ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΧΑΡΙΔΗ «ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ: ΜΙΑ 
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΉ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ «ΟΡΑΣΗΣ» (μέρος 10ο)

    

  Η φυσικοποίηση της ακοής ως «φυσικής» και «άμεσης» αίσθησης 

Η διαμεσολαβημένη από οπτικές συμβάσεις ηχητικότητα του smart eyes δεν εξαντλεί 
σε καμία περίπτωση το μεγάλο εύρος της ακουστικής εμπειρίας των τυφλών ατόμων. 
Αποκαλύπτει, όμως, κάποιες από τις πολιτισμικές και πολιτικές διεργασίες που 
κάνουν το ευρύτερο ηχητικό περιβάλλον να «σιγήσει». Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι 
οι λεπτομέρειες των απροσδιόριστων ή συγκεκριμένων, ζωντανών ή ηχογραφημένων, 
ήχων, φωνών, ομιλιών, λεκτικών περιγραφών, κ.λπ., που άλλοτε αναζητά επισταμένα 
και άλλοτε συλλαμβάνει τυχαία η προσοχή των τυφλών ατόμων, παύουν να 
ακούγονται, αλλά ότι οι πολλαπλές αξιολογήσεις και ταξινομήσεις που 
συντελούνται στο επίπεδο της ακοής παρακάμπτονται ως μη έγκυρες μπροστά στην 
πολιτισμικά  εγκαθιδρυμένη ισχύ της όρασης ως του πιο αξιόπιστου μέσου 
πρόσβασης στη γνώση και την αλήθεια - μπροστά σε μία κατασκευή, δηλαδή, την 
οποία αναπαράγουν τόσο το smart eyes όσο και οι διάφορες τεχνολογίες που 
βασίζονται σε μία παρόμοια λογική μετατροπής των οπτικών λεπτομεριών του χώρου 
σε ηλεκτρονική ομιλία.  Υπό το πρίσμα μίας τέτοιας οπτικοκεντρικής αποσύνδεσης 
της ακοής από την «έγκυρη» αντίληψη της πραγματικότητας μπορεί να ερμηνευθεί 
και η παράκαμψη του Ανδρέα ως μάρτυρα ενός περιστατικού ληστείας στο οποίο 
έτυχε να παρευρεθεί. Όπως αφηγείται ο ίδιος:
  
Είχα πάει στο [ταχυδρομικό] ταμιευτήριο σήμερα το πρωί και άκου τι έπαθα! Βγάζω 
χαρτάκι προτεραιότητας και περιμένω τη σειρά μου. Πριν από εμένα βρισκόταν 
κάποιος άλλος. Και πριν από εκείνον κάποιος ακόμη. Αυτός ο τελευταίος - που 
φορούσε καπέλο και γυαλιά, όπως μου είπαν αργότερα - με προσπέρασε και φώναξε 
«ληστεία!». Τρόμαξα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Δεν μπορούσα να ελέγξω και τι 
γίνεται. Ενώ η πόρτα ήταν ακριβώς από πίσω μου και θα μπορούσα να κάνω ένα τσακ 
και να φύγω, δεν μπορούσα να ξέρω σε τι φάση βρισκόταν ο ληστής. Αν είχε 
στραμμένο το όπλο του προς το μέρος μου; [.] Μας ενημέρωσαν αργότερα ότι τον 
έπιασαν, αλλά μπορεί και να το είπαν έτσι για να μας ηρεμήσουν. Ήρθαν να πάρουν 
και καταθέσεις. Από εμένα, όμως, δεν πήραν, αν και υπάρχει νόμιμα ακουστική 
μαρτυρία. Καλύτερα, όμως. Πού να τρέχω τώρα. 

Ο ρόλος των κρατικών θεσμών στον εκτοπισμό της τυφλότητας από τη σφαίρα του 
κοινωνικά διανοητού και αναγνωρίσιμου έχει ήδη συζητηθεί στα προηγούμενα 
κεφάλαια αναφορικά με την ιατρική αξιολόγηση και πιστοποίηση του «πραγματικού» 
βαθμού τύφλωσης των οπτικά αναπήρων, ώστε να τους καταβληθεί το ανάλογο 
προνοιακό επίδομα και να τους εκχωρηθεί το δικαίωμα στη χρήση των λοιπών 
προβλεπόμενων οικονομικών ελαφρύνσεων και εξαιρέσεων. Μία από τις παραμέτρους 
που υπογραμμίστηκε σχετικά ήταν η τάση του κράτους πρόνοιας - όπως εκφράζεται 
μέσω των αρμόδιων επιτροπών εξέτασης - να εκτείνει την εξουσία του βλέμματός 
του πέρα από το επίπεδο του νόμου και της γραφειοκρατίας, για να εστιάσει σε 
ό,τι νοείται ως ορατό και αδιαμφισβήτητο σημείο της τυφλότητας (όπως  η χρήση 
του λευκού μπαστουνιού) και να κατασκευάσει την οπτική βλάβη ως μία 
αδιαφοροποίητη μεταξύ των τυφλών ατόμων εμπειρία απόλυτης οπτικής έλλειψης. 
Επισημάνθηκε, έτσι, ότι η αμφισβήτηση ενός εξεταζόμενου ατόμου ως «νόμιμα» 
τυφλού, και ο αποκλεισμός του από τα μέτρα της ισχύουσας προνοιακής πολιτικής 
που συνεπάγεται μία τέτοια απόφαση, δε συνάγεται αποκλειστικά από τις ρυθμίσεις 
και τις προβλέψεις των νομικών διατάξεων, αλλά στοιχειοθετείται σε μεγάλο βαθμό 
βάσει του ότι το σώμα, οι χειρονομίες και ο τρόπος ενεργοποίησης των αισθήσεών 
του οπτικοποιούν το είδος της πάθησής του ως αποκλίνον από τη στερεοτυπική 
ταύτιση της τύφλωσης με το απόλυτο σκοτάδι - και, άρα, την αδυναμία αντίληψης. 
Σε σχέση με την εξουσία του κρατικού βλέμματος να κανονικοποιεί και να 
αποκλείει την τυφλότητα στο επίπεδο του σώματος και των αισθήσεων χρειάζεται να 
ιδωθεί και η παράτυπη απόφαση των αστυνομικών αρχών να παρακάμψουν την παρουσία 
του Ανδρέα ως «αυτήκοου» μάρτυρα, ως κάποιου, δηλαδή, που είναι ικανός και, 
επιπλέον, δικαιούται δια του νόμου να καταθέσει όσα αντιλήφθηκε να συμβαίνουν 
μέσω της ακοής. Το ζήτημα που τίθεται, τότε, δεν έγκειται στο ότι ο νόμος 
παραβλέπεται από τα ίδια τα όργανα που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του, αλλά 
στο ότι η «εξαίρεση» του Ανδρέα από το τυπικό της συλλογής πληροφοριών μέσω 
προφορικών καταθέσεων καθίσταται δυνατή εξαιτίας των βαθιά ριζωμένων 
οπτικοκεντρικών εννοιολογήσεων της αντίληψης, που αναγνωρίζουν μεγαλύτερη 
εγκυρότητα στα όσα θα υποστήριζε ότι παρατήρησε ένας «αυτόπτης» μάρτυρας. Αν, 
συνεπώς, η πολιτισμική απαξίωση της ακοής ως μέσου δόμησης και νοηματοδότησης 
της γύρω πραγματικότητας συνιστά έναν από τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που 
υφίστανται τα τυφλά άτομα και μία από τις μορφές εκδήλωσης των πολλαπλών 
σχέσεων εξουσίας στις οποίες εμπλέκονται λόγω της απούσας ή ελλιπούς όρασής 
τους,   το ερώτημα που τίθεται αφορά στους τρόπους με τους οποίους οι παραδοχές 
του σύγχρονου οπτικοκεντρισμού διαμεσολαβούν τη βίωση των περιβαλλόντων ήχων 
και τη συγκρότηση της ακουστικής εμπειρίας τους. Οι αναστοχαστικές σκέψεις του 
θρησκειολόγου John Hull για τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ οπτικής και 
ακουστικής αντίληψης, που άρχισε να παρατηρεί πλησιάζοντας προς την ολική 
απώλεια όρασης, διαμορφώνουν το πλαίσιο όπου μπορεί να τοποθετηθεί προσωρινά η 
συγκεκριμένη διερεύνηση και να αρθρωθούν κάποιοι πρώτοι προβληματισμοί:   

[.] Ενώ ο [ακουστικός] κόσμος που με χαιρετά με αυτόν τον τρόπο [μέσω των ήχων 
του] είναι ενεργός, εγώ είμαι παθητικός. Δεν μπορώ να σταματήσω αυτά τα 
ερεθίσματα από το να με κατακλύζουν. Απλά κάθομαι εκεί. Τα πλάσματα που 
εκπέμπουν τον θόρυβο πρέπει να εμπλακούν σε κάποια δραστηριότητα [.] Πρέπει να 
πάρουν την πρωτοβουλία να μου ανακοινώσουν την παρουσία τους. Από τη δική μου 
πλευρά, δεν έχω καμία δύναμη να τα εξερευνήσω. Δεν μπορώ να εισχωρήσω σε αυτά, 
ούτε να τα ανακαλύψω χωρίς τη δική τους ενεργή συνεργασία. Πρέπει να αρθρώσουν 
τη φωνή τους, τον ήχο τους. Είναι επομένως ένας κόσμος που έρχεται σε μένα [.]. 
Η σποραδική φύση του ακουστικού κόσμου είναι ένα από τα πιο έντονα 
χαρακτηριστικά του. Αντίθετα, ο αντιληπτός (perceived) κόσμος είναι σταθερός 
και συνεχής. Ο θεατός κόσμος δεν μπορεί να ξεφύγει από τα μάτια σου [.] 
Να κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ακουστικού κόσμου: παραμένει ο ίδιος σε 
όποια κατεύθυνση κι αν γυρίσω το κεφάλι μου. Αυτό δεν ισχύει για τον προς 
αντίληψη (perceptible) κόσμο. Αλλάζει καθώς γυρίζω το κεφάλι μου. Νέα πράγματα 
έρχονται προς θέαση [.] ο ακουστικός κόσμος είναι κατά κύριο λόγο ανεξάρτητος 
από την κίνησή μου. Αυτό αυξάνει την αίσθηση της παθητικότητας [.] (2001: 
73-4).  

Οι παρατηρήσεις αυτές ως προς την παθητικότητα της ακοής και την ενεργητικότητα 
της όρασης, την ασυνέχεια των ήχων και τη σταθερότητα των ορατών αντικειμένων, 
την ομοιογένεια του ακουστικού και την πολυπρισματικότητα του οπτικού κόσμου 
που αναφέρει ο Hull, αποτυπώνουν ένα από τα στάδια της μακροχρόνιας και 
επίπονης προσπάθειάς του να προσαρμοστεί στη δεδομένη πλέον κατάσταση της 
ολικής τύφλωσης και να κατανοήσει τις αλλαγές που συντελούνταν στους μέχρι τότε 
γνώριμους τρόπους δόμησης της πραγματικότητας. Ωστόσο, η βίωση του ηχητικού 
περιβάλλοντος ως εγγενώς αταξινόμητου δεν μπορεί να αναχθεί στις πολλές 
δυσκολίες που αναπόφευκτα επιφέρει η αρχική αποδιοργάνωση των αισθήσεων όταν η 
όραση χάνεται οριστικά. Κάτι τέτοιο θα απέκρυπτε το γεγονός ότι οι υπάρχουσες 
οπτικοκεντρικές εννοιολογήσεις της ακοής ενσωματώνονται πολύ συχνά από τα ίδια 
τα τυφλά άτομα, διαμεσολαβώντας τις ακουστικές εμπειρίες τους: όχι μόνο κατά τη 
διάρκεια των προσπάθειών τους να υπερβούν τις δυσκολίες προσαρμογής που 
προκύπτουν από την απώλεια όρασης, αλλά και όταν πλέον έχει επιτευχθεί ένας 
διαφορετικός τρόπος βίωσης και ιεράρχησης των αισθήσεων.  
Ο εγκλωβισμός της ακοής στις οπτικές ταξινομήσεις διαφαίνεται καταρχάς στο 
διαχωρισμό μεταξύ ακουστικού και αντιληπτού κόσμου που επιχειρεί ο Hull, καθώς 
και στο μετέπειτα ισχυρισμό του ότι «το τυφλό άτομο ζει σε έναν κόσμο κατά 
περίεργο τρόπο άδειο από αντικείμενα» ικανά να αποσπάσουν την αντιληπτική  
προσοχή του (όπ.π.: 174). Αν και εμμέσως, ο εγκλωβισμός επαναλαμβάνεται και 
αργότερα όταν, έχοντας πλέον εκτιμήσει «τους ήχους ως ήχους, και όχι ως 
ενδείξεις εικόνων» (όπ.π.: 178), διαπιστώνει ότι είναι αυτοί τελικά - και όχι 
τα οπτικά ερεθίσματα - που, μέσω της συνεχούς παρουσίας τους, συγκροτούν «το 
θεμελιώδες στήριγμα του περιβάλλοντος», τοποθετώντας «πάντα το νου σε ένα 
συσχετισμό με τον γύρω κόσμο» (όπ.π.: 185). Ο σταδιακός αυτός υποβιβασμός της 
όρασης υπήρξε και η βάση για να καταλήξει στο γενικευτικό  συμπέρασμα που θα 
τον βοηθούσε στο εξής να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση της ζωής του και να 
ιεραρχήσει εκ νέου τις αισθήσεις του: ότι η τυφλότητα, λόγω της άμεσης σύνδεσής 
της - που επιτρέπει η απουσία όρασης - με την ακουστική διάσταση της γλώσσας 
και, άρα, τον εσωτερικό λόγο (internal speech) της σκέψης, «μπορεί να βιωθεί ως 
ένας εμπλουτισμός της συνείδησης», ως μία εσωτερική διεργασία που δύσκολα 
προκύπτει στην κώφωση και την απουσία ήχων που την χαρακτηρίζει (όπ.π.: 186). 
Το αντιληπτικό προβάδισμα έναντι της όρασης που εν τέλει αναγνωρίζει ο Hull 
στην ακοή - έχοντας διανύσει την προσωπική του διαδρομή από την απαξίωσή της 
(ως μέσου πρόσληψης και οργάνωσης του κόσμου) στην εξιδανίκευσή της (ως 
αμεσότερα συνδεδεμένης με τις διαδικασίες συγκρότησης της σκέψης) - παραπέμπει 
στην «οπτικοακουστική λιτανεία» (audiovisual litany) που ο θεωρητικός στις 
σπουδές ήχου (sound studies) Jonathan Sterne (2012: 9) εισάγει ως όρο για να 
συνοψίσει και, συγχρόνως, να αμφισβητήσει όλες εκείνες τις στερεότυπες 
ιδιότητες με τις οποίες έχει επιφορτιστεί η ακοή, ώστε να αντισταθμιστεί η 
κυριαρχία της όρασης. Ο κατάλογος που παραθέτει  είναι εκτενής, αλλά οι βασικές 
αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο αισθήσεις μπορούν να συμπυκνωθούν στα εξής: η ακοή 
είναι σφαιρική, υποκειμενική και στη διάθεση των ήχων που έρχονται αδιακρίτως 
προς αυτήν, ενώ η οπτική αντίληψη χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα και 
αντικειμενικότητα, καθώς και από την τάση της να κατευθύνεται προς ό,τι 
επιχειρεί να προσλάβει. η ακοή παρέχει πρόσβαση στο εσωτερικό των πραγμάτων και 
του κόσμου, ερχόμενη σε φυσική επαφή (physical contact) με τις εξωτερικές τους 
εκφάνσεις, ενώ η όραση περιορίζεται στην επιφάνειά τους, τηρώντας την απόστασή 
της. η ακοή συνδέεται με τη συναισθαντικότητα (affect) και το χρόνο, ενώ η 
όραση είναι διανοητική και σύμφυτη με τη διάσταση του χώρου, κ.ο.κ. (όπ.π.). 
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι και επιμελητές 
του συλλογικού τόμου The Auditory Culture Reader (2003), Michael Bull και Les 
Back. Θέτοντας τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων θεωρούν ότι χρειάζεται να 
μελετηθούν οι οντολογικές, ιστορικές, πολιτισμικές, πολιτικές, κ.λπ. διαστάσεις 
και προεκτάσεις του ήχου και της ακοής, γράφουν:

Από τις πέντε αισθήσεις, η όραση είναι η αίσθηση που 'απομακρύνει' περισσότερο 
(the most distancing). [Στα πλαίσιά της] το υποκείμενο και το αντικείμενο 
'εμφανίζονται' ως ξεκάθαρα [.] Ωστόσο, εάν, όπως παρατηρεί ο Επίσκοπος 
Berkeley, οι ήχοι είναι τόσο κοντά σε μας όσο και οι σκέψεις μας, τότε μέσω της 
ακοής (by listening) ίσως μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη σχέση μεταξύ 
υποκειμένου και αντικειμένου, εντός και εκτός, δημόσιου και ιδιωτικού, εντελώς 
διαφορετικά. Λόγω των πολλαπλών κατευθύνσεών του που περικλείουν (engulfing 
multi-directionality), ο ήχος θολώνει τους παραπάνω διαχωρισμούς και μας 
επιτρέπει να ξανασκεφτούμε τη σχέση μας με αυτούς (όπ.π.: 4-5).    

Όπως είναι προφανές, η εκ των προτέρων θετική αξιολόγηση της ακοής, ως άμεσα 
συνδεδεμένης με τα ηχητικά χαρακτηριστικά του κόσμου, στοχεύει στο να 
υποβαθμίσει την οπτική αποστασιοποίηση ως τον κατεξοχήν τρόπο πρόσληψης των 
πραγμάτων και την ίδια στιγμή να αποκαταστήσει την αντιληπτική αξία της ακοής 
και των ήχων. Το πρόβλημα, ωστόσο, που προκύπτει είναι ότι η αποδόμηση της 
όρασης ως κυρίαρχης και της ακοής ως υποδεέστερης επιχειρείται σε αναλυτικά 
πλαίσια όπου η πρώτη λαμβάνεται εκ των προτέρων ως η πιο «απόμακρη» μεταξύ των 
αισθήσεων. Παραβλέπεται, έτσι, το γεγονός ότι η σύνδεση της όρασης με την 
έννοια της αποστασιοποίησης αποτέλεσε τη βασική κοινωνική κατασκευή πάνω στην 
οποία δομήθηκε και εγκαθιδρύθηκε, τόσο η ανωτερότητα της οπτικής αντίληψης ως 
αντικειμενικής και ορθολογικής, όσο και ο υποβιβασμός της ακοής ως «αστόχαστα 
συσσωρευτικής και αθώα ανοιχτής ακόμα και στον πιο βλαβερό [.] ήχο» (Schwartz 
2003: 487). Εγκλωβίζοντας, με άλλα λόγια, τη μελέτη της ακοής στον αντίποδα της 
όρασης - αντί να μετατοπίζεται στο εσωτερικό της συγκρότησής της ως κυρίαρχης - 
αυτό που δε διερευνάται είναι οι συνθήκες και οι σχέσεις εξουσίας εντός των 
οποίων οι δύο αισθήσεις αλληλοσυγκροτούνται ως εγγενώς αντίθετες και άνισες 
μεταξύ τους. Με αυτή την έννοια, η συλλογιστική των Bull και Back συγκλίνει με 
όσες θεωρήσεις έχουν διαμορφώσει από κοινού το σύγχρονο νοσταλγικό λόγο περί 
«απώλειας της ακοής» που σκιαγραφεί ο θρησκειολόγος Leigh Eric Schmidt (2003: 
41-8), ώστε να καταδείξει την κύρια αδυναμία τους: την τάση τους να αναγάγουν 
και να εξαντλούν την ανάλυση περί ακοής στην αναζήτηση της «αυθεντικότητας» που 
θεωρείται ότι χάθηκε όταν η Δύση θυσίασε τον πλούτο των ήχων της προς όφελος 
της όρασης.    
Εστιάζοντας κατά κύριο λόγο σε θεωρητικές προσεγγίσεις που επιχειρούν να 
αναδείξουν την ακοή ως άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της πνευματικότητας 
(αυτής που χαρακτηρίζει τη χριστιανική θρησκεία, σύμφωνα με τον Walter Ong, ή 
τη μαγεία των μη εγγράμματων αφρικανικών κοινωνιών, κατά τον Marshall McLuhan) 
και να απαξιώσουν την όραση ως υπαίτια για την ορθολογικοποίηση των δυτικών 
κοινωνιών που επήλθε αρχικά με τη μετάβασή τους από την προφορικότητα (orality) 
στην εγγραμματοσύνη (literacy) και που επικράτησε τελικά κατά την περίοδο του 
ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (όπ.π.: 45-47),  αυτό που επισημαίνει ο Schmidt είναι 
ότι η υπέρβαση του υποβιβασμού της ακοής απαιτεί κάτι άλλο από την «καρναβαλική 
αντιστροφή» (carnivalesque reversal) που προτείνουν τέτοια εγχειρήματα. «Ένας 
εκθρονισμός του ματιού και μία ανύψωση του αυτιού» διαιωνίζουν την ιεραρχική 
και αντιθετική σχέση μεταξύ των δύο αισθήσεων, μας λέει συγκεκριμένα, εξηγώντας 
στη συνέχεια ότι «η ρομαντικοποίηση της ακοής εις βάρος της όρασης» έχει 
εγκλωβίσει τη σύγχρονη ιστορία των αισθήσεων στο γραμμικό λόγο του 
οπτικοκεντρισμού, συσκοτίζοντας τις πολλαπλά διαφορετικές και ιδιαίτερα 
περίπλοκες σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ τους (όπ.π.: 48).  Αναλόγως, 
μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η υποτιθέμενη ικανότητα της ακοής να συνδέεται 
άμεσα με τον ηχητικό κόσμο καταλήγει να υποβαθμίζει την ικανότητά της να θέτει 
σε «απόσταση» τους ήχους «που έρχονται από παντού» και, συνεπώς, να 
«αντικειμενοποιεί» τις πολλαπλές και αμφίσημες σημασίες που μπορεί να φέρει το 
άκουσμά τους, ή να προσδιορίζει την πηγή της προέλευσής τους.   

Ακουστική αποστασιοποίηση και ηχητικές νοηματοδοτήσεις  

Υπό το πρίσμα της αντιληπτικής αμεσότητας με την οποία επιφορτίζεται η ακοή, η 
τυφλότητα δε θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί ως η «ιδανική» συνθήκη απουσίας 
όρασης που εγγυάται την αδιαμεσολάβητη από οπτικοκεντρικές συμβάσεις σύνδεση 
της ακουστικής εμπειρίας με τις ηχητικές διαστάσεις του κόσμου και που 
αναδεικνύει παραδειγματικά - και κατά τρόπο παρόμοιο με την ανθρωπολογία των 
αισθήσεων - την πολιτισμικά παραγνωρισμένη έννοια της πολυαισθητηριακότητας. 
Ακούγοντας, ωστόσο, τις αφηγήσεις των ίδιων των τυφλών ατόμων σχετικά με το πώς 
βιώνουν, νοηματοδοτούν και οργανώνουν τον κόσμο μέσω των ηχητικών του 
διαστάσεων, αυτό που προκύπτει είναι ότι η σχέση μεταξύ ακοής και τυφλότητας 
δομείται μέσω διαδικασιών που θέτουν πολλά περισσότερα ζητήματα από το ότι η 
όραση απουσιάζει. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ακουστικές τους εμπειρίες 
συγκροτούνται ανεξάρτητα από την οπτική βλάβη και τις ιδιαιτερότητες που τη 
χαρακτηρίζουν κάθε φορά, αλλά ότι η επιμονή στη «φυσική» και αδιαμεσολάβηση 
σύνδεσή τους με τον ήχο κάνει άλλες συγκροτητικές παραμέτρους των εμπειριών 
αυτών από κεντρικές που είναι να μοιάζουν περιθωριακές. Μιλώντας για τις 
δυσκολίες του να προσλαμβάνει κανείς τον χώρο κυρίως μέσω της ακοής, ο Στέφανος 
τονίζει μία από αυτές:  

Η προσοχή είναι συγκεντρωμένη στους θορύβους [.] Όταν δε βλέπεις, συνεχώς 
σκέφτεσαι και συγκεντρώνεσαι στο πώς θα πας. Το 80% το αντιλαμβάνεσαι με ήχους. 
Ας πούμε, όταν περπατάμε στη Βερανζέρου, το μυαλό μου είναι σ' αυτούς. 
Καταλαβαίνω ότι είμαστε στη δεξιά πλευρά, γιατί έχει ησυχία. Καταλαβαίνω, έτσι, 
ότι εκεί βρίσκονται τα μαγαζιά. Ενώ από την αριστερή, έχει φασαρία. Περνούν τα 
αυτοκίνητα. Μόλις βγούμε στην Γ΄ Σεπτεμβρίου, το καταλαβαίνω πάλι από τον ήχο, 
αλλά μου έρχεται και ο αέρας. Γιατί στη Βερανζέρου, λόγω των μαγαζιών, ο δρόμος 
είναι πιο στενός και ο αέρας λιγότερος. Όλο αυτό είναι πολύ κουραστικό. Δε 
γίνεται συνήθεια. Πρέπει να είσαι πάντα προσεκτικός και να μην ξεχαστείς. Έχεις 
πολύ άγχος για να μη χτυπήσεις. Αυτό που για κάποιον που βλέπει είναι το πιο 
απλό, για έναν τυφλό δεν είναι. Μόνο για να πάει και να έρθει από τη δουλειά 
του είναι ολόκληρος αγώνας.

Όπως έχει αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, εξαιτίας της δυσαρέσκειας που 
εκφράζει η βλέπουσα σύζυγός του για τη χρήση του λευκού μπαστουνιού ως 
χαρακτηριστικού που κάνει άμεσα ορατό το «στίγμα» της τυφλότητας, ο Στέφανος 
δεν έχει μάθει να κινείται εκτός του σπιτιού και του χώρου εργασίας του παρά 
μόνο με τη συνοδεία κάποιου βλέποντα. Ωστόσο, λόγω του ότι η συγκεκριμένη 
πρακτική απαιτεί την ενεργή συμμετοχή των αισθήσεων και εκ μέρους των τυφλών 
ατόμων, η ανάγκη για διαρκή συγκέντρωση της ακουστικής προσοχής στους 
περιβάλλοντες ήχους που επισημαίνει στην αφήγησή του δεν αποτελεί συνέπεια της 
εξάρτησής του και της έλλειψης δεξιοτήτων που συνήθως αυτή επιφέρει, αλλά μία 
επιτακτικότητα που επιβάλλει η ίδια η προσπάθεια να συνδυαστούν και να 
ταξινομηθούν σε ένα ενιαίο σύνολο όλα εκείνα (πρόσωπα, δράσεις, αντικείμενα, 
κ.λπ.) που απευθύνονται στην ακοή του και που του επιτρέπουν - παράλληλα με τη 
βοήθεια της συνοδείας - να προσανατολιστεί και να κινηθεί στον χώρο με τη 
μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, ακρίβεια και ταχύτητα. Χωρίς να υπονοείται ότι η 
ακουστική συγκρότηση του χώρου μένει ανεπηρέαστη από την παρουσία του/της 
συνοδού, η συγκέντρωση στους ήχους που αναφέρει ο Στέφανος, εκτός από μία 
προσωπική αναγκαιότητα, εκφράζει και ένα γενικότερο ζήτημα που απασχολεί την 
πλειονότητα των τυφλών ατόμων και που συμπυκνώνεται συχνά στο πρόβλημα του 
«θορύβου» ή της «φασαρίας». Αναφορικά με τη δυνατή μουσική, για παράδειγμα, ο 
Κώστας εξηγεί: 

Δεν πάω στα πανηγύρια. Με αυτά τα μεγάφωνα που έχει δεν μπορώ ούτε να μιλήσω, 
αλλά ούτε και να ακούσω. Δεν μπορώ και να δω να χορεύουν. Βαριέμαι. Ο θόρυβος 
είναι πολύ σημαντικός. Όταν βρίσκομαι στο δρόμο και υπάρχει, ας πούμε, κάποιο 
κομπρεσέρ, δεν ακούω και δεν μπορώ να περπατήσω. Τυφλώνομαι.

Μία ανάλογη απώλεια της ακουστικής-ηχητικής αίσθησης του χώρου και της 
ικανότητάς της να προσδιορίζει τη θέση του εαυτού και του σώματος σε σχέση με 
αυτόν περιγράφει και η Φλώρα, όταν κάποια στιγμή βρέθηκε στο πρωτόγνωρο για την 
ίδια περιβάλλον του προαστιακού σιδηροδρόμου:   

Στον προαστιακό έχει πολύ θόρυβο. Είχαμε πάει κάπου με μια παρέα από τη 
δουλειά, πολλά άτομα, γύρω στα είκοσι πέντε, και τους έκανα εντύπωση. Εγώ, που 
δεν κολλάω πουθενά, είχα μαζευτεί σε μία γωνία. Δεν ακούω τίποτα όταν είμαι 
εκεί μέσα. Φοβάμαι. Δεν καταλαβαίνω πού βρίσκομαι.   

Οι αφηγήσεις αυτές συνάδουν με πολλές άλλες παρόμοιες που θεματοποιούν τη βοή 
της αδιάκοπης και πολλές φορές άναρχης κυκλοφορίας των οχημάτων στο δρόμο, τους 
εκκωφαντικούς ήχους από τη λειτουργία ηλεκτρικών εργαλείων και συσκευών, την 
οχλαγωγία που χαρακτηρίζει συχνά τη συγκέντρωση κάποιου πλήθους σε ανοιχτό ή 
κλειστό χώρο, τη βροντερή φωνή που καλύπτει το περιεχόμενο των λέξεων που θέλει 
να μεταφέρει, την έντονη βροχή που πέφτει πάνω στα αντικείμενα, το δυνατό 
άνεμο, κ.λπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο θόρυβος κατακλύζει την ακοή των τυφλών 
ατόμων σε τέτοιο βαθμό, ώστε από ηχητική πληροφορία που επιτρέπει την 
αναγνώριση των αντικειμένων και τον εντοπισμό της θέσης τους στο ευρύτερο 
περιβάλλον να μετασχηματίζεται σε ηχητική παρεμβολή που αποσπά την προσοχή από 
το να στραφεί σε λιγότερο ηχηρές εκφάνσεις του κόσμου και να κατανοήσει την 
πηγή, την κατεύθυνση και την απόσταση από όπου αυτές μπορεί να προέρχονται.   Ο 
ρόλος του, τότε, ως μέσου που διευκολύνει τον προσανατολισμό και την κίνηση 
παύει να ισχύει και, είτε ως έντονος και παρατεταμένος ή αιφνίδιος ήχος, είτε 
ως σύνολο συγκεχυμένων και αδιάλυτων μεταξύ τους ήχων, καταχωρείται στα εμπόδια 
που τα τυφλά άτομα χρειάζεται να αποφύγουν ή να υπερβούν για να διασχίσουν 
ανεξάρτητα και με ασφάλεια τον χώρο στον οποίο βρίσκονται κάθε φορά. 
Εστιάζοντας στην πλευρά του θορύβου ως χωρικού εμποδίου - και όχι ως μίας ακόμη 
ηχητικής εκδήλωσης που αποκαλύπτει όσα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσω της 
όρασης - δεν επιδιώκω να υποβιβάσω τη λειτουργία του ως μέσου αντίληψης, αλλά 
να τονίσω τη σημασία της «ακουστικής αποστασιοποίησης» ως απαραίτητης συνθήκης 
για τη συγκρότησή του ως ακούσματος που βοηθά τα τυφλά άτομα να νοηματοδοτήσουν 
τον χώρο και να οργανώσουν συστηματικά την πορεία τους μέσα σε αυτόν. Επιχειρώ, 
έτσι, να προβληματοποιήσω τη θεώρηση περί άμεσης πρόσληψης των ήχων στην 
τυφλότητα και να στρέψω το αναλυτικό ενδιαφέρον προς όλα αυτά που μεσολαβούν τη 
σχέση του θορύβου με την αίσθηση της ακοής, επιτρέποντάς του - αντί ως όχληση 
που δυσχεραίνει την ακουστική κωδικοποίηση του χώρου - να βιωθεί ως ήχος που 
παραπέμπει σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή/και σε σχέσεις και δράσεις που 
εξελίσσονται μεταξύ ανθρώπων και αντικειμένων. Υπό αυτό το πρίσμα, το πώς η 
δυνατή μουσική μετατρέπεται σε ένδειξη για τον εντοπισμό κάποιου κοντινού 
μέρους εστίασης ή διασκέδασης, ο μηχανικός ήχος των μέσων μαζικής μεταφοράς ή 
άλλων οχημάτων σε αναγγελία της επικείμενης άφιξής τους, ο θόρυβος ηλεκτρικών 
εργαλείων σε προειδοποίηση για την πραγματοποίηση έργων στο δρόμο, τα 
χειροκροτήματα και η οχλαγωγία σε εκτίμηση για το μέγεθος κάποιας δημόσιας 
συνάθροισης, κ.ο.κ., μπορούν να ερμηνευθούν ως ακουστικές νοηματοδοτήσεις που 
υποδεικνύουν ότι ο θόρυβος αποτελεί μία μόνο από τις πολλές περιπτώσεις κατά 
τις οποίες τα τυφλά άτομα χρειάζεται να θέσουν τον ήχο σε «απόσταση» ώστε, 
βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και μαθημένων στερεοτύπων, να τον αντιστοιχίσουν 
με την πηγή της προέλευσής του και να συγκεκριμενοποιήσουν τις πολλαπλές 
σημασίες που μπορεί να φέρει στο άκουσμά του. Πρόκειται για μία δυναμική και 
ρευστή διαδικασία, η πολυπλοκότητα της οποίας μπορεί να αναλυθεί εν μέρει 
σύμφωνα με αυτό που ο μουσικοσυνθέτης και θεωρητικός της διαντίδρασης  ήχου και 
εικόνας Michel Chion ονομάζει «αιτιακή ακρόαση» (causal listening) για να 
εξηγήσει ότι το άκουσμα ενός ήχου αποκαλύπτει στοιχεία για την αιτία που τον 
παρήγαγε συμπληρωματικά της εικόνας της, όταν είναι ορατή, ή ως πρωταρχική πηγή 
πληροφοριών, όταν ισχύει το αντίθετο (1994: 25-7).   
Η επιλογή της αιτιακής ακρόασης ως αναλυτικής έννοιας για το πώς τα τυφλά άτομα 
εννοιολογούν τους ήχους δεν έγκειται στo ότι ο Chion εξετάζει την ακοή σε 
συνθήκες που την καθιστούν την κύρια αίσθηση για την αντίληψη των πραγμάτων, 
αλλά στο ότι οι παρατηρήσεις του μπορούν να απεγκλωβίσουν την τυφλότητα από τη 
θεώρησή της ως φυσικά και άμεσα συνδεδεμένης με τον ήχο. Υποστηρίζοντας ότι 
«ένα αίτιο που δεν μπορεί να ιδωθεί μπορεί να ταυτοποιηθεί μέσω κάποιας γνώσης 
ή λογικής πρόγνωσης» και ότι σπάνια αναγνωρίζουμε ένα αντικείμενο «αποκλειστικά 
βάσει του ήχου που ακούμε εκτός συμφραζομένων» (όπ.π.: 26), ο Chion προσεγγίζει 
τους ήχους ως δεδομένα που η αντικειμενοποίησή τους - η συσχέτισή τους, δηλαδή, 
με το τι «πράγματι» μπορεί να υπάρχει «εκεί έξω» - προϋποθέτει το διαχωρισμό 
τους από το υποκείμενο στο οποίο απευθύνονται. Δημιουργείται, έτσι, μία 
απόσταση μεταξύ ακοής και ήχου,  η οποία χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν και στην 
τυφλότητα: όχι μόνο γιατί τα τυφλά άτομα ερμηνεύουν και ταξινομούν τους ήχους 
βάσει έλλογων διεργασιών και συγκεκριμένων πολιτισμικών κριτηρίων, αλλά και 
γιατί επιτρέπει να δούμε τους τρόπους με τους οποίους η όραση, ως γραμμική 
προοπτική και αφήγηση, παρότι απουσιάζει, δεν παύει να διαμεσολαβεί στη 
συγκρότηση της ακοής ως βασικού μέσου αντίληψης. Τα λεγόμενα του Αργύρη για το 
πώς έχει μάθει, κατά τα τριάντα περίπου χρόνια της τυφλότητάς του (έχασε την 
όρασή του ξαφνικά και από κάποια ασθένεια στην εφηβεία), να αναλύει και να 
(ανα)συνθέτει τον χώρο μέσω των ηχητικών του λεπτομερειών παρέχουν ένα 
παράδειγμα χαρακτηριστικό:  

Πώς αντιλαμβάνομαι τον χώρο... Ας πούμε ότι παίρνω τα δεδομένα και τον 
σκιαγραφώ. Θα το σκεφτώ, όμως. Για παράδειγμα, όταν πήγαμε σε αυτή την παραλία 
και κάναμε μπάνιο και ήταν πολύ ωραία η θάλασσα, ε, την ψιλοσκιαγράφησα στο νου 
μου. Άκουσα μία βάρκα που πήγαινε από εδώ μέχρι εκεί, α, κατάλαβα πόσο περίπου 
θα είναι, άκουσα εκεί ότι έχει μία προκυμαία. Ή άκουγες τα αυτοκίνητα πώς 
περνούσαν από το δρόμο που ακολουθούσε την παραλία. Περίπου καταλάβαινες πώς 
πάει ο δρόμος [.] Φτιάχνω, έτσι, το τοπίο. Βλέποντάς το όμως. Τα χαλικάκια, 
όπως είναι ανακατεμένα. Όλα. Κανονικά. Σα να τα βλέπω. 

Επαναφέροντας στην ανάλυση τη δυτική συγκρότηση του υποκειμένου ως 
αποστασιοποιημένου παρατηρητή και αφηγητή, η οπτικά φορτισμένη περιγραφή που 
χρησιμοποιεί ο Αργύρης για να εξηγήσει ότι «σκιαγραφεί το τοπίο», ταξινομώντας 
και οργανώνοντας τους περιβάλλοντες ήχους σε ένα γραμμικό σύνολο, υποδηλώνει 
μία «ακουστική εποπτεία» του χώρου η οποία του επιτρέπει να προσλαμβάνει όσα 
ηχούν στα πλαίσιά του (τα αντικείμενα και τους ανθρώπους εντός της παραλίας 
στην προκειμένη περίπτωση, τις αναμεταξύ τους σχέσεις και τις κινήσεις που 
συνήθως πραγματοποιούνται στα όριά της) «κανονικά» - ως έχουν και στην ολότητά 
τους. Θα μπορούσε, έτσι, να ισχυριστεί κανείς ότι η πολιτισμική κυριαρχία των 
ιδιοτήτων που έχουν αποδοθεί στην όραση (προοπτική, γραμμικότητα, 
αποστασιοποίηση, κ.λπ.) προσδιορίζει την ακοή των τυφλών ατόμων τόσο 
καθοριστικά ώστε ο ρόλος της να περιορίζεται στη λειτουργία της ως οπτικού 
υποκατάστατου. Τονίζοντας, ωστόσο, ότι αντιλαμβάνεται τα πράγματα που συνθέτουν 
τον χώρο «σα να τα βλέπει», ο Αργύρης φαίνεται να βιώνει και να νοηματοδοτεί 
τους ήχους με έναν τρόπο πιο περίπλοκο και δυναμικό, ο οποίος, αφενός 
παραπέμπει στην ανάλυση της Σερεμετάκη (1996) για τη μνήμη των αισθήσεων και 
αφετέρου, σε αυτή του Tilley (2012) για τη βίωση του χώρου μέσα από τη σύνδεση 
παροντικών και παρελθοντικών εμπειριών. 
«Οι μνημονικές διαδικασίες συνυφαίνονται με την αισθητήρια τάξη με τέτοιο τρόπο 
ώστε κάθε αντίληψη να αποτελεί μια επαν-αντίληψη», γράφει η ανθρωπολόγος (1996: 
46), εννοώντας με αυτό ότι η κάθε αντίληψη δεν είναι κενή προσωπικής και 
πολιτισμικής ιστορίας, αλλά διαμεσολαβείται από προηγούμενες αντιλήψεις που 
ενσωματώνονται «στην ιστορία του σώματος και τη συναισθηματική και γνωστική 
ιστορία του αισθητήριου αντικειμένου» (όπ.π.). Οι αισθήσεις, έτσι, 
συνυφαίνονται άμεσα με τον χρόνο, ενώ η ίδια η μνήμη αποτελεί τόσο ένα 
«αισθητήριο όργανο αυτό καθεαυτό», όσο και μία «μετα-αίσθηση [που] μεταφέρει, 
γεφυρώνει, διασχίζει όλες τις άλλες [αισθήσεις]» (όπ.π.: 46-47). Εστιάζοντας 
στη βίωση του χώρου, ο Tilley τονίζει ότι «όλα τα τοπία εμπεριέχονται στους 
ατομικούς και κοινωνικούς χώρους της μνήμης». Με αυτή την έννοια, η συνάντηση 
με έναν οικείο ή ακόμη και νέο τόπο ανακαλεί και διαμορφώνεται από παρελθούσες 
βιωματικές εμπειρίες. Οι δε τόποι «κατανοούνται σε σχέση με άλλους τόπους [...] 
αποκτούν ιστορία, ιζηματογενή στρώματα νοήματος, χάρη στις ενέργειες και τα 
συμβάντα που σημειώθηκαν εκεί» (2012: 237-8).    
Τόσο η διασύνδεση των αισθήσεων μέσω της μνημονικής τους διάστασης που 
προτείνει η Σερεμετάκη, όσο και η μνημονική αντίληψη του χώρου κατά τον Tilley, 
έρχονται σε αντίθεση με τη συνήθη παραδοχή ότι η όραση, λόγω της κυριαρχίας 
της, εμποδίζει την ακοή από το να συλλάβει τον πλούτο των πληροφοριών που 
φέρουν οι ήχοι στο άκουσμά τους. Υπό αυτό το πρίσμα, το σαν, που χρησιμοποιεί ο 
Αργύρης για να παρομοιάσει το ακουστικό βίωμα της παραλίας με το οπτικό, 
εμπεριέχει παρελθούσες οπτικές αναπαραστάσεις τις οποίες αξιοποιεί  όχι για να 
υποκαταστήσει τη χαμένη του όραση, αλλά για να συγκροτήσει τον χώρο μέσω μίας 
ακοής που είναι αδιάλυτα συνυφασμένη με, και όχι διαχωρισμένη από, την οπτική 
μνήμη. Μιλώντας για το αντιληπτικό πλεονέκτημα που του προσφέρει αυτή η 
εγγεγραμένη στο σώμα γνώση συγκριτικά με τα πιο περιορισμένα, κατά την άποψή 
του, αισθητηριακά βιώματα που διαθέτουν τα εκ γενετής τυφλά άτομα, ο Αργύρης 
εξηγεί: 

Εγώ τώρα ακούω το μηχάνημα που δουλεύει από κάτω [στο δρόμο]. Η σκέψη μου πάει 
μέχρι την μπαλκονόπορτα που είναι ανοιχτή, κοιτάζω κάτω, όπως κοίταζα πριν και 
έκανα λίγο πιο πέρα για να δω αυτόν που κόβει από κάτω, στο πεζοδρόμιο, κάτω 
από εμένα. Ο εκ γενετής δεν θα μπορεί να το κάνει αυτό. Γιατί δεν μπορεί να 
καταλάβει αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. [.] Θα καταλάβει ίσως ότι αυτός ο 
ήχος είναι ένας κόφτης, αλλά και πάλι δε θα ξέρει πού είναι.   

Σύμφωνα με τον Αργύρη, οι οπτικές εμπειρίες που συνέλεξε κατά την περίοδο της 
ζωής του όταν ακόμη έβλεπε αποτελούν μία αισθητηριακή παρακαταθήκη της μνήμης 
χωρίς την οποία η ακουστική αντίληψή του θα υπολειπόταν εκείνης της ακρίβειας 
που του επιτρέπει να προσλαμβάνει και να χωροθετεί με ορθότητα και ευστοχία τα 
αντικείμενα μέσω των ήχων τους, ή να συνδέει, όπως μου εξήγησε στη συνέχεια της 
ίδιας συζήτησης, τις ιδιαιτερότητες της φωνής κάποιου ατόμου με τα εξωτερικά 
χαρακτηριστικά του προσώπου του (την περιοχή ανάμεσα στη μύτη και το στόμα, 
λόγου χάρη, ή ακόμη και την απόχρωση του δέρματος). Αυτό σημαίνει ότι η οπτική 
μνήμη δεν αποτελεί για την ακουστική εμπειρία εκείνων που κάποτε έβλεπαν ένα 
ουδέτερο βίωμα που ο ήχος μπορεί να ανακαλέσει. Αντιθέτως, αποτελεί μία 
ενσωματωμένη, καλά φυλαγμένη, πολιτισμική γνώση η οποία φέρει μαζί της και τις 
συμβάσεις που καθιέρωσαν την όραση ως κυρίαρχη στη δυτική σκέψη και αντίληψη - 
και που εξουσιοδοτούν, εν προκειμένω, τον Αργύρη να αξιολογεί την ακουστική 
ικανότητα των εκ γενετής τυφλών ατόμων ως κατώτερη της δικής του. Σε αυτή τη 
βάση, η οπτική μνήμη αναδεικνύεται ως εσωτερική στη συγκρότηση της ακουστικής 
εμπειρίας των τυφλών ατόμων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ενίοτε να την κάνει 
να μοιάζει σα μια άλλη μορφή του «βλέπειν».

Όσα έχουν ειπωθεί μέχρι στιγμής δεν επιδιώκουν να εξομοιώσουν την ακοή των 
τυφλών ατόμων με την όραση των βλεπόντων, ούτε να αντικαταστήσουν τη μία 
αίσθηση με την άλλη. Επιχειρούν να προκαλέσουν στην αδιαμεσολάβητη, όπως 
θεωρείται, σχέση μεταξύ ήχου και απουσίας όρασης μία ρωγμή από την οποία θα 
μπορέσουν να εισχωρήσουν ηχητικές νοηματοδοτήσεις του κόσμου που δείχνουν ότι η 
ακουστική εμπειρία των τυφλών ατόμων συγκροτείται, μεταξύ άλλων, και μέσω 
καθιερωμένων οπτικοκεντρικών συμβάσεων στις οποίες έχουν εκπαιδευτεί, τόσο τα 
εκ γενετής τυφλά άτομα, όσο και εκείνα που έχασαν την όρασή τους κάποια στιγμή 
στη ζωή τους. Η τυφλότητα, τότε, παύει να αποτελεί τη «φυσική» ετερότητα της 
οπτικής αρτιμέλειας που εξοβελίζεται από τους κόλπους της ευρύτερης κοινωνίας 
ως πιο δεκτική και ευαίσθητη σε όσα ηχούν. Αντίθετα, προκύπτει ως μία 
αισθητηριακή διαφορετικότητα, η οποία, διεκδικώντας χώρο για να 
αντικειμενοποιήσει τον κόσμο μέσω των ακουστικών του διαστάσεων, κάνει να 
αναρωτηθούμε σχετικά με το κατά πόσο έννοιες που παραδοσιακά έχουν συνδεθεί με 
την όραση - της χωρικότητας, της μνήμης και της αναγνώρισης του εαυτού και του 
άλλου - μπορεί να αποκτήσουν διαστάσεις και να φανερώσουν σχέσεις διαφορετικές 
από τις οπτικά εγκαθιδρυμένες. Διαμορφώνονται, έτσι, και οι όροι για να τεθεί 
το ζήτημα της φωνής: όχι ως μίας ιδιαιτερότητας του προσώπου που στο άκουσμά 
της τα τυφλά άτομα αποκτούν το προνόμιο να εισχωρήσουν στα κρυμμένα από την 
εξωτερική εμφάνιση βάθη της ψυχής του, αλλά ως απαραίτητου στοιχείου για την 
επικοινωνία με εκείνον που μπορεί να ακουστεί, όχι όμως και να ιδωθεί. Μπορεί, 
έτσι, να συμπεράνει κανείς ότι η φωνή, ως ήχος και λόγος, ορίζει το αρχικό 
πλαίσιο για να «φιλοξενηθεί» η μη ορατή «παρουσία» του τυφλού ή βλέποντα, 
γνωστού ή άγνωστου Άλλου. Επιστρέφοντας στο παράδειγμα των ομιλουσών 
τεχνολογιών πρόσβασης, οι υπόλοιπες σελίδες του κεφαλαίου εστιάζουν στην 
ανάλυση αυτής της διαπίστωσης.

Η ηχητική διάσταση της φωνής ως μέσου αναγνώρισης  

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, κύριος στόχος του smart eyes δεν υπήρξε η ανάλυση 
και η (επανα)ταξινόμηση του χώρου μέσω των ηχητικών του εκδηλώσεων, αλλά η 
οργάνωσή του βάσει των οπτικών λεπτομερειών που οι εμπνευστές του ομιλούντος 
αυτού προγράμματος έκριναν απαραίτητο να περιγράψουν προφορικά στους τυφλούς 
χρήστες του, ώστε να μπορέσουν να σχεδιάσουν την πορεία που θα διένυαν μόνοι 
και με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, ακρίβεια και ταχύτητα. Τοποθετημένη σε 
ένα τέτοιο πλαίσιο, η φωνή που συντέθηκε ηλεκτρονικά για να μεταφραστεί ο χώρος 
σε λέξεις και να δοθούν οι κατάλληλες προφορικές οδηγίες για τον προσανατολισμό 
και την πλοήγηση στα οπτικοποιημένα όριά του δε θα μπορούσε παρά να αναχθεί σε 
συμπλήρωμα του αισθητηριακού κενού που αφήνει η όραση όταν απουσιάζει. 
Θεωρούμενη, έτσι, ως ομιλία που μπορεί να ρηματοποιήσει όσα το αντιληπτικό 
πεδίο της τυφλότητας αδυνατεί να συλλάβει, η φωνή προκύπτει ως η καταστατική 
αρχή που επέτρεψε να υλοποιηθούν το smart eyes και όσες ψηφιακές εφαρμογές 
υπόσχονται να κωδικοποιήσουν λεκτικά τον χώρο, αλλά και να διαδοθούν μεταξύ των 
τυφλών ατόμων όλες εκείνες οι τεχνολογίες ή πρακτικές πρόσβασης που 
δημιουργήθηκαν για να μετατρέψουν το γραπτό λόγο σε προφορικό ή την εικόνα σε 
άκουσμα: τα σχετικά πρόσφατα ομιλούντα προγράμματα που με ηλεκτρονικά 
κατασκευασμένες φωνές, αλλά ανθρώπινη χροιά, «διαβάζουν» ό,τι γράφει η οθόνη 
των κινητών τηλεφώνων, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των πιο σύγχρονων 
«έξυπνων» συσκευών, ή των πιο «παραδοσιακών» αντικειμένων (ρολόγια χειρός, 
ζυγαριές, πιεσόμετρα, μετρητές σακχάρου, κ.λπ.). τις, εδώ και έναν αιώνα 
περίπου, καθιερωμένες ηχογραφήσεις (κάποτε σε μπομπίνες, εν συνεχεία σε 
κασέτες, πλέον σε CD ή σε ηλεκτρονικά συμπιεσμένα αρχεία (mp3)) της φωνής των 
αναγνωστών-αφηγητών που διαβάζουν έντυπα βιβλία (σχολικά, πανεπιστημιακά, 
λογοτεχνικά, παιδικά, κ.λπ.) και περιοδικά, μετατρέποντάς τα σε ομιλούντα.  ή, 
ακόμη, την «ακουστική περιγραφή» (audio-description) που διαθέτουν κάποια 
θέατρα, εξασφαλίζοντας στους τυφλούς θεατές τους μία - γυναικεία συνήθως - φωνή 
που τους μεταφέρει, ζωντανά και μέσω ακουστικών, σκηνές και λεπτομέρειες του 
έργου που θεωρούνται αμιγώς οπτικές.      
Παρότι το φάσμα των δραστηριοτήτων που καλύπτουν οι ομιλούσες αυτές τεχνολογίες 
και πρακτικές είναι τόσο ευρύ, ώστε ανάμεσά τους να συγκαταλέγονται και πολλές 
άλλες,   η συζήτηση που τις πλαισιώνει συνήθως είναι κοινή και αφορά, είτε το 
βαθμό στον οποίο η χρήση τους βελτιώνει την προσβασιμότητα των τυφλών ατόμων 
στις κοινωνικές δομές, είτε το υπερβολικό κόστος και τη χαρακτηριστική 
καθυστέρησή τους να συμβαδίσουν με τις τρέχουσες εξελίξεις στο τομέα της 
ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. Keating και Hadder 2010: 122). Προερχόμενες, λοιπόν, 
από προβληματισμούς που απασχολούν τα ίδια τα τυφλά άτομα, ή από αναλύσεις στη 
σχετική βιβλιογραφία, οι αναφορές στις ομιλούσες εφαρμογές άλλοτε περιορίζονται 
σε θέματα τεχνικής φύσεως (τη συμβατότητα, λόγου χάρη, κάποιου λογισμικού με τη 
λειτουργία του τάδε μοντέλου κινητού τηλεφώνου), και άλλοτε στην άσκηση 
κριτικής για την παράλειψη κρατικών φορέων και ιδιωτικών εταιριών να 
προσαρμόσουν το σχεδιασμό της εκάστοτε πολιτικής και την παραγωγή νέων 
προϊόντων αντίστοιχα στις αισθητηριακές ανάγκες της οπτικής αναπηρίας.  
Διαμορφώνεται, έτσι, ένα πεδίο δυνατοτήτων πρόσβασης (στην ενημέρωση, την 
εκπαίδευση, την επικοινωνία, τη διασκέδαση, κ.ο.κ.) για τα τυφλά άτομα, το 
οποίο, μολονότι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διεκδίκηση και την κατοχύρωση της 
ισότιμης συμπερίληψης και συμμετοχής τους στην ευρύτερη κοινωνία, παραγνωρίζει 
ένα από τα στοιχεία που είναι κομβικά, τόσο για την ίδια την έννοια της 
προσβασιμότητας, όσο και για τη συγκρότηση της ακουστικής εμπειρίας στην 
τυφλότητα: το ρόλο της φωνής και μαζί με αυτόν το πώς τα τυφλά άτομα βιώνουν 
και διαχειρίζονται εκείνη την πλευρά της που μπορεί να  χαρακτηριστεί ως 
«ακουσματική» (acousmatic).       
Υιοθετώντας τη συγκεκριμένη έννοια από την ανάλυση του Chion (1999) για το ρόλο 
του ήχου και κυρίως της φωνής στο σινεμά,   ο Mladen Dolar γράφει ότι 
ακουσματική «είναι απλά μία φωνή η πηγή της οποίας δεν μπορεί να ιδωθεί, μία 
φωνή η καταγωγή της οποίας δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί, μία φωνή που δεν μπορεί 
να τοποθετηθεί» (2006: 60). Πρόκειται για μία «φωνή χωρίς σώμα», η οποία, όσο 
κοινότοπη κι αν έχει καταστεί σήμερα λόγω της παγκόσμιας διάδοσης των πολλών 
μέσων που μοιράζονται τον ακουσματικό χαρακτήρα της (γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, 
τηλέφωνο, μαγνητόφωνο, κ.ο.κ.) (όπ.π.: 63), δεν παύει να είναι συνυφασμένη με 
μία ιδιαίτερα περίπλοκη μορφή εξουσίας. Σε αυτήν ακριβώς τη διάσταση της φωνής 
είναι που εστιάζει ο Dolar, όταν, παράλληλα με τον τεχνικό ορισμό της έννοιας 
του ακουσματικού ως «θορύβου που ακούμε χωρίς να βλέπουμε τι τον προκαλεί», μας 
παραπέμπει - όπως και ο Chion - και στη φιλοσοφική του καταγωγή. «Ακουσματικοί 
(Acousmatics) ήταν οι μαθητές του Πυθαγόρα, οι οποίοι, κρυμμένοι πίσω από μία 
κουρτίνα, παρακολουθούσαν [σιωπηλοί] τη διδασκαλία του για πέντε χρόνια χωρίς 
να μπορούν να τον δουν», μας λέει συγκεκριμένα, (όπ.π.: 61). Βασική επιδίωξη 
ενός τέτοιου τεχνάσματος απόκρυψης ήταν ο διαχωρισμός του πνεύματος από το 
σώμα: όχι μόνο για να απαλλαχθούν οι μαθητές από τους οπτικούς περισπασμούς που 
προκαλούν οι εκφράσεις του προσώπου, οι χειρονομίες ή όποια άλλη κίνηση του 
σώματος εμπεριέχει μία ομιλία μπροστά σε κοινό και, έτσι, να συγκεντρώσουν την 
προσοχή τους «μόνο στη φωνή και στο νόημα που προερχόταν από αυτή», αλλά, 
κυρίως, γιατί «ήταν η ίδια η φωνή που αποκτούσε κύρος και επιπλέον νόημα, 
εξαιτίας του γεγονότος ότι η πηγή της συγκαλυπτόταν» (όπ.π.: 61-2).
Σαν μία άλλη μορφή πνεύματος, λοιπόν, η αποσωματοποιημένη φωνή του δασκάλου 
φάνταζε «παντοδύναμη και πανταχού παρούσα» (όπ.π.) και είναι λόγω αυτού που ο 
Dolar συμπεραίνει ότι η εξουσία που χαρακτηρίζει την κρυμμένη φωνή είναι 
δομική, μπορεί, δηλαδή, να παραχθεί από οποιοδήποτε άλλο μέσο κατορθώνει να 
αποκρύψει την καταγωγή της. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί συχνά η οθόνη του 
σινεμά ή της τηλεόρασης, εξηγεί περαιτέρω, και κυρίως οι τεχνολογίες μεταφοράς, 
εγγραφής ή αναπαραγωγής ήχου, οι οποίες, λειτουργώντας αρχικά ως υποκατάστατο 
της πηγής που δε φανερώνουν, καταλήγουν να παίρνουν τη θέση της με έναν τρόπο 
φυσικό και απροβλημάτιστο (όπ.π.: 62-3).   Υπό αυτό το πρίσμα μπορούν να 
ερμηνευθούν και όσες ομιλούσες εφαρμογές επιδιώκουν να αμβλύνουν το πρόβλημα 
της προσβασιμότητας που προκύπτει από την οπτική αναπηρία. Γιατί η ακουσματική 
φωνή που χρησιμοποιούν για να αντιστοιχίσουν άμεσα το λόγο με την εικόνα που 
δεν μπορεί να ιδωθεί ενέχει διαστάσεις εξουσίας που υποδεικνύουν ότι ο ρόλος 
της στην τυφλότητα χρειάζεται να προσεγγιστεί πέρα από τη θεώρησή της ως 
ακουστικού εργαλείου. Μιλώντας για το πώς το άκουσμα μιας φωνής που του 
απευθύνεται ξαφνικά μπορεί να φέρει μία βία παρόμοια με εκείνη ενός 
απροσδόκητου ή ανοίκειου αγγίγματος, ο Τάσος στρέφει την ανάλυση προς αυτήν 
ακριβώς την κατεύθυνση:

Παρατηρώ τον τελευταίο καιρό ότι υπάρχει μία βιαιότητα. Οι άνθρωποι με 
αρπάζουν. Οι ταξιτζήδες, για παράδειγμα, αλλά και γενικά. Και με τον ήχο, όμως, 
μπορεί κανείς να σε αγγίξει βίαια. Περπατάω στο πεζοδρόμιο και απ' το πουθενά 
έρχεται κάποιος άγνωστος να μου μιλήσει και να μου πει ότι σε λίγο είναι ο 
δρόμος. Έτσι, χωρίς καμία εισαγωγή. Και του απαντάω απότομα, «ξέρω, ξέρω». 
Γιατί, εγώ κινούμαι από μνήμης και ακούω κιόλας τα αυτοκίνητα στον κεντρικό 
δρόμο. Έτσι ξαφνικά, όμως, ταράζομαι. Το jaws [ένα ομιλούν λογισμικό] που έχω 
στον υπολογιστή κάνει το ίδιο. Μιλάει χωρίς προειδοποίηση, γιατί είναι 
προγραμματισμένο να διαβάζει ό,τι γράφει η οθόνη. Εκεί, λοιπόν, που είμαι 
απορροφημένος διαβάζοντας κάποιο κείμενο, αυτό αρχίζει και μιλάει για να 
περιγράψει κάποια αναβάθμιση που κατεβαίνει από μόνη της. Ή, μπορεί να είμαι 
ξαπλωμένος, να έχω αφήσει τον υπολογιστή ανοιχτό στο δίπλα δωμάτιο και 
απροειδοποίητα να ακούσω φωνές. Τότε τρομάζω.

Με αφορμή τη συγκεκριμένη αφήγηση, αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι ανάμεσα 
στην ηχογραφημένη ή ηλεκτρονικά κατασκευασμένη φωνή στην οποία βασίζονται τα 
ομιλούντα προγράμματα και στην πιο «άμεση» και «φυσική» που χαρακτηρίζει τις 
λεκτικές περιγραφές των βλεπόντων υπάρχει μία ποιοτική διαφορά που απαιτεί 
ξεχωριστές προσεγγίσεις σχετικά με το πώς η κάθε μία συγκροτεί την ακουστική 
εμπειρία στην τυφλότητα. Εστιάζοντας, ωστόσο, στο ότι και τα δύο είδη φωνών 
προέρχονται από πηγές που δεν μπορούν να ιδωθούν, η ανάλυση στρέφεται καταρχάς 
προς την εξουσία που ασκούν από κοινού εξαιτίας της ακουσματικής τους φύσης: 
την εξουσία να βλέπουν αντί αυτών που δεν μπορούν να δουν, ή καλύτερα, να 
αντιλαμβάνονται αντί αυτών που δε βλέπουν, και αναλόγως να υπαγορεύουν. 
Δημιουργείται, έτσι, ένα καθεστώς συνέργειας μεταξύ του πανοπτικού βλέμματος 
και της ακουσματικής φωνής, υπό το οποίο η φωνή που περιγράφει ό,τι βλέπει 
μοιάζει συχνά να αυτενεργεί. Να μεταφέρει, δηλαδή, με δική της πρωτοβουλία 
πληροφορίες που, αντί να βοηθούν, καταλήγουν να αιφνιδιάζουν δυσάρεστα και να 
παραβιάζουν τα προσωπικά όρια όσων δεν έχουν εξοικειωθεί ακόμη με το άκουσμά 
τους, ή να κάνουν τους πιο έμπειρους να δυσανασχετούν, καθώς αποσπούν την 
προσοχή τους ως ενοχλητικοί ήχοι που προτιμότερο θα ήταν να σιγάσουν. 
Μολονότι, επομένως, οι υπάρχουσες ομιλούσες τεχνολογίες και πρακτικές αποτελούν 
ένα από τα σημαντικά εργαλεία που τα τυφλά άτομα χρησιμοποιούν καθημερινά για 
να βελτιώσουν το επίπεδο της προσβασιμότητάς τους, δεν παύουν να βασίζονται σε 
μία φωνή που τους απευθύνεται σα να ήταν δέκτες παθητικοί.  Σε αυτήν ακριβώς 
την άνιση σχέση ασκεί κριτική και ένα μέρος της βιβλιογραφίας που εστιάζει στις 
ακουστικές περιγραφές των θεάτρων. Βασιζόμενος στην προσωπική του εμπειρία ως 
τυφλού θεατρόφιλου και ηθοποιού, ο Liam O'Carrol αναφέρει, λόγου χάρη, ότι 
μεταξύ των προβλημάτων που παρουσιάζουν,  το πιο βασικό είναι ότι «ο ακροατής 
χάνει τον έλεγχο: το τι και πότε θα του λεχθεί αποφασίζεται από κάποιον άλλο» 
(2001: 106). Σύμφωνα με τον O'Carrol, αυτό δε σημαίνει ότι η πρακτική της 
ακουστικής περιγραφής είναι άσκοπη και ότι θα έπρεπε να καταργηθεί. άλλωστε 
έχει προσελκύσει σημαντικό αριθμό τυφλών ατόμων στο θέατρο και έχει αφυπνίσει 
την πολιτική τους συνείδηση ως προς το ζήτημα της πρόσβασης σε αυτό. Σημαίνει, 
όμως, ότι αναπαράγει την ευρέως αποδεκτή παραδοχή πίσω από την αρχική της 
σύλληψη και μετέπειτα εξάπλωσή της ότι τα τυφλά άτομα μπορούν να 
παρακολουθήσουν μία παράσταση μόνο εφόσον έχει μεταφραστεί σε λέξεις (όπ.π.: 
106-107). Θεωρώντας, έτσι, δεδομένο ότι «όσο πιο ρηματοποιημένο (verbal) το 
έργο, τόσο πιο προσβάσιμο», ο τρόπος με τον οποίο παρέχεται συνήθως η υπηρεσία 
των ακουστικών περιγραφών παρακάμπτει το γεγονός ότι είναι συχνά τα ίδια τα 
ηχητικά μέρη του (το προς αφήγηση κείμενο, οι διάλογοι μεταξύ των ηθοποιών, ο 
τρόπος εκφοράς της φωνής, διάφοροι θόρυβοι που προδίδουν σωματική κίνηση και 
δράση, κ.λπ.) που επιτρέπουν στα τυφλά άτομα να το αντιληφθούν στις 
λεπτομέρειές του (όπ.π.: 107). Το πόσο περιττές μπορεί να αποδειχθούν οι 
λεκτικές πληροφορίες για το οπτικό περιεχόμενο κάποιας παράστασης, όταν δεν 
προσθέτουν τίποτα από τα παραπάνω, αλλά αντιθέτως αποσπούν την ακουστική 
προσοχή (όπ.π.), προκύπτει και από την παρατήρηση πολλών ότι «Οι περιγραφές 
είναι χαζές. Σου λένε αυτό που μπορείς να καταλάβεις και δεν ακούς και τον 
ηθοποιό». Ή, όπως αναφέρει η Φλώρα: 

Πρόσφατα είδα το Το Θαύμα της Άννυ Σάλιβαν.   Η παράσταση ήταν φανταστική, δεν 
έχω λόγια. Και η πιτσιρίκα που έπαιζε καταπληκτική. Το μόνο σπαστικό ήταν η 
περιγραφή. Στην αρχή περιγράφει τα ρούχα των ηθοποιών και το σκηνικό. Διαβάζει 
και το πρόγραμμα. Αυτά εντάξει. Μετά από δέκα λεπτά, όμως, το έβγαλα. Μου είπε 
και η κοπέλα που ήταν μαζί μου, «βγάλτο και θα σου λέω εγώ ό,τι είναι». Έκανε 
περιγραφή, τι να πω... σα να μιλούσε σε ηλίθιους. Ή εγώ είμαι περίεργη, δεν 
ξέρω. Λέει ας πούμε σε κάποια φάση ότι «τώρα είναι συγκινημένη». Τι μου το λες; 
Το καταλαβαίνω από τη φωνή ότι είναι συγκινημένη [...] Ή, σε μία άλλη παράσταση 
που είχα πάει, κάποιος πυροβολούσε και έλεγε η περιγραφή ότι «τώρα πυροβολεί». 
Μπορούσε, όμως, κανείς να το καταλάβει πολύ εύκολα και από τον ήχο. Από την 
άλλη, εξαρτάται και από το πώς τα προσλαμβάνει κανείς. Η περιγραφή μπορεί να 
λέει ότι το φόντο είναι μαύρο, ενώ στην πραγματικότητα να είναι γκρι.   

Τόσο η αφήγηση της Φλώρας και η ανάλυση του O'Carrol σχετικά με την ωφελιμότητα 
της ακουστικής περιγραφής, όσο και οι εκτεταμένες συζητήσεις μεταξύ των τυφλών 
ατόμων για το πώς μπορούν να απενεργοποιηθεί ο ήχος των τεχνολογιών που μιλάνε 
όταν είναι ενοχλητικός, ή ακόμη, η δυσφορία του Τάσου απέναντι σε εκείνες τις 
φωνητικές οδηγίες που έρχονται «από το πουθενά» για να του υποδείξουν το δρόμο, 
συνδιαμορφώνουν μια κριτική που παραπέμπει στην παρατήρηση του Dolar σχετικά με 
το διπλό χαρακτήρα της φωνής: «ως εξουσίας (authority) πάνω στον Άλλο και ως 
έκθεσης (exposure) απέναντι στον Άλλο» (2006: 80). Η αμφίσημη αυτή εννοιολόγηση 
είναι συνυφασμένη και με την ακοή. Έτσι, ενώ από τη μία πλευρά η συγκεκριμένη 
αίσθηση συνδέεται τόσο άμεσα με τη στάση της υπακοής, ώστε να θεωρείται ότι 
«από τη στιγμή που κάποιος ακούει, έχει ήδη αρχίσει να υπακούει» (όπ.π.: 75),   
από την άλλη, στέκεται, επίσης, για να αξιολογήσει τα λεγόμενα αυτού που 
μιλάει. Ο φορέας της φωνής, εξηγεί ο Dolar, «είναι κάποιος που εκθέτει τον 
εαυτό του και έτσι εκτίθεται στην επίδραση της εξουσίας, η οποία δε βρίσκεται 
μόνο στο προνόμιο της φωνητικής εκπομπής, αλλά άπτεται του ακροατή». Η 
κυριαρχία, τότε, προβάλλει «όχι μόνο [με] τη μορφή της επιβλητικής φωνής, αλλά 
και του αυτιού» (όπ.π.: 80).  Στη βάση της διαφορετικής αυτής οπτικής γωνίας η 
ανάλυση της ακουσματικής φωνής στην τυφλότητα μπορεί να μεταφερθεί από την 
εξουσία που ασκεί στα τυφλά άτομα η πηγή παραγωγής της σε εκείνη που φαίνεται 
να αποκτούν τα ίδια, όταν στρέφουν την προσοχή τους προς το άκουσμά της.  
Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να ερμηνευθεί, για παράδειγμα, η αμηχανία που 
αισθάνθηκα πολλές φορές, όταν χρειάστηκε να παραστώ ως εθελόντρια-συνοδός σε 
μία σειρά θεατρικών έργων, με σκοπό να διευκολύνω την κίνηση των τυφλών ατόμων 
στους εσωτερικούς χώρους του θεάτρου (στην αίθουσα παραστάσεων, στο μπαρ, στην 
τουαλέτα, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός), και να φροντίσω την εύρεση ταξί 
για την αναχώρησή τους. Οι οδηγίες που μου δόθηκαν ως προς τις υποχρεώσεις μου 
αυτές ήταν σαφείς εξ αρχής, όχι όμως και ο ρόλος που θα αναλάμβανα κατά τη 
διάρκεια των ίδιων των παραστάσεων, ο οποίος εν πολλοίς παρέμενε άρρητος. 
Υπέθεσα, έτσι - δεδομένης, επιπλέον, της απουσίας ακουστικής περιγραφής - ότι 
αυτό που αναμενόταν από εμένα ήταν να προσέξω τα οπτικά κυρίως μέρη, ώστε να τα 
περιγράψω στους/στις διπλανούς/ές μου με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και 
λεπτομέρεια. Το συγκεκριμένο καθήκον κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Γιατί, εκτός 
από κάποιες ερωτήσεις που μου απευθύνονταν χαμηλόφωνα και στις οποίες απαντούσα 
με τον ίδιο τρόπο, υπήρξαν και πολλές στιγμές κατά τις οποίες η επιλογή για το 
τι χρειαζόταν να λεχθεί έμοιαζε να αφήνεται εντελώς στη δική μου κρίση. Μία 
προνομιακή θέση μου προσφερόταν τότε, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, που με 
εξουσιοδοτούσε να αξιολογώ το τι αξίζει να ρηματοποιηθεί και τι όχι, η οποία, 
όμως, έχανε το κύρος της κάθε φορά που η περιγραφή μου δεν έβρισκε άλλη 
ανταπόκριση πέρα από σιωπή ή ένα συγκαταβατικό νεύμα του κεφαλιού.  
Ερμηνεύοντας τις αντιδράσεις αυτές ως διακριτική ένδειξη ενόχλησης ή/και ως 
έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι στα μάλλον «χαζά» και περιττά σχόλιά μου, η 
απόφαση για το αν θα έπρεπε να συνεχίσω ή να σωπάσω, εξαρτιόταν από την ένταση 
μιας αμφισημίας: αυτής που σχετίζεται οπωσδήποτε με το γεγονός ότι τα όρια 
μεταξύ του ακουστικά και του οπτικά αντιληπτού είναι συχνά δυσδιάκριτα, αλλά 
κυρίως με την παρατήρηση του Dolar ότι «υπάρχει μία επίδραση (effect) - ή 
καλύτερα ένα συναίσθημα (affect) - ντροπής που συνοδεύει τη φωνή [...] το οποίο 
ανήκει, όχι στην ψυχολογία», αλλά στη δύναμη του ακροατή «να αποφασίσει για τη 
μοίρα της φωνής και του αποστολέα της» (όπ.π.). 
Αν, λοιπόν, ο δισταγμός μου να σχολιάσω μέρη των θεατρικών παραστάσεων προέκυψε 
ως προϊόν της εξουσίας που αποκτά το τυφλό άτομο πάνω σε αυτόν που του 
απευθύνεται, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το αίσθημα απώλειας του 
εαυτού που βίωσα, όταν για πρώτη φορά αντιλήφθηκα ότι ο ρόλος του συνοδού είναι 
συνυφασμένος, μεταξύ άλλων, με μία φωνή, η οποία δε δικαιούται να ακουστεί και 
επομένως να αρθρωθεί, παρά μόνο εάν πρόκειται να μιλήσει για εκείνα που ο 
συνοδευόμενος δεν μπορεί να δει. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι ο συνοδός 
βρίσκεται εκεί μόνο για να βλέπει αντί του τυφλού ατόμου - αυτό άλλωστε 
εξαρτάται και από το είδος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο που 
συμμετέχουν στην από κοινού αντίληψη των πραγμάτων, όπως εξηγώ στο επόμενο 
κεφάλαιο - αλλά ότι υπάρχουν στιγμές που δεν του αναγνωρίζεται άλλη θέση εκτός 
από εκείνη της προσφοράς υπηρεσιών. Αυτόν ακριβώς τον αποκλεισμό αντιμετώπισα 
κατά τους πρώτους μήνες της εργασίας μου στο σωματείο, συνοδεύοντας τη Φλώρα σε 
μία συνάντηση ενημέρωσης σχετικά με τον αθλητισμό για άτομα με προβλήματα 
όρασης, όπου, εκτός από το να την οδηγήσω στον χώρο, έπρεπε, επιπλέον, να τη 
φέρω σε επαφή με όσους ήθελε να μιλήσει, αλλά ήταν δύσκολο να εντοπίσει. 
Επρόκειτο για μία πρακτική αναζήτησης απλή σε γενικές γραμμές και συνηθισμένη 
στη συνοδεία (με μόνη προϋπόθεση τη διακριτικότητα στην απεύθυνση, έτσι ώστε ο 
τυφλός άλλος να μην αιφνιδιαστεί στο άκουσμα της φωνής που τον καλεί), η οποία, 
όμως, στη δεδομένη συνθήκη, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, ενώ εγώ δε 
γνώριζα κανέναν, μετατράπηκε σε μία περίπλοκη διαδικασία που έκανε τη θέση μου 
κάτι περισσότερο από αμήχανη. 
Το βασικό πρόβλημα που προέκυψε δεν ήταν τόσο το πώς θα μπορούσα να εντοπίσω 
εκείνους για τους οποίους το μοναδικό στοιχείο που μου δινόταν ήταν το όνομά 
τους - μία δυσκολία που λυνόταν τελικά, είτε γιατί η Φλώρα με ενημέρωνε για 
κάποια χαρακτηριστικά της εμφάνισής τους που τύχαινε να ξέρει ότι είχαν, είτε 
γιατί μου επαναλάμβανε κάποια φράση που μόλις είχε εκφέρει αυτός που 
αναζητούσαμε - όσο το ότι θα έπρεπε να τους προσεγγίσω με μία φωνή, τη δική 
μου, που τους ήταν παντελώς άγνωστη. Ένα αίσθημα ανοικειότητας μου 
δημιουργήθηκε τότε, το οποίο εντεινόταν κάθε φορά που η Φλώρα με παρουσίαζε 
στους γνωστούς της «ως το κορίτσι που βοηθάει στο γραφείο» και που δεν 
υποχώρησε ούτε τη μοναδική στιγμή που με σύστησε σε κάποιον τυφλό άνδρα με το 
όνομά μου. Αντιθέτως οξύνθηκε. Γιατί ακούγοντάς τον να ρωτάει, σα να μην ήμουν 
παρούσα, «Ποια είναι η Έλια;» και τη Φλώρα να απαντάει για λογαριασμό μου, 
άρχισα να συνειδητοποιώ ότι για τους/τις παρευρισκόμενους/ες στη συνάντηση δεν 
ήμουν μόνο αόρατη, αλλά, επιπλέον, δεν είχα ούτε όνομα, ούτε φωνή, κανέναν 
ίχνος που να μαρτυρά την παρουσία μου εκεί, πέρα από αυτό της σιωπηλής συνοδού. 
Η ανυπαρξία μου αυτή κατέστη απόλυτη, όταν βρέθηκα εκτός του κύκλου που κάποια 
τυφλά άτομα, συμπεριλαμβανομένης της Φλώρας, είχαν σχηματίσει για να σχολιάσουν 
όσα είχαν ειπωθεί κατά τη διάρκεια της  ενημέρωσης. Κοιτάζοντάς τα από μακριά, 
η «απόσταση» ανάμεσά μας, παρότι μπορούσε να γεφυρωθεί με λίγα μόνο βήματα εκ 
μέρους μου, έμοιαζε να είναι απροσπέλαστη. Η φωνή μου, αυτό, δηλαδή, που θα μου 
έδινε τη δυνατότητα να δηλώσω αρχικά την παρουσία μου μεταξύ τυφλών ατόμων και 
στη συνέχεια να «εισχωρήσω» στον κύκλο της συζήτησή τους, είχε καταργηθεί 
παράλληλα με το ρόλο μου ως συνοδού. προσωρινά, τουλάχιστον, μέχρι η Φλώρα να 
ολοκληρώσει την κουβέντα της και, αναζητώντας ξανά τη βοήθειά μου, να φωνάξει 
το όνομά μου.
Το όνομα, γράφει ο Derrida, στην ανάλυσή του για το παράδοξο της φιλοξενίας, 
«ποτέ δεν είναι καθαρά ατομικό» (2006: 31), αλλά στοιχειοθετεί «μία από τις 
λεπτές, ενίοτε ασύλληπτες διαφορές μεταξύ του ξένου και του απόλυτου άλλου», 
αυτού, δηλαδή, που μπορεί «να μην έχει όνομα και επώνυμο» (όπ.π.: 33). Το πρώτο 
ερώτημα που τίθεται, επομένως, στον ξένο προκειμένου να του παραχωρηθεί η 
φιλοξενία που ζητά αφορά στο όνομά του (όπ.π.: 35). Υπό αυτό το πρίσμα 
χρειάζεται να προσεγγιστεί και η ερώτηση που θέτουν συχνά τα τυφλά άτομα σε 
εκείνη τη φωνή που τους απευθύνεται, αλλά, ανοίκεια καθώς είναι στο άκουσμά 
της, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την πηγή από την οποία προέρχεται. «Ποιος 
είναι;», ρωτούν σε αυτές τις περιπτώσεις την άγνωστη φωνή, ζητώντας της κατά 
τρόπο άμεσο και επιτακτικό να παρουσιάσει αυτόν που τη φέρει και του οποίου 
μοιάζει να προηγείται. «Είμαι η Έλια», θα μπορούσα να απαντήσω, αν είχα 
ερωτηθεί κατά τη διάρκεια της παραπάνω συνάντησης. Αλλά και πάλι, «ποια είναι η 
Έλια;», θα ήταν ενδεχομένως η επόμενη αντίδραση, υποδεικνύοντας, έτσι, ότι ο 
ξένος - εκείνος που η παρουσία του γίνεται αντιληπτή, αλλά που η φωνή του δεν 
αντιστοιχεί σε κάποιο οικείο πρόσωπο - ερωτώμενος για το όνομά του (ή την 
ιδιότητά του, σε άλλα συμφραζόμενα), αποκτά το δικαίωμα να μιλήσει και να 
εκθέσει στην ακοή όσα η όραση θα επιχειρούσε να ανιχνεύσει σιωπηλά με το βλέμμα 
της. «Το να γνωρίζομαι με κάποιον εξαρτάται από το να γνωρίζω το όνομά του», 
επισημαίνει για παράδειγμα ο Hull, για να εξηγήσει ότι το όνομα συνιστά το 
λεκτικό στοιχείο στο οποίο τα τυφλά άτομα συνδέουν τη φωνή (αλλά και τη 
χειραψία) όσων συναντούν, αρχίζοντας να χτίζουν την ιστορία τους (2001: 89). 
Αυτό δε σημαίνει ότι η φωνή στην τυφλότητα επιφορτίζεται με το ρόλο του 
«ακουστικού αντίγραφου» της εικόνας,  αλλά ότι καλούμενη να απαντήσει στο 
ερώτημα περί του ονόματος που κοινοποιεί, εμπλέκει το μη αναγνωρίσιμο φορέα της 
σε μία διαδικασία ακουστικής αντικειμενοποίησης: η φωνή του υπάρχει «εκεί» για 
να μεταφέρει και, έτσι, να συνδεθεί με το λεκτικό περιεχόμενο του ονόματός του 
(ή με άλλες πληροφορίες την πλαισιώνουν) και την ίδια στιγμή να εγγράψει στη 
μνήμη των τυφλών ατόμων χαρακτηριστικά της (τη χροιά, τον τόνο, το βάθος, το 
ρυθμό, κ.ο.κ.) που την κάνουν να ηχεί διαφορετικά από όλες τις άλλες. «Η φωνή 
λειτουργεί κυρίως αναγνωριστικά. Για να ξέρεις ότι τώρα μιλάς με τον Τάδε», 
διευκρινίζει ο Κώστας, αφηγούμενος το ακόλουθο περιστατικό:
Τις προάλλες είχα πάει σε μία τράπεζα. Η ταμίας που με εξυπηρέτησε είχε μία 
φωνή πολύ γλυκιά. Βγήκε έξω να με συνοδεύσει για λίγο και εκεί που περίμενα μια 
πολύ λεπτή γυναίκα, ακουμπώντας το μπράτσο της και νιώθοντας το σώμα της δίπλα 
μου, κατάλαβα ότι ήταν τεράστια. [...] Από το άγγιγμα μπορείς να καταλάβεις αν 
ο άλλος είναι ψηλός ή χοντρός, αν έχει τα μαλλιά του μακριά ή κοντά. Η φωνή 
είναι πολύ παραπλανητική.

Ή, όπως λέει η Φλώρα: 

Όταν γνωρίζω κάποιον για πρώτη φορά, δεν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ πώς 
είναι εμφανισιακά, πώς είναι τα μάτια του, πώς είναι εκείνο, πώς είναι τ' άλλο. 
Ίσως να ρωτήσω κάποιον που βλέπει, αλλά είναι κάτι που δε θα μου μείνει. Δε θα 
μου μείνει, δηλαδή, αν ο άλλος έχει πράσινα μάτια ή αν έχει μπλε, καφέ ή μαύρα. 
Αν το ρωτήσω, θα είναι στιγμιαία, ξέρεις, πώς είναι αυτός, πώς είναι εκείνος. 
Σημαντικό είναι η φωνή. Το πρώτο σημαντικό. Όπως για σας η πρώτη εικόνα είναι 
αυτό που βλέπετε, είτε μας αρέσει είτε όχι, για μας είναι η φωνή.

Αν, λοιπόν, τα τυφλά άτομα αναφέρονται συχνά στη φωνή σα να ήταν μία άλλη 
«εικόνα», δεν είναι γιατί αναζητούν άμεσες αντιστοιχίες μεταξύ του ακουστικά 
και του οπτικά αισθητού, αλλά γιατί είναι αυτή που τους επιτρέπει να 
προσεγγίσουν τον παρόντα άλλο «από μακριά», να τον γνωρίσουν ή να τον 
ανα-γνωρίσουν βάσει εκείνης της αίσθησης που έχει θεωρηθεί ως η πιο «απόμακρη» 
(distanced) μετά την όραση (Howes και Classen 1991: 275, Rodaway 1994: 89, 
Classen 1998: 7, 2012: 75, Bull και Back 2003: 4). Μία απόσταση παρεμβάλλεται, 
έτσι, στην αντιληπτική σχέση μεταξύ της ακοής και της φωνής που της 
απευθύνεται, η οποία περιλαμβάνει, τόσο τα στερεότυπα με τα οποία είναι 
επενδεδυμένη η τελευταία (η γλυκιά, γυναικεία φωνή παραπέμπει αυτόματα σε μία 
λεπτεπίλεπτη φιγούρα, όπως προανέφερε ο Κώστας, η νεανική σε μία ηλικία 
μικρότερη από την πραγματική, εκείνη που ακούγεται θηλυπρεπής σε κάποιον 
ομοφυλόφιλο άνδρα, κ.ο.κ.),  όσο και τις συμβάσεις της βλέπουσας κοινωνίας που 
καθορίζουν την επικοινωνία. Αυτές, τα τυφλά άτομα φροντίζουν στο μέτρο του 
δυνατού να τις επιτελούν, εξηγεί η Βάσω, έτσι ώστε η συμπεριφορά τους να μη 
θεωρηθεί «τυφλική»: 

Το να μην κοιτάς το συνομιλητή σου είναι ένας τυφλισμός. Γιατί ο βλέπων το 
θεωρεί πολύ φυσιολογικό. Άμα δεν τον κοιτάς, σου λέει κάτι έχει να μου κρύψει, 
κάτι γίνεται, κάτι έχει μαζί μου. Ο καημένος ο τυφλός, όμως, και ιδίως αυτός 
που είναι εκ γενετής, δεν τη νιώθει την ανάγκη, δεν το έχει συνηθίσει. Πρέπει 
να του το μάθεις αυτό, ότι έτσι πρέπει να συμπεριφέρεσαι, να κοιτάς τον άλλο. 
Πολλοί τυφλοί όμως, όταν μιλάνε, στρέφουν το πρόσωπό τους αλλού. Δεν το 
καταλαβαίνουν ότι έχουνε κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις νόρμες. Ε, αυτό είναι 
ένας τυφλισμός.
  
Το να οφείλεις, ή καλύτερα, να πρέπει να μάθεις «να κοιτάς τον άλλο», εκείνον 
με τον οποίο συνομιλείς, ακόμη και όταν δεν μπορείς να τον δεις, συνιστά μία 
κοινωνική επιταγή, η οποία, στις συναντήσεις μεταξύ τυφλών ατόμων, χάνει την 
ισχύ της. Γιατί σε αυτές τις περιστάσεις, το θορυβώδες ανακάτεμα των φωνών που 
συνεπάγεται  συνήθως η απουσία της καθιερωμένης οπτικής επαφής,   θέτει σε 
εκκρεμότητα όχι μόνο την οπτικοκεντρική θεώρηση ότι η επικοινωνία μεταξύ εαυτού 
και άλλου συντελείται στο επίπεδο των ματιών και του προσώπου, αλλά και μία από 
τις βασικές παραδοχές του σύγχρονου λογοκεντρισμού: τη μονομερή αναγωγή της 
φωνής σε μέσο μεταφοράς του λόγου.  
«Εκτός του λόγου (speech), η φωνή δεν θεωρείται παρά ένα ασήμαντο περίσσευμα 
(insignificant leftover)», γράφει σχετικά η Adriana Cavarero (2005: 12), για να 
διευκρινίσει ότι, στη δυτική σκέψη, όταν δεν επιτελεί το «βοηθητικό ρόλο της 
εκφοράς (vocalization) των διανοητικών σημαινόμενων (mental signified)», η φωνή 
απαξιώνεται ως «μία εξωγλωσσική σφαίρα άσκοπων εκπομπών, που είναι σωματικά 
επικίνδυνες, αν όχι σαγηνευτικές ή εν μέρει ζωικές» (όπ.π.: 13).   Υπό το 
πρίσμα του υποβιβασμού της φωνής ως άσκοπης ή ενοχλητικής μπορούν να 
ερμηνευθούν και τα σχόλια δυσανασχέτησης που ακούγονται συνήθως όταν οι 
συνομιλίες μεταξύ των τυφλών ατόμων δεν περιορίζονται στην κατά πρόσωπο 
επικοινωνία, αλλά διαχέονται στον χώρο, κάνοντας τη μία φωνή να μπερδεύεται με 
την άλλη - εκείνη που αναζητά κάποιον, φωνάζοντας το όνομά του, ή που 
χαιρετίζει τους παρευρισκόμενους ώστε να δηλώσει την παρουσία του κατόχου της, 
με αυτή που απαντά από μακριά στα οικεία καλέσματα, φέρνοντας τα νέα της 
εβδομάδας, ή με την άλλη που καταφθάνει για να πιάσει κουβέντα χωρίς να έχει να 
αντιληφθεί ότι διακόπτει μία που έχει ήδη ξεκινήσει. «Το νηπιαγωγείο βγήκε 
εκδρομή», μπορεί, τότε, να πει κάποιος με διάθεση ειρωνείας, ή «Σκάστε, 
ΠΙΚΠΑ!», να φωνάξει εκνευρισμένα κάποιος άλλος, επιχειρώντας, κατ' αυτόν τον 
τρόπο, να επιβληθεί σε όσους «τυφλίζουν», όπως συχνά λένε μεταξύ τους. Γιατί οι 
φωνές τους, αντί να μιλούν, «θορυβούν», αποκαλύπτοντας μία «πλεονάζουσα ηχητική 
υλικότητα [...] που υπερβαίνει τον έναρθρο λόγο», μία «ηχητική περίσσεια»  
(Πανόπουλος 2006: 20), η οποία, αν και στη δυτική κοινωνία εκλαμβάνεται - όπως 
κάθε θόρυβος - ως έλλειψη «πολιτισμού» και πνευματικής καλλιέργειας 
(Bijsterveld 2003),  στο πλαίσιο της τυφλότητας μοιάζει να αυτονομείται από την 
κυριαρχία του λόγου και να αναλαμβάνει το ρόλο να κάνει τη φωνή να ακούγεται 
«μοναδική και για αυτό, από τη στιγμή που είναι οικεία, [να] μπορεί να 
αναγνωριστεί», όπως γράφει η Cavarero (2005: 25).    
Το ότι είναι πρωτίστως η ηχητική διάσταση της φωνής - και όχι ο λόγος που 
εκφέρει - αυτή που προσδίδει στον άλλον μία φωνητική ταυτότητα, μετατρέποντάς 
τον σε μία ακουστικά αναγνωρίσιμη παρουσία, προκύπτει και από την αφήγηση του 
Στέφανου σχετικά με το δυσάρεστο συναίσθημα που του δημιουργήθηκε, όταν κατά τη 
διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης, αν και πολλά πρόσωπα του ήταν οικεία, η 
συνομιλία μαζί τους δε στάθηκε αρκετή για να τα αντιληφθεί:  

Στην παρουσίαση που πήγα προχθές δεν ήμουν καλά ψυχολογικά. Δεν μπορούσα να 
καταλάβω με ποιον μιλούσα. Είχε πολλή φασαρία, μιλούσαν σιγά ή μου ψιθύριζαν 
στο αυτί. Κάποια στιγμή ήρθε να μου μιλήσει μία πολύ καλή μου φίλη που 
βρισκόταν εκεί. Εγώ, όμως, νόμισα ότι ήταν η γυναίκα που καθόταν από πίσω μου. 
Το κατάλαβα μόνο την επόμενη μέρα κι αυτό γιατί μου το είπε η ίδια. Αισθάνθηκα 
πολύ άσχημα.   

Παρότι, λοιπόν, κάποιος μπορεί να έχει εγγραφεί στη μνήμη των τυφλών ατόμων ως 
μία γνώριμη φωνή, που στο άκουσμά της γίνεται στιγμιαία αναγνωρίσιμος, σε 
πολλές περιπτώσεις τα λεγόμενά του δεν επαρκούν για μία τέτοια ταυτοποίηση. 
Είτε γιατί το ευρύτερο περιβάλλον δυσχεραίνει τη συγκέντρωση της ακουστικής 
προσοχής, είτε γιατί η συνάντηση τυχαίνει να προκύψει σε συμφραζόμενα άλλα από 
τα συνηθισμένα, το γεγονός παραμένει: η φωνή που μιλάει δεν παραπέμπει σε 
κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως θα ήταν το αναμενόμενο, και ο οικείος άλλος 
γίνεται ανοίκειος, έστω και προσωρινά.   
«Η πράξη του ομιλείν είναι σχεσιακή (relational)», υπογραμμίζει η Cavarero: 
πέραν του συγκεκριμένου λεκτικού νοήματος που μεταφέρει, αυτό που επικοινωνεί 
πρώτα και κύρια είναι «η ακουστική, εμπειρική, υλική σχεσιακότητα των μοναδικών 
φωνών» (όπ.π.: 12). Σα να προηγείται των λέξεων που εκφέρει, με άλλα λόγια, η 
φωνή απευθύνει στην ακοή των τυφλών ατόμων πρωτίστως την ηχητική της διάσταση, 
εκείνη την ιδιαίτερη πτυχή της που είναι απαραίτητη για να ενεργοποηθεί η 
διαδικασία της αναγνώρισης και να ανακληθούν στη μνήμη τους προσώπα που είναι 
λιγότερο ή περισσότερο γνώριμα. Άλλες φορές πάλι, ο ήχος της φωνής, το «πώς 
ακούγεται ο άλλος» όπως συνηθίζουν να λένε τα τυφλά άτομα, προοικονομεί το 
είδος της σχέσης που θα αναπτύξουν μαζί του αν τον συναντούν για πρώτη φορά. 
«Μπορεί κάποια φωνή να με τραβήξει σ' έναν άνθρωπο, μπορεί κάποια άλλη να με 
απωθήσει», αναφέρει επ' αυτού η Φλώρα, εξηγώντας: 

Δε θα απορρίψω βέβαια κάποιον επειδή δεν έχει καλή φωνή. Σαφώς άμα έχει μία 
υστερική φωνή, αλλά θα του δώσω χρόνο να τον ακούσω. Αλλά, ξέρεις... Μία πιο 
ήρεμη φωνή σίγουρα σε επηρεάζει διαφορετικά. Για παράδειγμα, άμα ακούσω μία 
ωραία φωνή ενός άντρα, θα επιδιώξω να με συνοδεύσει. Ακόμη και να την ξέρω τη 
διαδρομή, αν μου αρέσει η φωνή του, εννοείται ότι θα το επιδιώξω. 

Ανεξάρτητα από το εάν ο εν δυνάμει «συνοδός» που αναφέρει η Φλώρα είναι κάποιος 
βλέπων ή τυφλός άνδρας (που τυχαίνει να γνωρίζει τη δεδομένη διαδρομή ή που 
διαθέτει κάποια εναπομείνασα όραση που διευκολύνει την κίνηση στον χώρο), αυτό 
που μπορεί να συμπεράνει κανείς από την αφήγησή της είναι ότι η φωνή, εκτός του 
λόγου, μοιάζει να προηγείται και του αγγίγματος: όχι μόνο γιατί μπορεί να 
πυροδοτήσει τη δημιουργία μίας σχέσης οικειότητας (ερωτικής, λόγου χάρη, όπως 
αφήνει να εννοηθεί η Φλώρα), στο πλαίσιο της οποίας το άγγιγμα θεωρείται ότι θα 
απολάμβανε μία θέση προνομιακή, αλλά κυρίως γιατί είναι αυτή που προετοιμάζει 
τον αντιληπτικό χώρο όπου η αφή θα μπορέσει να «φιλοξενήσει» το σώμα του άλλου. 
Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι η φωνητική επικοινωνία μοιράζεται με την απτική 
επαφή κάτι από την ρομαντικοποιημένη «αμεσότητα» με την οποία έχει επιφορτιστεί 
η αφή, όπως αναλύω στο επόμενο κεφάλαιο,  αλλα ότι από τη στιγμή που ο άλλος 
εκθέτει τη φωνή του στην ακουστική προσοχή των τυφλών ατόμων, η παρουσία του - 
που μέχρι τότε ήταν σιωπηλή και, επομένως, ανύπαρκτη - αρχίζει να γίνεται 
αντιληπτή και η «εικόνα» του - αυτή που κατά τη δυτική σκέψη έχει παγιωθεί ως 
μία κλειστή επιφάνεια - να «διαρρηγνύεται». Να αποκτά, δηλαδή, ρωγμές στις 
οποίες, μετά την ακοή που επανακατασκευάζει τον παρόντα άλλο γνωρίζοντας ή 
ανα-γνωρίζοντάς τον μέσω της φωνής του, μπορεί να εισχωρήσει και η 
υλικοποιητική επενέργεια της αφής.
WWW.EOTY.GR
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση