 32 μικρά κεφάλαια, πολλά από τα 
οποία μπορούν να σταθούν λίγο-πολύ αυτόνομα, αφού σκιτσάρουν ένα επεισόδιο από 
τη ζωή γύρω από το δρόμο με τις φάμπρικες. Θα παρουσιάσω σήμερα δυο κεφάλαια 
από το βιβλίο, το 3ο κεφάλαιο (για το πορνείο της Ντόρας) και το 5ο (για τον 
Δόκτορα και το εργαστήριό του). Δεν επεμβαίνω στην ορθογραφία παρά μόνο για να 
κάνω «κι» το «κ'». Η αναφορά σε «Παλιοπάπουτσα του Τέννις» έχει εξηγηθεί στο 
πρώτο κεφάλαιο -είναι μια μάρκα φτηνό ουίσκι, που λέγεται κανονικά Παλιό Τενεσή 
(Old Tennessee) και όλοι το λένε Old Tennis Shoes.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΦΑΜΠΡΙΚΕΣ

3

Του Λη Τσογκ το μαγαζί βρίσκεται στα δεξιά του αδεια­νού γήπεδου (μ’ όλο που 
κανένας δεν ξέρει γιατί το λένε αδειανό μια κι είναι στοιβαγμένα εκεί πέρα 
παλιοκάζανα, σκουριασμένες σωλήνες, ξυλεία και σωροί μπιντόνια των πέντε 
γαλονιών). Πίσω από κει, ψηλά, περνά η σιδερογραμμή πλάι στο Πάλας-Χάνι. 
Αριστερά στο γήπεδο, στην άκρη, στέκεται σεμνό και επίσημο το πορνείο της 
Ντάρας Φλωντ: ένα σπίτι με παλαιικό ρυθμό, τίμιο, καθαρό και καθωσπρέπει, όπου 
ο καθένας μπορεί να πιει ένα ποτήρι μπίρα μαζί με την παρέα του. Δεν πρόκειται 
για κανένα πρόστυχο παλιόσπιτο —είν’ ένα σπίτι, με αρχές και με πα­ράδοση που 
το ίδρυσε η Ντόρα και το διατηρεί στο ύψος του και σε περιωπή. Μες στα πενήντα 
χρόνια που το δούλεψε —τρόφιμη στην αρχή κι έπειτα θεία— δείχτηκε γυ­ναίκα με 
ξεχωριστά χαρίσματα, ψυχικάρα, τίμια, με τακτ, μα και με κάποιο πνεύμα 
ρεαλιστικό, κι έτσι κατόρθωσε να τη σέβονται και να την εκτιμούν όσοι άντρες 
είχαν αν­τίληψη, μόρφωση και καλή καρδιά. Και για τον ίδιο λόγο τη μισούνε οι 
διεστραμμένες και λάγνες κυρίες που οι άν­τρες τους μπορεί να σέβονται την 
οικογενειακή εστία μα δεν της βρίσκουν και μεγάλα θέλγητρα.

Η Ντόρα είναι μια μεγαλοκαμωμένη γυναίκα με πυρρό­ξανθα μαλλιά που έχει 
ξεχωριστή προτίμηση για τα βερνιλ φουστάνια. Κρατά ένα τίμιο σπίτι, για όλα 
τιμή ορι­σμένη, δε σερβίρει δυνατά πιοτά, ούτε επιτρέπει πρόστυ­χα λόγια και 
καβγάδες. Απ’ τα κορίτσια της, μερικές δεν έχουν και πολλή δουλειά εξαιτίας της 
ηλικίας τους, μα η Ντόρα δεν τις διώχνει μ’ όλο που, όπως το συνηθά να λέει, 
δεν ποφτώνουνε ούτε τρεις φορές το μήνα και όμως εξακολουθούν να περιδρομιάζουν 
τρεις φορές τη μέρα ταχτικά. Η Ντόρα, σε μια στιγμή ερωτικής τρυφερότητας, τ’ 
ονόμασε «Εστιατόριο του Σημαιοφόρου» — και διηγούνται διά­φορα εύθυμα 
περιστατικά για κάτι ξένους που πήραν την επιγραφή τοις μετρητοίς και μπήκανε 
στο σπίτι με την πρό­θεση να γευματίσουν. Σε ομαλές περιστάσεις το σπίτι έχει 
δώδεκα κορίτσια —μαζί με τις ηλικιωμένες— ένα μάγερα Γραικό, κι ακόμη κάποιον 
που, σύμφωνα με τα επίσημα καθήκοντά του, είναι φύλακας του σπιτιού μα που 
ανα­λαμβάνει και άλλες λεπτές κι επικίνδυνες αποστολές. Στα­ματάει τους 
καβγάδες, διώχνει τους μεθυσμένους, καταπραΰνει τους υστερισμούς, γιατρεύει τον 
πονοκέφαλο και διαχειρίζεται το μπαρ. Επιδένει τις κοψιές και τα κατάγ­ματα, 
όλη τη μέρα κάνει παρέα με τους πολισμάνους και, μια που τα περισσότερα 
κορίτσια του σπιτιού ανήκουνε στην αίρεση της Χριστιανικής Επιστήμης, τους 
διαβάζει κάθε Κυριακή πρωί αποσπάσματα από το κατηχητικό βι­βλίο «Επιστήμη και 
Θρησκεία». Ο προκάτοχός του, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν ήταν άνθρωπος αρκετά 
ισορρο­πημένος και είχε κακά υστερνά, ο Άλφρεντ όμως όχι μόνο μπόρεσε ν’ 
ανθέξει σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, μα κατόρ­θωσε να το εξυψώσει στο δικό του 
επίπεδο. Ξέρει ποιοι άνθρωποι ταιριάζει να ’ρχονται στο σπίτι και ποιοι όχι. 
Ξέ­ρει καλύτερα από κάθε άλλον τα οικογενειακά του καθενός μέσα στο Μόντρεϋ.

Όσο για την Ντόρα, περνά μια ύπαρξη αλαφιασμένη. Μια και ο νόμος —τουλάχιστον 
το γράμμα του νόμου— τη θεωρεί παράνομη, την καταδιώκει αμείλιχτα. Για το 
πα­ραμικρό τής κλείνουνε το σπίτι: για ένα καβγαδάκι, αν τύχει κάποιος να 
μεθύσει, αν ακουστούν πρόστυχα λόγια ή για οποιαδήποτε αφορμή. Κι αφού είναι 
παράνομη, πρέ­πει να δείχνεται πολύ ανοιχτοχέρα σαν πρόκειται για φι­λανθρωπικό 
σκοπό. Όλοι την εκμεταλλεύονται. Όταν η αστυνομία διοργανώνει τον ετήσιο χορό 
της για το «Ταμείον Συντάξεων Αστυνομικών», ενώ οι άλλοι συνεισφέ­ρουν ένα 
δολάριο μονάχα, η Ντόρα πρέπει να δώσει τουλάχιστον πενήντα. Όταν το Εμπορικό 
Επιμελητήριο αποφάσισε να εξωραΐσει τον κήπο του, οι έμποροι δώσανε πέντε 
δολάρια, ο καθένας, μα η Ντόρα υποχρεώθηκε να δώσει εκατό. Το ίδιο συμβαίνει 
και σε κάθε παρόμοια περίστα­ση, για τον Ερυθρό Σταυρό, για το Κοινωνικό 
Ταμείο, για τους Προσκόπους: η συνεισφορά της Ντόρας, που προέρ­χεται από την 
τιμή της αμαρτίας, αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσό μες στον κατάλογο. Μα την 
εποχή που δεν πηγαίνανε καλά οι δουλειές στο Μόντρεϋ, η Ντόρα είχε αναλάβει κι 
άλλες υποχρεώσεις εκτός απ’ τις συνηθισμέ­νες. Στο δρόμο με τις Φάμπρικες είδε 
τα παιδάκια να πει­νούνε, τους άντρες να μην έχουνε δουλειά, τις γυναίκες να 
’ναι απελπισμένες. Συμπόνεσε τη δυστυχία τούτη και για δυο χρόνια πλήρωνε 
δεξιά-ζερβά όσα χρωστούσανε στο φούρναρη και στον μπακάλη, τόσο που λίγο έλειψε 
κι η ίδια να χρεοκοπήσει. Τα κορίτσια της Ντόρας έχουνε κα­λή ανατροφή. Στο 
δρόμο, αποφεύγουνε να χαιρετούν τους άντρες κι αν είναι ακόμη ταχτικοί πελάτες 
του σπιτιού.

Προτού αναλάβει ο Άλφυ τα καθήκοντα του φύλακα, συνέβηκε στο «Εστιατόριο του 
Σημαιοφόρου» μια τραγω­δία που έκαμε όλο τον κόσμο να θλιφτεί. Ο Γουίλλιαμ, ο 
προκάτοχος του Άλφυ, ήτανε άνθρωπος μελαγχολικός και αποτραβηγμένος. Τη μέρα 
σαν δεν είχε δουλειά, βαριότα­νε να κάμει παρέα με τα κορίτσια. Στεκότανε στο 
παράθυ­ρο και κοίταζε τον Μακ με τα παιδιά, να κάθονται στο γήπεδο πάνω στις 
σωλήνες, τα πόδια κρεμασμένα μέσα στις μολόχες, να λιάζονται συζητώντας ήρεμα 
και φιλο­σοφικά πάνω σε ασήμαντα ζητήματα που είχανε γι’ αυτούς μεγάλο 
ενδιαφέρον. Τους έβλεπε να βγάζουν κάθε τόσο μια μπουκάλα γουίσκι Παλιοπάπουτσα 
του Τέννις, να σκουπίζουνε με το μανίκι το στόμα της μπουκάλας και να πίνουν 
διαδοχικά, ο ένας ύστερ’ απ’ τον άλλο. Ο Γουίλλιαμ λαχταρούσε να πάει κι 
εκείνος στην παρέα τους. Βγήκε μια μέρα και πήγε να καθίσει πλάι τους πάνω στη 
σω­λήνα. Μεμιάς σταμάτησε η κουβέντα κι έπεσε μία στενόχωρη βουβαμάρα. Ο 
Γουίλλιαμ σηκώθηκε σε λίγο, ξαναγύρισε στο «Εστιατόριο του Σημαιοφόρου» και 
είδε απ’ το παράθυρο πως ξανάρχισε η κουβέντα. Ένιωσε μια με­γάλη θλίψη, το 
μούτρο του σκοτείνιασε και κάτι αναδευό­ταν στο μυαλό του.

Την άλλη μέρα ξαναπήγε φέρνοντας μαζί του κι ένα μπου­κάλι γουίσκι. Ο Μακ και 
τα παιδιά ήπιανε το γουίσκι, δεν ήταν δα τόσο κουτοί να μην το πιουν, μα η μόνη 
κουβέντα που ανταλλάξανε ήτανε «στην υγειά σου», και «με το καλό».

Σε λίγο ξαναγύρισε ο Γουίλλιαμ στο «Εστιατόριο του Ση­μαιοφόρου», στάθηκε πάλι 
στο παράθυρο και άκουσε τον Μακ να λέει φωναχτά:

—  Δε μ’ αρέσουνε παρέες με ρουφιάνους.

Δεν ήθελε να πει πως ο Γουίλλιαμ ήτανε τέτοιος, εννοούσε μονάχα πως δεν του 
άρεσε η παρέα του.

Μα ο Γουίλλιαμ παρεξήγησε τα λόγια του και ράγισε η καρδιά του. Δεν τον 
καταδεχόντανε οι αλήτες, τον θεωρούσανε κοινωνικά πολύ κατώτερο τους. Ο 
Γουίλλιαμ εί­χε πάντα τη συνήθεια να κάνει τον έλεγχο του εαυτού του. Έβαλε το 
καπέλο του, βγήκε από το σπίτι και προχώρησε στην παραλία ως πέρ’ από το Φάρο. 
Στάθηκε στο μικρό περιποιημένο κοιμητήρι, εκεί που ακούγεται ακατάπαυτα ο 
αντίλαλος της θάλασσας. Μαύρες συλλογές αναδευόντανε μες στο μυαλό του 
Γουίλλιαμ. Κανένας δεν τον αγαπούσε. Κανένας δε νοιαζότανε γι’ αυτόν. Όσο κι αν 
λέει τον εαυτό του φύλακα, δεν ήτανε πραγματικά παρά ένας ρουφιάνος —ένας 
παλιορουφιάνος, ό,τι χειρότερο υπάρχει μες στον κόσμο. Έπειτα, σκέφτηκε πως κι 
αυτός είχε το δικαίωμα να ζήσει ευτυχισμένος όσο και κάθε άλλος άνθρωπος, ναι, 
το ’χε το δικαίωμα. Τον πήρε ο θυμός, γύρισε πίσω βιαστικά -μα ο θυμός του 
ξεθύμανε μεμιάς σαν έφτασε στο «Εστιατόριο του Σημαιοφόρου» κι ανέβηκε τη 
σκάλα. Είχε πλακώσει κιόλα το βραδάκι, μία ρομβία έπαιζε το «Ασημί Φεγγάρι» και 
ο Γουίλλιαμ θυμήθηκε πως ήταν το αγαπημένο τραγούδι της μοναδικής γυναίκας που 
του δόθηκε, που έπειτα τον παράτησε, παντρεύτηκε με κάποιον άλλο και χάθηκε απ’ 
τα μάτια του για πάντα. Το τραγούδι τον γέμισε θλίψη. Η Ντόρα καθότανε στο 
σαλόνι κι έπινε το τσάι της, όταν παρουσιάστηκε μπροστά της ο Γουίλλιαμ.

– Τι τρέχει; Μπας κι είσαι άρρωστος; τον ρώτησε.

– Όχι, της αποκρίθηκε. Τι ποσοστά έχω να παίρνω; Νιώθω σαρακιασμένος. Έτσι μου 
‘ρχεται να σκοτωθώ.

Η Ντόρα, στον καιρό της, έτυχε να γνωρίσει πολλούς νευρασθενικούς. Θεωρούσε πως 
είχε το καθήκον να τους βγάλει από το νου μια τέτοια ιδέα.

— Και δεν πας να κόψεις το λαιμό σου! του λέει στ’ αστεία. Μονάχα μη μ’ 
ανακατώνεις.

Σφίχτηκε η καρδιά του Γουίλλιαμ, τα μάτια του θολώ­σανε. Βγήκε με αργό βήμα, 
κατέβηκε στο χολ και χτύπη­σε στην πόρτα της Εύας Φλάνεγκαν. Η Εύα είχε κόκκινα 
μαλλιά, κάθε βδομάδα ξομολογιότανε και μεταλάβαινε. Ήτανε πολύ θρήσκα μα και 
πολύ μπεκρού. Όταν μπήκε ο Γουίλλιαμ, καθότανε κι έβαφε τα νύχια της, μα τα ‘χε 
κά­μει θάλασσα με το βερνίκι. Αυτός κατάλαβε πως ήτανε πιωμένη, ποτέ η Ντόρα 
δεν άφηνε να δουλέψει ένα κορίτσι που τα ’χε τραβηγμένα. Τα δάχτυλά της ήτανε 
βαμμένα ως τη μέση απ’ το βερνίκι. Δεν τα κατάφερνε και τα ‘βαλε με τον 
Γουίλλιαμ.

—  Τι θες εδώ; του λέει θυμωμένη.

Πήρε τον Γουίλλιαμ ο θυμός.

—  Θα σκοτωθώ! της λέει αγριεμένος.

Η Εύα έβαλε τις φωνές:

—  Μη! Μη! Δε θα το κάμεις! Είναι μεγάλη αμαρτία! Μη! Για το Θεό!— κι έπειτα 
λέει:— Τι παλιοκαμώματα είν’ αυτά! Θα γίνεις αφορμή να μας κουβαληθεί εδώ μέσα 
η αστυνομία, τώρα ίσια-ίσια που μου περισσεύουνε λίγα παραδάκια να γυρίσω στο 
Σαιντ Λούις! Μπάσταρδε! Τιποτένιε!

Είχε φύγει κιόλα ο Γουίλλιαμ κι εκείνη εξακολουθούσε να τον βρίζει.

Πήγε στην κουζίνα. Ήτανε βαριεστισμένος από τις γυ­ναίκες. Μα τούτος ο Γραικός 
εδώ, ο μάγερας, δεν πολυσκοτιζότανε για δαύτες. Φορούσε μια μακριά ποδιά, με τα 
μανίκια του ανασηκωμένα, και τηγάνιζε χοιρινές μπρι­ζόλες, γυρίζοντάς τες από 
τη μια κι από την άλλη μ’ ένα μυτερό σουβλί.

—  Γεια σου, Κιτς! του κάνει. Πώς τα πας;

Οι μπριζόλες τσιτσιρίζανε μες στο τηγάνι.

—  Κι εγώ δεν ξέρω, Λούη, αποκρίθηκε ο Γουίλλιαμ. Είναι φορές που συλλογιέμαι 
πως το καλύτερο που έχω να κάμω είναι τούτο —χραπ!— και πέρασε το δάχτυλό του 
πάνω στο λαρύγγι.

Ο Γραικός ακούμπησε το σουβλί πάνω στο τζάκι κι ανα­σκούμπωσε τα μανίκια του 
ακόμα πιο ψηλά:

—  Κιτς, θες να σου πω καθαρά τι σκέφτομαι; Σκέφτο­μαι πως όποιος μιλά γι’ 
αυτοκτονία, δεν το κάνει.

Ο Γουίλλιαμ άπλωσε το χέρι του και πήρε το σουβλί. Βύθισε τη ματιά του μέσα στα 
μαύρα μάτια του Γραικού και είδε πως δεν τον πίστευε και πως τον διασκεδάζανε 
τα λόγια του. Μα σιγά-σιγά τα μάτια του Γραικού θολώ­σανε και ανησυχήσαν. Ο 
Γουίλλιαμ είδε την αλλαγή, πως τώρα πίστευε ο Γραικός πως είναι άξιος να το 
κάμει, πως είναι αποφασισμένος να το κάμει. Και μόλις το ‘δε αυτό μέσα στα 
μάτια του Γραικού, κατάλαβε πως ήταν πια υπο­χρεωμένος να το κάμει. Τι θλιβερό 
να ’ναι υποχρεωμένος να κάμει μια χειρονομία που τώρα πια φαινόταν τόσο 
αταίριαστη! Σήκωσε το χέρι του που κρατούσε το σουβλί και χτυπήθηκε κατάστηθα. 
Τι εύκολα που τρυπήθηκε η καρδιά πέρα και πέρα!

Ο Γουίλλιαμ ήτανε ο προκάτοχος του Άλφρεντ. Όλοι τον αγαπούν τον Άλφρεντ. Όποτε 
του καπνίσει πάει και κάθεται με τον Μακ και τα παιδιά. Κι ακόμα πάει και τους 
βλέπει ως και στο Πάλας – Χάνι.

5

Αντίκρυ στο αδειανό γήπεδο βρισκότανε το Βιολογικό Εργαστήριο. Δεξιά του 
διαγώνια, του Λη Τσογκ το μαγαζί και στα ζερβά του, πάλι διαγώνια, το 
«Εστιατόριο του Ση­μαιοφόρου»— το σπίτι, δηλαδή, της Ντόρας. Το Βιολογι­κό 
Εργαστήριο έχει δοσοληψίες με κάτι πολύ όμορφες και περίεργες πραμάτειες. 
Πουλάει ζούδια θαλασσινά, σφουγ­γάρια, χιτωνωτά, ανεμωνοειδή, σταυρούς της 
θάλασσας, αρχάστερα, υμενάστερα, δίβολβα, γαστερόποδα, κοιλίντερα, σκουλήκια 
και κοχλίδια, φαντασμαγορικούς ονειροφάντες, ανθόζωα της θάλασσας, γυμνόκλωνα, 
τακτόκλωνα, νεροσκαντζόχοιρους νυχάτους και αγκαθωτούς, καβούρια, και 
παγούρους, ιππόκαμπους, στρείδια που ανοιγοκλείνουνε με κρότο, και κάτι άλλα 
τόσο διάφανα που μόλις ρίχνουν έναν ίσκιο. Το Βιολογικό Εργαστήριο πουλάει 
ακόμη και κοριούς, αράχνες και σαλίγκαρους, ποντίκια, κροταλίες, μέλισσες και 
ζουζούνια. Όλα τούτα είναι για πούλημα. Έχει ακόμα και αγέννητα ανθρωπάκια — 
έμβρυα δηλαδή — άλλα ολάκερα μέσα σε γυάλες κι άλ­λα κομμένα σε λεπτές φετούλες 
και μονταρισμένα σε τε­λάρο ανάμεσα σε δυο γυαλιά. Υπάρχουν εκεί μέσα και 
σκυ­λόψαρα για να σπουδάζουνε οι φοιτητές: το αίμα είναι στραγγιγμένο από τις 
αρτηρίες και τις φλέβες και αντικαταστάθηκε με κίτρινη και θαλασσιά μπογιά, 
έτσι που να μπορούν μ’ ένα σκαλπέλο να παρακολουθούνε την κυκλο­φορία. Βρίσκεις 
ακόμη και βατράχους και γατιά με χρωματισμένες φλέβες και αρτηρίες. Μπορείς να 
παραγγείλεις ό,τι ζωντανό υπάρχει μες στον κόσμο και να ’σαι βέ­βαιος πως θα 
σου το προμηθέψει το Βιολογικό Εργαστήριο.

Είν’ ένα χτίριο χαμηλό, με πρόσοψη πάνω στο δρόμο. Στο υπόγειο βρίσκεται η 
αποθήκη, ράφια και ράφια φορτωμένα με μπαλσαμωμένα ζώα. Κι ένα δωμάτιο γεμάτο 
εργαλεία που χρησιμεύουνε για το μπαλσάμωμα. Από την πίσω αυλή περνάς σ’ ένα 
μεγάλο υπόστεγο θεμελιωμένο πά­νω σε κολόνες μες στη θάλασσα, με θέα τον 
ωκεανό. Εδώ είναι αραδιασμένες οι δεξαμενές για τα μεγάλα ζώα, τα σκυλόψαρα, 
τις ρέτουλες και τα χταπόδια, το κάθε είδος χωριστά. Από το δρόμο ανεβαίνεις 
κατευθείαν στο γρα­φείο. Ένα τραπέζι με σωρούς φάκελα, χαρτιά, γράμματα που 
περιμένουνε απάντηση από καιρό. Σε μια γωνιά το χρη­ματοκιβώτιο με την πόρτα 
του ορθάνοιχτη. Κάποτε κλεί­στηκε το χρηματοκιβώτιο κατά λάθος και κανένας δεν 
ήξε­ρε το συνδυασμό της κλειδαριάς για να το ξανανοίξει. Το μόνο που είχε μέσα 
ήταν ένα κουτί σαρδέλες ανοιγμένο κι ένα κομμάτι ροκφόρ. Μα ώσπου να γράψουν 
στο εργο­στάσιο για το συνδυασμό και να λάβουν απάντηση χάλα­σε το ροκφόρ και 
οι σαρδέλες και σκυλοβρόμησε ο τόπος. Το περιστατικό αυτό έκανε το Δόκτορα να 
δίνει την ακό­λουθη συμβουλή σε όποιον είχε λόγο να εκδικηθεί μια Τρά­πεζα: — 
Νοίκιασε μια θυρίδα, κλείσε μέσα ένα φρέσκο σολωμό και ταξίδεψε μακριά για έξι 
μήνες… Το πάθημα, ωστόσο, του έγινε μάθημα και δεν ξανάβαλε τρόφιμα μέ­σα στο 
χρηματοκιβώτιο. Τα φυλάει τώρα μέσα στη βιβλιο­θήκη του γραφείου.

Σ’ ένα δωμάτιο πίσω από το γραφείο είναι το ενυδρείο με τα ζωντανά θαλασσινά, 
οι μπάγκοι της δουλειάς, τα μικροσκόπια, ντουλάπια με φάρμακα, γυαλιά για 
έρευνες εργαστηριακές, μικροί κινητήρες ντίζελ και χημικά πα­ρασκευάσματα. 
Διάφορες οσμές ξεχύνονται μέσ’ από το δωμάτιο —φορμαλίνη, ξερό χταπόδι, 
θαλασσινό νερό, μεντόλ, κιτρικό οξύ, φαινικό, μυρωδιές από στρατσόχαρτο, άχερα, 
σκοινιά, χλωροφόρμιο, αιθέρα, οξυγόνο από τους κινητήρες, λεπτή μυρωδιά χάλυβα 
κι από αιθέριο λάδι που χρησιμεύει για τα μικροσκόπια, οσμή λαδιού μπανάνας, 
καουτσούκ, μυρίζει ακόμα και παπούτσια, μάλλινες κάλτσες που στεγνώνουν— σε 
ανακατώνουνε η διαπεραστική οσμή του κροταλία και η απαίσια μπόχα που βγάζουν 
τα ποντίκια. Από την πίσω πόρτα τρυπώνουν κι άλλες μυρωδιές: με την άμπωτη 
μυρίζει κατακάθι από σάπια φύκια και βυθό της θάλασσας, με την παλίρροια το 
αλάτι και ο αφρός.

Το γραφείο συγκοινωνεί αριστερά με τη βιβλιοθήκη. Οι τοίχοι τρόγυρα όλο 
ντουλάπια, ψηλά ως το ταβάνι, γεμάτα με λογής λογής βιβλία, λεξικά, 
εγκυκλοπαίδειες, ποιήματα, έργα θεατρικά. Κοντά στον τοίχο ένας μεγάλος 
φωνογράφος, και πλάι του χιλιάδες δίσκοι αραδιασμένοι. Μπρος στο παράθυρο ένα 
κόκκινο ντιβάνι, στους τοίχους και πάνω στα ντουλάπια διάφορες λιθογραφίες από 
έργα του Ντωμιέ, του Γκράχαμ, του Τιτσιάνο, του Ντα Βίντσι και του Πικασό, του 
Ντάλι και του Γκρος, καρφιτσωμένες στο ύψος του ματιού για να μπορεί να τις 
κοιτάζει όποιος το ‘χει όρεξη. Μες στο μικρό αυτό δωμάτιο υπάρχουν μπάγκοι και 
καρέκλες και, βέβαια, το κρεβάτι. Πέφτει αρκετά στε­νόχωρο το δωμάτιο, μα έτυχε 
ωστόσο να χωρέσει πάνω από σαράντα καλεσμένους.

Πίσω από τούτο το δωμάτιο (πες το βιβλιοθήκη, αίθου­σα μουσικής, κρεβατοκάμαρα 
ή ό,τι άλλο σου κατέβει) βρίσκεται μια στενόμακρη κουζίνα. Έχει γκάζι, ένα 
κα­ζάνι για νερό κι ένα μεγάλο νεροχύτη. Όπως είπαμε, διά­φορα τρόφιμα είναι 
φυλαγμένα στα ντουλάπια του γρα­φείου. Για την κουζίνα έχουν απομείνει τα 
πιατικά, το λί­πος και τα λαχανικά, όλα μέσα σε βιβλιοθήκες με τζαμέ­νιες 
πόρτες. Όχι από καπρίτσιο. Έτσι έτυχε. Από το τα­βάνι της κουζίνας κρέμουνται 
χοιρομέρια, σαλάμια και ξε­ρά χταπόδια. Πίσω από την κουζίνα είναι η τουαλέτα 
και το μπάνιο. Μια σωλήνα έσταζε πέντε ολάκερα χρόνια, ώσπου βρέθηκε κάποιος 
γνωστικός και βούλωσε την τρύ­πα μ’ ένα κομμάτι μαστίχα μασημένη.

Ο Δόκτορας είναι ιδιοκτήτης και διευθυντής του Βιολογικού Εργαστηρίου. Μάλλον 
κοντός, μα ξεγελάει το ανάστημά του γιατί έχει ατσαλένια μπράτσα και σαν τον 
πά­ρει ο θυμός δε χωρατεύει. Άφησε γενάκι, το πρόσωπό του παίρνει μια έκφραση 
Χριστού και σατύρου μαζί, μα φανε­ρώνει μεγάλη ειλικρίνεια. Λένε πως βοήθησε 
πολλά κορίτσια που βρεθήκανε σε δύσκολη περίσταση. Έχει χέρια χειρούργου, 
ψυχραιμία και καλή καρδιά. Τα σκυλιά του δρόμου τον κοιτάζουνε στα μάτια και 
του χαμογελούνε. Στην ανάγκη μπορεί να σκοτώσει ό,τι και να ’ναι, μα δεν 
αγγίζει ούτε μια τρίχα για γούστο ή από κέφι. Μόνο που έχει μια μανία: φοβάται 
μη βραχούνε τα μαλλιά του, κι έτσι, χειμώνα-καλοκαίρι, φορεί ένα καπέλο από 
αδιάβροχο. Μπορεί να μπει μες στο νερό ως το λαιμό αλλά τον πιάνει πανικός κι 
αν πέσει μόνο μια σταγόνα πάνω στο κεφάλι του.

Ο Δόκτορας ήταν ένα στοιχείο απαραίτητο στο Δρόμο με τις Φάμπρικες —κι ο ίδιος 
ακόμη αγνοούσε ως ποιο σημείο είχε καταντήσει απαραίτητος. Φιλοσοφία, 
επιστή­μη, τέχνη, όλα πηγάζουνε από κείνον. Τα κορίτσια της Ντά­ρας 
πρωτακούσανε στο Βιολογικό Εργαστήριο μουσική βυζαντινή και άσμα Γρηγοριανό. 
Διάβαζε στον Λη Τσογκ τη φιλοσοφία του Λι Πω σε αγγλική μετάφραση. Ο Ανρί ο 
ζωγράφος πρωτάκουσε από το στόμα του τη Βίβλο των Κεκοιμημένων και τόσο 
συγκινήθηκε που αποφάσισε ν’ αλλάξει τη μανιέρα του. Ο Ανρί συνήθιζε να 
ζωγραφίζει με κόλλα, με σιδεροσκουριά και με φτερά του κόκορα, μα, όπως είπαμε, 
άλλαξε από τότε τη μανιέρα του και άρχισε να ζωγραφίζει αποκλειστικά με 
καρυδόφλουδα. Ο Δόκτορας άκουγε υπομονετικά όλες τις ανοησίες του κόσμου και 
κατάφερνε στο τέλος να τις μετουσιώνει σ’ ένα είδος γνώ­σης και σοφίας. Το νου 
του δεν τον έκλειναν ορίζοντες και η συμπάθειά του για τους άλλους ήταν 
απεριόριστη και ακέρια. Μιλούσε στα παιδιά για πράματα πολύ σπουδαία και βαθιά 
ώστε να μπορούν να τον καταλάβουν. Ζούσε μέσα σ’ έναν κόσμο θαυμαστό και 
ονειρεμένο. Ήταν φιλήδονος σαν κούνελος, μαριόλος σαν το διάβολο. Όλος ο ι 
κόσμος του χρωστούσε κάποια υποχρέωση. Και όποιος τον έβαζε στο νου του, 
σκεφτότανε αμέσως: — Αλήθεια, κάτι πρέπει να κάνω για το Δόκτορα.

https://sarantakos.wordpress.com/2020/11/22/canneryrow/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση