Ένας αγνοημένος φιλέλληνας σε μια σημαδιακή μέρα
Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 21 Απριλίου, 2013

      i Rate This


Μέρα που είναι, 46 χρόνια από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, σκέφτηκα να 
βάλω ένα διήγημα σχετικό με την πρώτη μέρα της δικτατορίας. Είχα κατά νου ένα 
αφήγημα του Γιώργου Ιωάννου, δεν θυμάμαι τον τίτλο, όπου εμφανίζεται ο 
μυστηριώδης "Πρόεδρος Ταμέλης" που υποτίθεται πως υπέγραφε τα πρώτα διαγγέλματα 
της χούντας (στην πραγματικότητα, ο εκφωνητής έλεγε στο τέλος: Ο Πρόεδρος, Τα 
μέλη). Αργά όμως συνειδητοποίησα ότι δεν το έχω, οπότε το αφήνω για μιαν άλλη 
χρονιά. Την πρώτη μέρα της χούντας την περιγράφει και το Ψαράκι της γυάλας, του 
Μάριου Χάκκα, που όμως είναι πασίγνωστο, αφού έχει μπει και στα κείμενα 
λογοτεχνίας του Λυκείου, για τον ημιπαροπλισμένο αριστερό που περιφέρεται με 
μια φραντζόλα στο χέρι (παραλλακτική αξία) στην πόλη, μάταια αναζητώντας 
ενδείξεις εξέγερσης των άλλων, ώσπου τελικά γυρίζει σπίτι δικαιολογούμενος ότι 
πρέπει να αλλάξει νερό στο ψαράκι που έχει στη γυάλα. Το διήγημα υπάρχει εδώ, 
αλλά όπως είπα είναι πασίγνωστο, οπότε σκέφτηκα ένα άλλο του Χάκκα, που όμως 
δεν αναφέρεται στην εποχή της χούντας αλλά πιο πριν, στην καραμανλική οχταετία, 
και σε έναν αγνοημένο φιλέλληνα.

Πριν όμως βάλω το διήγημα, μέρα που είναι, θέλω να αναφερθώ σε ένα αδιανόητο, ή 
έτσι θα έπρεπε να είναι, περιστατικό. Στο χτεσινό φύλλο του Εθνικού Κήρυκα, της 
μεγαλύτερης ομογενειακής εφημερίδας των ΗΠΑ, που κοντεύει να κλείσει έναν αιώνα 
ζωής, στην 11η σελίδα δημοσιεύτηκε μια κατάπτυστη "διαφημιστική καταχώρηση", 
μια φωτοσοπιά που εμφανίζει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στο μπαλκόνι μιας 
κατάμεστης από λαό πλατείας να χαιρετάει τα πλήθη, λες και τόλμησε ποτέ ο 
δικτάτορας να κάνει ελεύθερες συγκεντρώσεις. Υπάρχει και κείμενο, που 
τιτλοφορείται "Ζήτω η 21η Απριλίου 1967, ενώ διαγώνια στη φωτογραφία, σαν μαύρο 
περιβραχιόνιο, εμφανίζεται η λέξη "δικαιώθηκε". Όλη η σελίδα, εδώ. Βέβαια, σε 
δημοσκόπηση της Ελευθεροτυπίας, το 30% όσων ρωτήθηκαν απαντούν ότι επί Χούντας 
τα πράγματα ήταν καλύτερα. 

Μάριος Χάκκας - Ένας αγνοημένος φιλέλληνας
(Από τη συλλογή Τυφεκιοφόρος του εχθρού, με μετατροπή σε μονοτονικό και 
υποτυπώδη εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας).

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, ήταν ένας απλός ταγματάρχης. Περιοδεύοντας από τάγμα σε 
τάγμα, τον παραστέκανε δυο νεαροί λοχαγοί, πλαισιωμένοι κι αυτοί, δεξιά από τον 
κάθε φορά αλφαδύο αξιωματικό της μονάδας, αριστερά από το βοηθό υπαξιωματικό 
του ίδιου γραφείου. Και οι πέντε μαζί αποτελούσαν την επιτροπή ηθικής αγωγής, 
ένα ανώτερο δικαστήριο ψυχών, πενταμελές εφετείο με κατασταλαγμένες απόψεις, 
τελεσίδικες σκέψεις για το τι είναι εθνικώς επιζήμιο.


Για αίθουσα δικαστηρίου χρησίμευε το καψιμί, ένα λαμαρινένιο τούνελ που 
ανεμπόδιστα το διαπερνούσε ο βαρδάρης, απ΄ όλες τις μπάντες, συμβάλλοντας σ΄ 
εκείνη την παγωμένη ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε τέτοιους επίσημους χώρους. Στην 
απαιτούμενη επισημότητα συνέτεινε και η γύμνια του καψιμί. Όλα τα ψυχαγωγικά 
όργανα, τράπουλες ξεμερντισμένα ποδοσφαιράκια και τάβλι, είχαν εξαφανιστεί μαζί 
με τα λιγοστά τραπεζάκια και τις σαραβαλιασμένες καρέκλες, αφήνοντας ελεύθερο 
χώρο για μια διμοιρία εφ΄ ενός ζυγού. - «Κλίνατ΄-επί-δεξιάααα» - πρόσωπο προς 
το πιτσικαρισμένο πιγκ πογκ, όπου ήταν η έδρα της επιτροπής ηθικής αγωγής μ΄ 
απλωμένα όλα τα σχετικά έγγραφά της.

― «Ημι-ανάπαυση», κι οι φαντάροι βλέποντας κατευθείαν εμπρός πάνω στα τσίγκια, 
ακριβώς πίσω από του ταγματάρχη την πλάτη, ξεχώριζαν κρεμασμένη μια ζωγραφιά, 
κάτι σαν εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη, ένα παράξενο κατακόκκινο τέρας με πολλές 
κεφαλές, κι άλλους τόσους πλοκάμους, ανάμεσα χταπόδι και φίδι. Ένας στρατιώτης 
με επίσημη σιδερωμένη στολή, στρογγυλά ροδοκόκκινα μάγουλα και τρισευτυχισμένο 
γελάκι, λόγχιζε το απαίσιο τέρας. Κι από κάτω ένα σύνθημα: «Χτυπάτε τον 
κομμουνισμό, όπου τον βρείτε».

Η επιτροπή είχε κάνει συστηματικά τη δουλειά της. Έγκαιρα είχε στείλει τις 
ερωτοαποκρίσεις για να γίνει διδασκαλία μέσα στις μονάδες. Το ερωτηματολόγιο 
ήταν απλό και οι απαντήσεις απλούστερες, τις περισσότερες φορές μόνο μία λέξη. 
Παραδείγματος χάριν: Κεφάλαιο πρώτο: Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Ερώτηση πρώτη: 
Ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος ο Μέγας Αλέξανδρος; Και δίπλα η απάντηση: Έλληνας.

Ένα μήνα πιο πριν όλα τα θεωρητικά μαθήματα (τι είναι στρατός, τι πειθαρχία, 
εκμάθηση προσοχής, εκμάθηση όρκου) σταμάτησαν και στη θέση τους μπήκε το 
ερωτηματολόγιο ηθικής αγωγής, έτσι που να ξεσκονιστεί και να μπορεί ο κάθε 
στρατιώτης ν΄ απαντήσει σωστά.

― Προσέξτε, έλεγε ο δόκιμος της διμοιρίας ημιονηγών. Έχει σημασία. Όποιος 
ερωτηθεί ν΄ απαντήσει με μια μόνο λέξη. «Έλληνας ή Βούλγαρος;», η απάντηση 
«Έλληνας», έχει σημασία. Αν πάλι η ερώτηση γίνει ανάποδα, πράγμα κάπως 
αδύνατον, «Βούλγαρος ή Έλληνας;», εσείς δε θα πείτε το πρώτο. Έχει σημασία. Θα 
πείτε το δεύτερο: «Έλληνας». Προσέξτε, αν κάνετε λάθος, τότε θα 
κακοβαθμολογήσουν το τάγμα, ο διοικητής θα κατσαδιάσει το λοχαγό και κείνος 
πάλι θα ξεσπάσει επάνω σας. Έχει σημασία. Θα σας κόψει τις άδειες. Ξέρετε πόσο 
καλός είναι ο λοχαγός. Αλλά αν κάποιος ημιονηγός τον εκθέσει με μια λαθεμένη 
απάντηση, τότε όλα στη διμοιρία θ΄ αλλάξουνε. Θα σας φλομώσει στο πειθαρχείο, 
κακόμοιρα.

― Προσέξτε. Κεφάλαιο τέταρτο. Θεωρητικός τομέας. Ερώτηση πρώτη: «Ποιοι είναι οι 
σύμμαχοι των Βουλγάρων;» Απάντηση: «Οι κομμουνισταί». Εδώ, αν κάποιος κομπιάσει 
ή ξεχάσει, να πεταχτεί κάποιος άλλος αμέσως. Κι εκείνος που θα κομπιάσει, 
ακούγοντάς το από τον άλλο, να το επαναλάβει αμέσως. Έχει σημασία. Εξηγούμεθα, 
για να μην παρεξηγούμεθα· έτσι;

Όσο κι αν για το δόκιμο το «έχει σημασία» ήταν ένα είδος λάιτ μοτίβ για να 
γλιστράει η κουβέντα του, για τον Πολυχρόνη είχε την εννοιολογική σημασία του. 
Καταλάβαινε πως αφού εδώ κι ένα μήνα δίνονταν συνεχώς εξηγήσεις, δε θα ήταν 
εύκολο να γλιτώσει τις παρεξηγήσεις όταν θα ΄ρχονταν η κρίσιμη ώρα, αυτός ο 
Πολυχρόνης που ήταν τρίτης κατηγορίας στρατιώτης, μουλαράς λόγω πολιτικών 
φρονημάτων κι όχι λόγω πολιτικού επαγγέλματος.

Το πρωί της κρίσιμης μέρας πάσχισε να μπει σταβλοφύλακας, αλλά εκείνος που 
φύλαγε νούμερο ούτε με μια κούτα τσιγάρα δεν άλλαζε την κοπριά με το καψό της 
μονάδας.

― Δεν τρέχει τίποτα μάγκα, του είπε κι έκλεισε με σημασία το μάτι.

Πήγε για θαλαμοφύλακας. Κι εκεί συνάντησε άρνηση. Είπε να πλύνει τ΄ 
αποχωρητήρια. Πρόλαβαν άλλοι. Συνεργείο από πέντε φαντάρους ασβέστωνε μέσα κι 
έξω τα πάντα.

― Στρίβε, κάποιος του είπε· είμαστε πολλοί εδώ. Έπρεπε το πρωί να βγει στο 
γιατρό. Ίσως να την σκαπούλερνε. Απογοητευμένος μπήκε στη γραμμή και ξεκίνησε.

― «Τα ρόδα», πρόσταξε ο δόκιμος. Άρχισαν παράφωνα όλοι μαζί:

Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα
της άνοιξης καμάρι
χάνουν την ομορφάδα τους
στη σκλαβωμένη γη.

Κι έτσι γραμμή μπήκαν στο καψιμί κάνοντας ένα ημικύκλιο φάτσα στην επιτροπή 
μπροστά στο πιγκ πογκ.

Προαισθάνθηκε ότι αυτή τη φορά δεν τη γλίτωνε. Κι ήταν η σειρά του στη διμοιρία 
να πάρει την άδεια. Μόλις γυρίζαν οι άλλοι, θα έβγαινε στην αναφορά να ζητήσει 
κανονική εικοσαήμερη άδεια, αυτή την άδεια που σκεφτότανε μόλις πάτησε στο 
στρατώνα το πόδι του, αυτή που ονειρευόταν στο κρεβάτι το βράδυ, στη σκοπιά και 
στο στάβλο 2-4 νούμερο.

«Τώρα βρήκαν να ΄ρθούνε. Θα με κουρελιάσουν, οι πούστηδες», σκέφτηκε. Έπειτα 
τού ΄ρθε θαμπά η φιγούρα του αδερφού του πίσω απ΄ τα σίδερα, όπως τον είδε την 
τελευταία φορά στο επισκεπτήριο πριν φύγει φαντάρος. «Θα με κάνουν ρεζίλι, οι 
κερατάδες», ξανασκέφτηκε έντονα. «Δεν πρέπει να πω ό,τι διατάζουν αυτοί. Αλλά 
πάλι να χάσω την άδεια. Είκοσι μέρες μακριά από την κοπριά και το στάβλο».

Ένιωσε στα πόδια του μια τρεμούλα ασταμάτητη καθώς ξεχώρισε το χέρι του 
ταγματάρχη να δείχνει προς τα δική του κατεύθυνση.

― Εσύ, είπε κι έδειχνε το διπλανό του. Ποιοι είναι οι σύμμαχοι των Βουλγάρων;

― «Τι στο διάβολο τρέμουν τα πόδια μου; Με λυμένα τα γόνατα πώς να σταθώ; 
Πρέπει να σταματήσει αυτή η τρεμούλα. Θα το καταλάβουν και θα πέσουν επάνω μου 
σαν τα κοράκια. Πώς να δείχνει η όψη μου;»

― Έλληνας ή Βούλγαρος; Από πολύ μακριά άκουσε τη φωνή. Από βαθιά, σα μέσα στον 
ύπνο του, ήρθε η απόκριση:

― Έλληνας!

Ένα κύμα τρεμούλας ανέβαινε πόντο πόντο το στήθος του. Για μια στιγμή ένιωσε να 
φουντώνει ως το λαιμό του. Αστραπιαία μυρμήγκιασε η πλάτη του.

― Έλληνας, μόλις σαν ψίθυρος άκουσε νά ΄ρχεται από το βάθος της αίθουσας πάλι.

― «Να μην πέσω, να μη σωριαστώ τουλάχιστον μπρος στα πόδια τους πριν καν μου 
υποβάλουν ερώτηση».

Το καψιμί έφερνε βόλτα μπροστά του. Ο ίδιος ένα σκουπίδι που το σήκωνε ξαφνικά 
ο Βαρδάρης και το πηγαινόφερνε σε όλο το τωλ. Ένα μπαλάκι πιγκ πογκ που το 
χτυπάνε από τη μια μπάντα στην άλλη που το σφεντονίζουν στέλνοντας πάσα πριν 
προλάβει να πέσει.

Είπε να στυλώσει κάπου το βλέμμα, να κρατηθεί από κάπου, κάτι στέρεο, τις 
λαμαρίνες, τα τσίγκια, κι έπεσε η ματιά του στην εικόνα απέναντι, στο φαντάρο 
που λόγχιζε, στο φαντάρο που θέριευε με προτεταμένη τη λόγχη κατευθείαν το 
στήθος του, μ΄ εκείνο το μικρό ύπουλο γέλιο του, που φάρδαινε ολοένα σε 
ακράτητο σαρδόνιο γέλιο κι ακούγονταν τώρα να σέρνεται πνιχτά μέσα στο τωλ.

― Λέγε, λοιπόν, άκουσε καθαρά τη φωνή του ταγματάρχη κι είδε το χέρι του 
στραμμένο επάνω του να τον δείχνει εκεί περίπου στο στήθος.

Ένα χάχανο ξεκινούσε μέσα στο τωλ.

― Εσύ, εσύ, δεν ακούς τόσην ώρα; Μαρμάρωσες;

― Έλληνας, είπε με κόπο, χωρίς να σκεφθεί.

Τα χάχανα αξιωματικών και φαντάρων ξεσπάσανε σ΄ επίμονο γέλιο.

― Μήπως θέλεις να πεις φιλέλληνας, παιδί μου; ρώτησε καλοσυνάτα ο ταγματάρχης.

― Έλληνας, Έλληνας, επέμενε ο Πολυχρόνης στην τύχη.

― Μα ο Χίτλερ δεν ήταν Έλληνας, είπε διδακτικά ο ταγματάρχης. Ετίμησε βέβαια 
τον Ελληνικό στρατό στο πρόσωπο των αξιωματικών του, αφήνοντάς τους να κατέβουν 
από το μέτωπο στα σπίτια τους με τον ατομικό οπλισμό τους. Αλλά αυτό δε 
σημαίνει πως ήταν Έλληνας· ίσως φιλέλληνας.

― Έλληνας, ξαναφώναξε ο Πολυχρόνης με πείσμα. ΕΛ - ΛΗ - ΝΑΣ, ξεσπώντας, μ΄ ένα 
γέλιο ακράτητο, ενώ στο τωλ απλωνόταν τώρα παγερή σιωπή. Έλληνας, βροντοφώναξε, 
χωρίς να νοιάζεται πως είναι φαντάρος, ούτε πως βρίσκεται μπροστά στην επιτροπή 
ηθικής αγωγής, στο διοικητή που θα του έδινε άδεια, στο λοχαγό του που έτριζε 
τα δόντια, μπροστά στον αξιωματικό αλφαδύο, που έσφιχνε νευρικά τις γροθιές του.

― Έλληνας! ξαναούρλιαξε. Ήμουνα παιδί τότε. Θυμάμαι τον αδερφό μου πρησμένο.

― Σταματήστε τον, διέταξε ο ταγματάρχης.

― Τρώγαμε κάθε βράδυ ένα φλυτζάνι σταφίδα και κοιμόμασταν.

― Σταματήστε τον, βγάλτε τον έξω, βρυχήθηκε ο ταγματάρχης.

Δυο αλφαμίτες χύθηκαν πάνω του και τον τραβούσανε καροτσάκι στην έξοδο. Ο 
Πολυχρόνης σέρνονταν πάνω στο τσιμέντο και φώναζε:

― Τη μέρα τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Κουκουτσάλευρο, χαρουπάλευρο, θαλασσοβρεγμένο. 
Τριάντα δράμια μπομπότα μέρα παρά μέρα, μισή μέρα ουρά κι ένα τάγμα ψείρες.

Έφαγε μια γερή στ΄ αχαμνά του και τού ΄ρθε ζαλάδα. Έπειτα μια σπρωξιά και 
βρέθηκε ο μισός έξω απ΄ την πόρτα. Έγειρε το κεφάλι και θολά είδε τον 
ταγματάρχη. Πρόλαβε και του πέταξε πριν κλείσει η πόρτα:

― Έλληνας σαν και σας, όχι φιλέλληνας.-

About these ads 
Περαιτέρω:EmailFacebook1Twitter2Like this:Like Φόρτωση...
Αυτή η καταχώριση έγινε στις 21 Απριλίου, 2013 στις 08:51 and is filed under 
Διηγήματα, Δικτατορία 1967-74
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net

παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
__________
Για καλή Ελληνική και ξένη μουσική, Θεατρικά έργα από το ελληνικό και παγκόσμιο 
ρεπερτόριο επισκεφθείτε το
http://www.isobitis.com
Φιλοξενείται δωρεάν από τον server της orasi mailing list
http://www.hostvis.net

______________

Απαντηση