Και το βιβλίο φεύγει αέρας. Σπύρος

30 Ιουλ 2018, 01:12, ο χρήστης «Chrysella Lagaria <chrysellalaga...@gmail.com>» 
έγραψε:

> Δεν ξέρω για το βιβλίο ολόκληρο,
> το συγκεκριμένο απόσπασμα πάντως είναι καθηλωτικό, άκρως περιγραφικό και με 
> λεξιλόγιο και εκφράσεις άψογα τοποθετημένες στην εποχή για την οποία γράφει!
> Χρυσέλλα
> 
> Στάλθηκε από το iPhone μου
> 
> 29 Ιουλ 2018, 12:49, ο χρήστης «skordilis-spyros <spyri...@otenet.gr>» έγραψε:
> 
>> ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το 
>> κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος
>> 
>> --------------------------------------------------
>> From: "skordilis-spyros" <spyri...@otenet.gr>
>> Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM
>> To: "οραση list" <orasi@hostvis.net>
>> Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
>> 
>>> 
>>> Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
>>> 3 Votes
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την 
>>> πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας 
>>> Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και 
>>> για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της 
>>> πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο 
>>> Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«.
>>> 
>>> Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός 
>>> πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που 
>>> σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον 
>>> βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ 
>>> ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό 
>>> και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η 
>>> πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.
>>> 
>>> Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. 
>>> Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.
>>> 
>>> Γέεννα
>>> 
>>> Κυριακή 7 Αυγούστου 1917
>>> 
>>> Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη 
>>> άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια 
>>> καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό 
>>> του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το 
>>> τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, 
>>> ού­τε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα 
>>> ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;
>>> 
>>> «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα 
>>> απ' τους καπνούς και το ξενύχτι.
>>> 
>>> «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»
>>> 
>>> Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν 
>>> «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα 
>>> χάδι του καθώς περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια 
>>> γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος 
>>> και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι 
>>> κατάπινε έναν έναν τους δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις 
>>> αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον 
>>> περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το 
>>> λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε ενδεχόμενο, κι εκείνο το 
>>> κομμάτι του ουρανού που έβλε­πε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη 
>>> μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά.
>>> 
>>> Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και 
>>> χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η 
>>> υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική 
>>> εθιμο­τυπία.
>>> 
>>> «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον 
>>> καλησπερίσει.
>>> 
>>> «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο.
>>> 
>>> «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του 
>>> πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».
>>> 
>>> Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του.
>>> 
>>> «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το 
>>> δικαίωμα.»
>>> 
>>> Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.
>>> 
>>> «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση».
>>> 
>>> Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. 
>>> Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' 
>>> αφήνει πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι 
>>> από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή 
>>> της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα 
>>> ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να 
>>> στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.)
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο.
>>> 
>>> «Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβα­λάω όλη την κάπνα της 
>>> πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύ­ψει από τις λέξεις του μια επίγευση 
>>> ειρωνείας.
>>> 
>>> Ο Αλπερέν μπέης τού έδειξε βουβά την πολυθρόνα απέ­ναντι του, όπου ήταν και 
>>> η συνηθισμένη του θέση. Η Μίρζα πήρε ένα σκαμπό από τη γωνία με την 
>>> ανθοστήλη και το έβα­λε δίπλα στο γραφείο του πατέρα της.
>>> 
>>> «Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε μόλις κράτησε τη βεντάλια στα χέρια της.
>>> 
>>> Εκείνος σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι αρνήθηκε αποκαλύ­πτοντας ένα μέρος του 
>>> λαιμού του γεμάτο καρβουνόσκονη και ιδρώτα που είχε στεγνώσει πάνω του. 
>>> Απέναντι του ο Αλπερέν μπέης δεν έδειχνε και πολύ καλύτερός του. Δε 
>>> φο­ρούσε γραβάτα ούτε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν ανοι­χτό ως την αρχή 
>>> της κοιλιάς. Απ' το στήθος ξεχώριζαν πυ­κνές άσπρες τρίχες και το λευκό 
>>> μεταξωτό ύφασμα το στιγ­μάτιζαν λεκέδες από καφέ και τσάι. Η Μίρζα συνέχιζε 
>>> να κουνάει νευρικά τη βεντάλια της. Ήταν αυτή που έσπασε τη σιωπή ανάμεσά 
>>> τους:
>>> 
>>> «Τέτοια ζέστη δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου! Η φωτιά κά­τω στην πόλη έχει 
>>> μετατρέψει σε φούρνο όλη τη συνοικία των Εξοχών!»
>>> 
>>> «0 πραγματικός φούρνος είναι εκεί κάτω, δεσποινίς Μίρζα, στο Κονάκι, στη 
>>> Βενιζέλου, στην Πλατεία Ελευθερίας, στον φραγκομαχαλά, στις εβραϊκές 
>>> γειτονιές.»
>>> 
>>> Έφτιαξε τα μαλλιά της με μια νευρική κίνηση και ξέσφιξε το κολάρο γύρω από 
>>> τον λαιμό, που ήταν προέκταση του μαύρου της φορέματος.
>>> 
>>> «Ακούμε», του είπε, «από χθες χιλιάδες ανθρώπους πά­νω στη λεωφόρο, 
>>> σειρήνες των συμμάχων, φορτηγά, αραμπά­δες.»
>>> 
>>> «Είμαι έτοιμος ν' ακούσω», τη διέκοψε ο μπέης, «τον απο­λογισμό της δικιάς 
>>> μου καταστροφής».
>>> 
>>> «Θα μου επιτρέψετε, αξιότιμε, να ξεκινήσω πρώτα από τη δική μου καταστροφή. 
>>> Από χθες το βράδυ δεν έχω σπίτι, για­τί η κάμαρη που νοίκιαζα στη Χαλκέων 
>>> κάηκε μαζί με όλα μου τα ρούχα, τα χρήματα και τη μοναδική φωτογραφία της 
>>> μάνας μου. Δεν έχω πρακτορείο διανομής, καθώς καρβούνια­σε όλο εκείνο το 
>>> τετράγωνο, δεν έχω ούτε λεφτά γιατί η Εθνι­κή Τράπεζα κάηκε κι αυτή, και 
>>> παραλίγο να μην έχει κι ο πα­τέρας μου τάφο! Ευτυχώς η φωτιά δεν έφτασε ως 
>>> τα μνήμα­τα της Ευαγγελίστριας να γίνουν τα κυπαρίσσια της δαδιά και 
>>> κάρβουνα».
>>> 
>>> Έγινε σιωπή. Ακουγόταν μόνο η καρδερίνα τους κάτι να ψελλίζει μέσα απ' το 
>>> κλουβί της, που κρεμόταν έξω απ' το σκιερό παράθυρο του γραφείου.
>>> 
>>> «Λυπάμαι, Λευτέρη», του είπε ο Αλπερέν μπέης, «είμα­στε συντετριμμένοι 
>>> πραγματικά, πίστεψέ με.»
>>> 
>>> «Το παρακλάδι της οικογένειας Ιπεκτσί, εσείς δηλαδή, απ' ό,τι μπόρεσα να δω 
>>> μες στην κόλαση, έχασε τα τρία της κα­ταστήματα στη Μιδάτ πασά, τις 
>>> αποθήκες της πίσω απ' την Οθωμανική Τράπεζα και όλον τον όροφο με τα 
>>> γραφεία πί­σω απ' το Splendid. Αν πάρετε τώρα μια βάρκα και πάτε προς το 
>>> Λιμάνι, μπορείτε να δείτε ολόκληρο το μεγαλοπρεπές ξε­νοδοχείο Splendid 
>>> Palace να καίγεται σαν λαμπάδα, το ίδιο και τον κινηματογράφο Pathe δίπλα 
>>> του».
>>> 
>>> «Έχει νεκρούς;» ρώτησε η Μίρζα.
>>> 
>>> «Μέχρι στιγμής, όπως ακούγεται, κάτι Γάλλους στρατιώ­τες, που θα τους 
>>> έστειλε ο Σαράιγ σαν να ήταν οι φλόγες κα­νένα ύψωμα που το κρατούσαν οι 
>>> Γερμανοί κι έπρεπε να το καταλάβουν».
>>> 
>>> «Πώς ήρθες;»
>>> 
>>> «Με τα πόδια, πώς αλλιώς; Τα πιο πολλά βαγόνια είναι καμένα, άμαξες και 
>>> άλογα δεν μπορούν να πλησιάσουν για­τί θα πνιγούν απ' τους καπνούς. Τα 
>>> φορτηγά των συμμάχων από σήμερα το πρωί κουβαλάνε κόσμο συνέχεια, 
>>> οικογένειες ολόκληρες μόνο με τα νυχτικά τους και μια κουβέρτα στο χέ­ρι. 
>>> Τους αφήνουν στο Πεδίο του Άρεως κι επιστρέφουν για να ξαναφορτώσουν. Στους 
>>> δρόμους όμως το οδήγημα, εξαιτίας του πλήθους και των ερειπίων, είναι 
>>> δύσκολο. Όσοι εί­χαν βάρκες και καΐκια, ξανοίχτηκαν στη θάλασσα για να 
>>> σω­θούν και ν' αναπνεύσουν.»
>>> 
>>> «Θεέ μου, γιατί μας καταράστηκες;» ψιθύρισε η Μίρζα αναπνέοντας δύσκολα, 
>>> λες κι είχε φτάσει η φωτιά μες στο σπίτι τους κι είχε λιγοστέψει ο αέρας.
>>> 
>>> «Ακούγονται και τέτοια, είναι η αλήθεια».
>>> 
>>> «Δηλαδή;» τον ρώτησε η Μίρζα.
>>> 
>>> «Ότι η φωτιά είναι η θεϊκή τιμωρία γι' αυτούς που έκα­ναν μαύρη αγορά και 
>>> πλούτιζαν στην πλάτη του κοσμάκη. Ειλικρινά σάς το λέω, μέσ' απ' τα ερείπια 
>>> βλέπεις χρηματο­κιβώτια να έχουν λιώσει απ' τη λάβρα της πυρκαγιάς και να 
>>> 'χουν πάρει αλλόκοτα σχήματα. Αυτά στράβωσαν και δεν ανοίγουν τώρα πια με 
>>> τίποτα».
>>> 
>>> «Έχω ανάγκη ν' αναπαυτώ», είπε ο μπέης κι έτριψε τα μάτια του. «Μίρζα, 
>>> φώναξε τον Θόδωρο, σε παρακαλώ, να φτιάξει κάτω το σπιτάκι. Θα 
>>> φιλοξενήσουμε τον Λεύτερη για όσο χρειαστεί. Πες και στην υπηρεσία να 
>>> βγάλει σεντόνια, πετσέτες, δυο πουκάμισα δικά μου, ό,τι χρειάζεται τέλος 
>>> πά­ντων.»
>>> 
>>> «Κάτι τελευταίο», ξαναρώτησε η Μίρζα. «Έχει τελειώσει το κακό;»
>>> 
>>> «Όχι εντελώς, αλλά φαίνεται να ελέγχεται. Το Ιπποδρό­μιο, το Σιντριβάνι, η 
>>> Χαμιδιέ, δε φαίνεται να κινδυνεύουν. Απ' την άλλη, μη νομίζεις, δεν έμειναν 
>>> και πολλά για να καούν. Σώθηκαν πιο πολύ τα πέτρινα κτίρια, όπως τα Λουτρά, 
>>> το Μπεζεστένι, η Αγια-Σοφιά.»
>>> 
>>> «Ξεκουράσου. Αύριο το πρωί θα κατεβούμε με τον Θόδω­ρο».
>>> 
>>> «Μπορεί, αξιότιμε, οι χωροφύλακες να μη μας αφήσουν να περάσουμε».
>>> 
>>> «Αύριο, Λευτέρη, να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του και βλέπουμε.»
>>> 
>>> Ένιωσε ότι ήθελε να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Θα πήγαινε κάτω στο 
>>> σπιτάκι του θυρωρού, να πλυθεί πρώτα και κάτι να φάει γιατί ήταν 
>>> θεονήστικος. Θα έριχνε και μια ματιά στα τριαντάφυλλά της πριν νυχτώσει. 
>>> Ήξερε ότι ήταν πάλι ένας φτωχός κηπουρός.
>>> 
>>> Ξύπνησε με το πρώτο φως από έναν ήχο σύμμεικτο - χουχούτισμα των 
>>> περιστεριών με το απαλό ροχαλητό του αμα­ξά. Ανακάθισε στα στρωσίδια που 
>>> ήταν ριγμένα στο πάτω­μα κι έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες. Ήταν στο 
>>> πρώ­το λεπτό της εξορίας του απ' τον ύπνο και προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί 
>>> πού βρισκόταν και τι είχε συμβεί την προηγού­μενη μέρα.
>>> 
>>> «Η φωτιά», σκέφτηκε αρχικά, «και η φτώχεια που έρχε­ται», συμπλήρωσε.
>>> 
>>> Άκουσε τις σούστες απ' το ντιβάνι δίπλα του να τρίζουν.
>>> 
>>> 0 Θόδωρος άλλαξε πλευρό και μια μύγα ήρθε και κάθισε στο μεγάλο δάχτυλο του 
>>> ποδιού του. Έξω απ' το ανοιχτό πα­ράθυρο τα πουλιά της έπαυλης γιόρταζαν 
>>> την καινούρια μέ­ρα πάνω στα πεύκα.
>>> 
>>> Στάθηκε μπροστά στο τραπέζι και γέμισε έναν μαστραπά νερό απ' το γκιούμι. 
>>> Ήταν δροσερό αλλά μύριζε γαλατίλα. 0 Θόδωρος φαίνεται ότι με το γκιούμι του 
>>> νερού έφερνε και το γάλα στο μαγειρείο της βίλας.
>>> 
>>> Βγήκε έξω στον κήπο· τα πεύκα ασάλευτα, η πρωινή ώρα της άπνοιας. Στον 
>>> ξύλινο περιστερώνα με την κόκκινη σκε­πή τα περιστέρια της βίλας φούσκωναν 
>>> και χουχούτιζαν. 0 αέρας μύριζε ρετσίνι και καμένο που ερχόταν από μακριά. 
>>> Μια μέλισσα ζουζούνισε για λίγο ενοχλητικά στο αυτί του κι ύστερα τον 
>>> παράτησε.
>>> 
>>> Αφού πλύθηκε και χτενίστηκε, βάλθηκε να καρφώσει το βγαλμένο τακούνι που το 
>>> κουβαλούσε από τα χτες στην τσέ­πη. Χτύπησε δυο καρφιά ακουμπώντας το 
>>> παπούτσι στον νε­ροχύτη του χαλέ, που ήταν δίπλα στο σπιτάκι. Μαζί με το 
>>> κάρφωμα, ακουγόταν ο ήχος της πρωινής κίνησης απ' τον δρόμο.
>>> 
>>> Διέσχισε την αυλή, βγήκε στη λεωφόρο και στάθηκε για λίγο στην πόρτα μέχρι 
>>> να συνηθίσει την παραζάλη της κυ­κλοφορίας. Παρότι ήταν ακόμη πολύ πρωί, η 
>>> κίνηση ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τα συμμαχικά φορτηγά σε κομβόι 
>>> κατευθύνονταν προς το Κέντρο. Απ' την αντίθετη πλευρά έρ­χονταν κάρα, 
>>> μουλάρια κι άλογα φορτωμένα, χειράμαξες, ποδήλατα. Έβλεπες γυναικόπαιδα 
>>> σκαρφαλωμένα πάνω σε μπόγους από ρούχα και κουβέρτες. Σ' ένα κάρο, στην 
>>> κορυ­φή της στοίβας, μια κοπέλα έσφιγγε στην αγκαλιά τη ραπτο­μηχανή της. 
>>> Άλλος είχε ξηλώσει ένα φύλλο της ντουλάπας του, αυτό με τον καθρέφτη? το 
>>> 'χε κάτω απ' τη μασχάλη και το προστάτευε σαν να 'ταν πίνακας αξίας. Μια 
>>> λεχώνα πά­νω σ' ένα καρότσι που το 'σερνε ένας μεσόκοπος άντρας θή­λαζε 
>>> κοιτάζοντας γύρω της βουβά τους πύργους και τους εξώστες της πλούσιας 
>>> συνοικίας.
>>> 
>>> Όσοι πυροπαθείς είχαν κάποιον συγγενή στα ανατολικά, στις Εξοχές, στην 
>>> Καλαμαριά, στους Καπουτζήδες, στο Σέδες, είχαν φύγει απ' το Πεδίο του Άρεως 
>>> και είχαν πάρει τη μεγάλη λεωφόρο. Οι πιο πολλοί ήταν Εβραίοι, γιατί η 
>>> φωτιά είχε προτιμήσει τις δικές τους γειτονιές.
>>> 
>>> «Ο μπέης είπε ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε», ακούστηκε πίσω του μια φωνή.
>>> 
>>> Ήταν ο Θόδωρος, που αγουροξυπνημένος τού έκανε νόη­μα. Ο Λευτέρης αποφάσισε 
>>> να σταθεί εκεί και να τους περι­μένει, πρώτα όμως έπρεπε να ανοίξει 
>>> διάπλατα την καγκελόπορτα για να περάσει η άμαξα. Σε λίγο το λαντό πέρασε 
>>> την ανοιχτή καγκελόπορτα και στάθηκε στον δρόμο. Το ζε­μένο άλογο κάθε τόσο 
>>> φρούμαζε ανήσυχο. Ήταν μάλλον απ' τη μυρωδιά που ερχόταν από την καμένη 
>>> πόλη που ενεργο­ποιούσε στον νου του έναν αρχέγονο συναγερμό, αυτόν που 
>>> έχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα μπροστά στον τρόμο της φωτιάς.
>>> 
>>> «Ίσως θα χρειαστεί ν' αφήσουμε την άμαξα πολύ νωρίτε­ρα, αξιότιμε», 
>>> παρατήρησε ο Λευτέρης.
>>> 
>>> «Όσο μας πάει, ύστερα θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Θα καθίσει ο Θόδωρος να 
>>> το φυλάει και να μας περιμένει».
>>> 
>>> «Να πάρουμε μαζί μας βρεγμένα πανιά. Αν τυχόν υπάρ­χει ακόμα φωτιά και 
>>> πλησιάσουμε, θα μας χρειαστούν».
>>> 
>>> 0 μπέης διέταξε με τα μάτια τον Θόδωρο, κι εκείνος έφυ­γε προς το σπίτι για 
>>> να τα φέρει.
>>> 
>>> «Αξιότιμε, με όλο το θάρρος, ίσως είστε πολύ επίσημα ντυμένος για κει που 
>>> πάμε».
>>> 
>>> 0 Αλπερέν μπέης ήταν καθισμένος με όρθια την πλάτη στη ράχη του καθίσματος. 
>>> Οι παλάμες του, η μια πάνω στην άλλη, σκέπαζαν την κοκάλινη λαβή του 
>>> μπαστουνιού του, που το είχε όρθιο ανάμεσα στα πόδια. Φορούσε μπεζ 
>>> κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Το κεφάλι του σκέ­παζε ένα 
>>> καινούριο καπέλο, γνήσιο παναμά, που του σκίαζε τα δασιά άσπρα φρύδια. Τα 
>>> παπούτσια του ήταν δίχρω­μα, καφέ με άσπρο, χειροποίητα, φτιαγμένα από έναν 
>>> Αρμένη μάστορα γνωστό για την τέχνη του.
>>> 
>>> «Ακόμη και σήμερα είμαι άρχοντας, Λευτέρη», του απά­ντησε χωρίς να τον 
>>> κοιτάζει. «Όταν και αν σταματήσω να εί­μαι, αυτό θα σημαίνει ότι θα έχω 
>>> πεθάνει.»
>>> 
>>> Πέρασε από μπροστά τους ένας γέρος κουρελής μ' ένα τρύπιο φέσι. Στην πλάτη 
>>> του κουβαλούσε μια κομψή βιεννέ­ζικη καρέκλα. Ήταν φανερό ότι στην πόλη 
>>> είχαν ξεκινήσει οι λεηλασίες.
>>> 
>>> «Ανέβα, γιε μου», του είπε ο μπέης εξακολουθώντας ακό­μη να κοιτάζει αλλού.
>>> 
>>> Έβλεπε μπροστά, στη μεγάλη λεωφόρο, καθώς εκείνη μυρ­μήγκιαζε απ' το 
>>> πλήθος, που εξαντλημένο όδευε προς τη βί­λα του Αλλατίνι και πιο πέρα, στα 
>>> συμμαχικά στρατόπεδα. Από χθες ήταν κοινό μυστικό ότι όλοι οι πεινασμένοι 
>>> της πό­λης μπορούσαν να χορτάσουν την πείνα τους μόνο απ' τα χέ­ρια των 
>>> συμμάχων.
>>> 
>>> 0 Θόδωρος, αφού άφησε στα πόδια τους ένα χοντροϋφασμένο ταγάρι γεμάτο 
>>> καθαρά πανιά, όλα βουτηγμένα σε νε­ρό με ροδέλαιο απ' τα χέρια της Μίρζας, 
>>> πήρε τη θέση του οδηγού και το λαντό άρχισε να τσουλάει αργά στο 
>>> λιθόστρω­το με προσοχή, γιατί το πλήθος που ερχόταν αντίθετα κάθε τόσο τους 
>>> σταματούσε.
>>> 
>>> «Διάολε!» φώναξε κάποια στιγμή ο Θόδωρος και τράβη­ξε τα γκέμια. «Την τύχη 
>>> μου!»
>>> 
>>> «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο μπέης.
>>> 
>>> «Πρέπει να πηγαίνουμε σαν τις χελώνες, αφέντη, κοίτα τι έρχεται από κάτω!»
>>> 
>>> Καθώς το τραμ δε λειτουργούσε, το πλήθος καταλάμβα­νε πια όλο το πλάτος της 
>>> λεωφόρου. Δεν ήταν μόνο οι άνθρω­ποι οι αλλόφρονες, οι ξενυχτισμένοι, οι 
>>> κλαμένες μάνες, αλ­λά και ότι πίσω τους ακολουθούσαν ετερόκλητα 
>>> υπολείμμα­τα της παλιάς τους ζωής: ένα γαϊδούρι με καμένο τρίχωμα, σκύλοι, 
>>> γάτες, κότες, πάπιες, αλλά και παιδιά ξυπόλυτα που έτρεχαν από δω κι από 
>>> κει.
>>> 
>>> «Πήγαινε σιγά και μη βρίζεις! Σεβάσου τη δυστυχία τους!»
>>> 
>>> Ο Λευτέρης του 'ριξε μια πλάγια ματιά και προσπάθησε γι' άλλη μια φορά να 
>>> τον χαρτογραφήσει. Ήταν ο πατέρας της, από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος, 
>>> πιο πολύ Γάλλος παρά Οθωμανός, ντονμές επιχειρηματίας, ανθρώπινος κι 
>>> από­μακρος, κυνικός και φιλάνθρωπος. Πιο πολύ ήταν ο πατέρας της, ταγμένος 
>>> να είναι η αρσενική γριά Μοίρα που θα καθό­ριζε τη ζωή της.
>>> 
>>> Κοντά στο Γ' Σώμα Στρατού οι χωροφύλακες έκλειναν τον δρόμο και την 
>>> πρόσβαση στο Κέντρο. 0 Θόδωρος τράβηξε στην άκρη την άμαξα και κατέβηκε να 
>>> τους μιλήσει. 0 Αλπερέν μπέης ατένιζε σιωπηλός μακριά, έβλεπε τους πρώτους 
>>> μαυρισμένους όγκους της πόλης. Από πολλές μεριές ξεχώρι­ζαν ασθενικοί 
>>> καπνοί να υψώνονται στον ουρανό, σαν να μα­γείρευαν οι Μοίρες στις κουζίνες 
>>> των ερειπίων το μέλλον χι­λιάδων άστεγων και πεινασμένων.
>>> 
>>> «Αφέντη, πρέπει να κατεβείτε. Μόνο με τα πόδια, μου εί­πανε, χωρίς αμάξι. 
>>> Δε σηκώνουν και πολλά. τέτοια ώρα τέ­τοια λόγια! Καλύτερα να μην τους 
>>> προκαλέσουμε».
>>> 
>>> «Δεν έχει νόημα να μπούμε στα ερείπια με την άμαξα. Να σταθείς εδώ και να 
>>> μας περιμένεις όσο χρειαστεί».
>>> 
>>> 0 τόπος εδώ έβραζε, η μισή πόλη ήταν μια αχανής θράκα, πολλά κάρβουνά της 
>>> ήταν ακόμη διάπυρα.
>>> 
>>> «Κρατήστε αυτό, αξιότιμε», του είπε και του έχωσε στο χέρι ένα από τα 
>>> βρεγμένα πανιά. «Να σκουπίζετε το πρόσω­πό σας όταν το νιώθετε να 
>>> φλογίζεται».
>>> 
>>> Φόρεσαν τα καπέλα τους, παναμά και τραγιάσκα, και πή­ραν τον δρόμο για το 
>>> καφενείο του Λευκού Πύργου.
>>> 
>>> «Κοίτα τι τύχη περίμενε την καινούρια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων!» του είπε 
>>> ο μπέης ύστερα από λίγο. «Ακόμα δεν καλοορκίστηκαν οι υπουργοί του 
>>> Βενιζέλου, κι έγινε το κα­κό. Ποιος είναι άραγε ο αρμόδιος υπουργός για να 
>>> συντονί­σει τον κρατικό μηχανισμό;»
>>> 
>>> «Ο υπουργός Συγκοινωνίας, ο Αλέξανδρος Παπαναστα­σίου, αξιότιμε. Λένε ότι 
>>> είναι καθ' οδόν με τον σιδηρόδρομο απ' τη Αθήνα».
>>> 
>>> «Τι να κάνει ένας άνθρωπος μόνος του, μιας νέας κυβέρ­νησης, μιας χώρας 
>>> φτωχής και τραυματισμένης;»
>>> 
>>> «Είναι και οι σύμμαχοι εδώ».
>>> 
>>> «Ξέρεις τι αισθήματα τρέφω γι' αυτούς. Πάνε δυο χρό­νια τώρα που 
>>> συμπεριφέρονται στον κόσμο σαν να είμαστε αποικία της Αντάντ. Αυτός ο 
>>> Σαράιγ, που περπατάει φου­σκωμένος σαν το παγόνι, νομίζει ότι διαφεντεύει 
>>> κούληδες της Ινδοκίνας ή χαμάληδες του Μαρόκου. Άτυχε Αβδούλ Χαμίτ, αν 
>>> ήσουν εσύ στον θρόνο, αυτοί δε θα 'ταν τώρα εδώ!»
>>> 
>>> Στο άκουσμα του ονόματος του πατισάχ, κάτι ρίγησε μέ­σα του. Δεν ήταν χαρά 
>>> ούτε φόβος ή νοσταλγία, έμοιαζε σαν μια επίκληση των νεκρών μες στο 
>>> μεσογειακό φως, σαν μια φωτογραφία της παιδικής του ηλικίας που ήταν κάπου 
>>> χα­μένη και ξαναβρέθηκε.
>>> 
>>> «Αυτές τις μέρες θα το διαπιστώσετε κι εσείς ότι η πα­ρουσία των συμμάχων 
>>> στην πόλη θα είναι για καλό. Το μό­νο που τους καταλογίζουν προς το παρόν 
>>> σε σχέση με την πυρκαγιά είναι ότι είχαν ρουφήξει σχεδόν όλο το νερό απ' το 
>>> Κέντρο κι από προχθές, όταν η φωτιά πήρε να δυναμώ­νει, το νερό δεν ήταν 
>>> αρκετό και γι' αυτό πρόλαβε να εξαπλωθεί. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δε 
>>> στέκει, γιατί ο Βαρδά­ρης ήταν τόσο δυνατός, που καμιά τουλούμπα 
>>> Πυροσβεστι­κής και καμιά μάνικα δε θα μπορούσε να σταματήσει την 
>>> καταστροφή».
>>> 
>>> «Θεέ μου, είναι δυνατόν;»
>>> 
>>> Είχαν περάσει τον Λευκό Πύργο κι έμπαιναν στον παρα­λιακό δρόμο. Η φωνή του 
>>> Αλπερέν μπέη ακούστηκε ραγισμέ­νη, γεμάτη αγωνία. Παρά την ηλικία του, 
>>> τάχυνε το βήμα του, με το μπαστούνι του χωρίς ν' ακουμπάει στη γη, γιατί η 
>>> θέα της καταστροφής τον άρπαζε και τον έσερνε κοντά της σαν πελώριος 
>>> μαγνήτης.
>>> 
>>> Περπατούσαν τώρα στο λιθόστρωτο της παραλίας με κα­τεύθυνση το Λιμάνι. Το 
>>> ένα μετά το άλλο τα λαμπρά κτίρια της πρωτεύουσας των Νεότουρκων, 
>>> τεμαχισμένα, κάπνιζαν ακόμη. Τοίχοι ορφανοί έστεκαν μόνοι τους, μαύροι απ' 
>>> την κόλαση της φωτιάς, τρούλοι μισοί σαν ξεδοντιασμένα κρα­νία, καπνισμένα 
>>> μάρμαρα, γύψινα ξεκολλημένα, μπαλκόνια που κρέμονταν σαν τσαμπιά. Έξω απ' 
>>> το Pathe σωροί από μπάζα, καθώς ένα μεγάλο μέρος από τους τοίχους του είχε 
>>> καταρρεύσει. Μέσα στους σωρούς από χώμα, ένα πιάνο πα­ρατημένο. Ένας 
>>> Βρετανός στρατιώτης με την κρεμ κάσκα στο κεφάλι κάτι προσπαθούσε να παίξει 
>>> πατώντας όρθιος τα πλήκτρα. Ήταν όλα μια τρέλα βουτηγμένη στους καπνούς δυο 
>>> ημερών, στη μυρωδιά του κάρβουνου που είχε αρχίσει κιόλας να παλιώνει και 
>>> του καμένου λίπους από κάτι απο­θήκες στην πρώτη αποβάθρα.
>>> 
>>> «Λαμπάδιασαν και τα καΐκια ακόμη», σχολίασε ο Αλπε­ρέν μπέης και του έδειξε 
>>> κάτι μισοβυθισμένα κουφάρια λίγα μέτρα πέρα απ' την προκυμαία.
>>> 
>>> «Η ορμή του Βαρδάρη ήταν τέτοια, που οι φλόγες ταξί­δεψαν και πάνω απ' το 
>>> νερό. Σώθηκαν μόνο αυτά τα πλεού­μενα που έλυσαν έγκαιρα τους κάβους κι 
>>> ανοίχτηκαν προς τα αντιτορπιλικά των συμμάχων».
>>> 
>>> «Τι κάνουν όλοι εκείνοι στην άκρη, αυτοί στις βάρκες και στις δέστρες;»
>>> 
>>> Ο Λεύτερης κοίταξε δυο τρεις παρέες από χαμάληδες και μαουνιέρηδες. 
>>> Κουρελήδες οι πιο πολλοί με μαντίλια δεμέ­να στο κεφάλι, έριχναν απ' την 
>>> προκυμαία και απ' τις βάρ­κες σχοινιά και γάντζους μέσα στο νερό.
>>> 
>>> «Ψαρεύουν έπιπλα, αξιότιμε. Κάποια στιγμή 0α τα που­λήσουν στα παζάρια, κι 
>>> άντε εσύ ν' αποδείξεις ότι ήταν του σπιτιού σου, γιατί το καΐκι που 
>>> νοίκιασες βούλιαξε πριν αφή­σει τον μόλο».
>>> 
>>> Το ισόγειο σ' ένα μέγαρο με ναυτιλιακά γραφεία είχε γί­νει γιαπί. Είχαν 
>>> καεί τα αρχεία, τα έπιπλα, οι πόρτες. Μέσα εκεί στα μπάζα είχε στήσει την 
>>> καρέκλα του ένας κουρέας και ξύριζε στρατιώτες και πολίτες - όσους ήθελαν 
>>> να κάνουν την καινούρια αρχή, το πρώτο βήμα και να ξεχάσουν την κα­ταστροφή.
>>> 
>>> Έστριψαν απ' την παραλία στην οδό Βενιζέλου - σκηνές Αποκάλυψης. Το 
>>> καφενείο του Φλόκα κατεστραμμένο, η Νέα Λέσχη επίσης, τα ακριβά μαγαζιά, 
>>> όσα ακόμα στέκονταν όρ­θια, είχαν τα κεπέγκια κατεβασμένα και λιωμένα, το 
>>> πέρα­σμα της φωτιάς τα είχε παραμορφώσει. Σ' όλον τον δρόμο φαινόταν ότι 
>>> μόνο το Μέγαρο Στάιν είχε σταθεί τυχερό, σαν ν' αδιαφόρησαν οι φλόγες και 
>>> το προσπέρασαν.
>>> 
>>> Βγήκαν στον φραγκομαχαλά· εκεί άλλη Γέεννα: τράπεζες κατεστραμμένες, το 
>>> Γαλλικό Νοσοκομείο είχε εκκενωθεί, η Σχολή Καλογραιών καμένη, η Καθολική 
>>> Εκκλησία βρομισμένη απ' το φούμο του διαβόλου.
>>> 
>>> «Είναι ο άγιός σας αυτός εκεί πάνω;» ρώτησε ο μπέης και του έδειξε πάνω απ' 
>>> την Εγνατία ένα μεγάλο κουφάρι φα­γωμένο από πολλές μεριές.
>>> 
>>> «Ναι, αξιότιμε, εκεί ήταν ο Αϊ-Δημήτρης».
>>> 
>>> «Άλλη μια φορά μέσα στους αιώνες που δεν μπόρεσε να σας σώσει, μόνο που 
>>> τώρα δεν μπόρεσε να σώσει ούτε τον εαυτό του. Ζούμε σε τέτοιες εποχές, 
>>> Λευτέρη, που ο οικου­μενικός νόμος είναι η φωτιά. Κοίτα τους μιναρέδες μας· 
>>> μπορεί να στέκουν ακόμα λευκοί σαν λαμπάδες, αλλά οι μολυβένιες στέγες τους 
>>> έχουν λιώσει. Αν ψάξεις κάτω στη βάση τους, θα βρεις καμένα τα λελέκια που 
>>> είχαν στις στέγες τις φωλιές τους. Πού είναι οι άγιοι οι δικοί μας και οι 
>>> δικοί σας; Φοβάμαι ότι γευματίζουν με τον στρατηγό Σαράιγ».
>>> 
>>> Στις επόμενες μέρες όλες οι συνοικίες έξω απ' το καμένο Κέ­ντρο γέμισαν 
>>> πυροπαθείς. Η ίδια η συνοικία των Εξοχών λη­σμόνησε για λίγο καιρό την 
>>> αριστοκρατική της γαλήνη, κα­θώς τα σπίτια, οι κήποι, οι αυλές γέμισαν με 
>>> συγγενείς που μέσα σε μια νύχτα είχαν χάσει τα πάντα και βρήκαν φιλοξε­νία 
>>> σε ξαδέρφους, θείους, κουμπάρους.
>>> 
>>> Οι πιο φτωχοί όμως απ' τους πυροπαθείς δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν ένα 
>>> κρεβάτι σ' έναν πύργο των Εξοχών, που θα θύμιζε τη Βόρεια Ευρώπη, ούτε καν 
>>> να ονειρευτούν δυο μέτρα γη χωρίς πολυκοσμία σε μια πευκόφυτη αυλή, σ' ένα 
>>> κιόσκι, σ' ένα σπίτι κηπουρού. Οι πιο πολλοί άστεγοι πά­ντως είχαν 
>>> καταφύγει στα πρόχειρα στρατόπεδα που είχαν στήσει οι στρατιώτες της 
>>> Αντάντ, αυτά με τα ίδια κι απα­ράλλαχτα αντίσκηνα στοιχημένα στη σειρά, με 
>>> τα καζάνια γεμάτα βρασμένο γάλα και τα δελτία του ψωμιού. Υπήρχαν βέβαια κι 
>>> αυτοί, οι πιο άτυχοι απ' τη φτωχολογιά, που δεν είχαν βρει μια θέση ούτε 
>>> καν σε στρατόπεδο, αλλά κοιμό­ντουσαν στα πεζοδρόμια, στην αυλή της Αγίας 
>>> Σοφίας και της Μητρόπολης ή κάτω απ' τη σκιά του μεσαιωνικού τείχους στην 
>>> Άνω Πόλη.
>>> 
>>> Μες στην καρδιά του εμπορικού κέντρου, απογοητευμέ­νοι μαγαζάτορες 
>>> συνέχιζαν ν' ανακατεύουν και να ψάχνουν μες στα ζεστά ερείπια οτιδήποτε θα 
>>> μπορούσε να είχε σωθεί και θα είχε κάποια αξία. Η φωτιά πάνω απ' την 
>>> Εγνατία είχε σταματήσει πριν απ' την Αχειροποίητο, ενώ κάτω απ' τον φαρδύ 
>>> δρόμο πρόλαβε κι έκαψε λίγο απ' το Ιπποδρόμιο, τη γειτονιά πριν απ' τη 
>>> Λεωφόρο Χαμιδιέ.
>>> 
>>> Οι Αρχές ενθάρρυναν με κάθε τρόπο την κάθε λογής ανα­χώρηση, μόνιμη ή 
>>> προσωρινή. Τα τρένα, γεμάτα, ξεκινούσαν κάθε πρωί για τη Θεσσαλία και την 
>>> Αθήνα με οικογένειες ολόκληρες που έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα πάνω στα 
>>> μαύρα χαλάσματα. Οι πιο πολλοί δε θα γυρίσουν ποτέ στη Σαλονίκη. Απ' 
>>> αυτούς, οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι που θα κατέληγαν στην Παλαιστίνη. 
>>> Αλλοι, πιο τολμηροί, νοίκιαζαν τρεχαντήρια και βάρκες κι έφευγαν απ' τη 
>>> θάλασσα για να μυρίζουν μόνο την ευωδιά του αχινού μακριά απ' τα 
>>> καρβου­νιασμένα δοκάρια και τα σπασμένα κεραμίδια, που τώρα τα κατουρούσαν 
>>> άστεγοι. Τα παιδιά τους έγερναν το κεφάλι ν' αποκοιμηθούν πάνω σε κουλούρες 
>>> από αλατισμένα σχοινιά με το όνειρο της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του 
>>> Πει­ραιά, του Βόλου, της Χαλκίδας. Έμεινε η Σαλονίκη ν' αχνί­ζει μέρες και 
>>> νύχτες και να σφίγγει ως στενό κολάρο τον λαι­μό του Αλέξανδρου 
>>> Παπαναστασίου, που στις λίγες ώρες ύπνου που του αντιστοιχούσαν ονειρευόταν 
>>> μια καινούρια πόλη με οικοδομικά τετράγωνα, χαραγμένους δρόμους, 
>>> πε­ζοδρόμια, πάρκα.
>>> 
>>> (.)
>>> 
>>> Οι εκκρεμότητες των ασφαλιστικών συμβολαίων ήταν η δεύτερη φωτιά που 
>>> ακολούθησε την πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου. Πολλοί μιλούσαν για Αρμαγεδδώνα 
>>> στην παγκό­σμια ιστορία των ασφαλίσεων. Μόνο η βρετανική «North Brit­ish & 
>>> Mercantile Co» έπρεπε να αποζημιώσει τρεις χιλιάδες συμβόλαια. Η πόλη είχε 
>>> γεμίσει εξ αυτού ασφαλιστικούς πρά­κτορες σταλμένους απ' τις εταιρείες για 
>>> να συντάξουν εμπε­ριστατωμένες αναφορές. Συχνά έμοιαζαν με πρωτάρηδες 
>>> δη­μοσιογράφους καθώς ανέκφραστοι έχωναν τη μύτη τους πα­ντού, έβγαζαν 
>>> φωτογραφίες και κρατούσαν σημειώσεις. Στον νομικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει 
>>> σχετικά με τις αποζημιώ­σεις, διακυβεύονταν ούτε λίγο ούτε πολύ τρία 
>>> εκατομμύρια λίρες. Αν οι εταιρείες κατόρθωναν να αποδώσουν την πυρ­καγιά σε 
>>> εχθρική ενέργεια, δε θα καταβαλλόταν καμιά απο­ζημίωση. Το θέμα σύρθηκε 
>>> ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνη­ση, στο Φόρεϊν Όφις, στα προξενεία και στις 
>>> εφημερίδες ως τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Advertisements
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Report this ad
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Report this ad
>>> 
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Περαιτέρω:
>>> ________
>>> 
>>> Orasi mailing list
>>> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
>>> orasi-requ...@hostvis.net
>>> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
>>> 
>>> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της 
>>> λίστας στείλτε email στην διεύθυνση
>>> Orasi@hostvis.net
>>> 
>>> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
>>> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
>>> 
>>> Για το αρχείο της λίστας
>>> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
>>> Εναλλακτικό αρχείο:
>>> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
>>> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
>>> http://www.freelists.org/archives/orasi
>>> __________
>>> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
>>> http://www.nvda-project.org/
>>> _____________
>>> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
>>> προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
>>> ____________
>> 
>> ________
>> 
>> Orasi mailing list
>> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
>> orasi-requ...@hostvis.net
>> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
>> 
>> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της 
>> λίστας στείλτε email στην διεύθυνση
>> Orasi@hostvis.net
>> 
>> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
>> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
>> 
>> Για το αρχείο της λίστας
>> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
>> Εναλλακτικό αρχείο:
>> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
>> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
>> http://www.freelists.org/archives/orasi
>> __________
>> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
>> http://www.nvda-project.org/
>> _____________
>> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
>> προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
>> ____________
> ________
> 
> Orasi mailing list
> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
> orasi-requ...@hostvis.net
> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
> 
> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
> στείλτε email στην διεύθυνση
> Orasi@hostvis.net
> 
> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
> 
> Για το αρχείο της λίστας
> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
> Εναλλακτικό αρχείο:
> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
> http://www.freelists.org/archives/orasi
> __________
> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
> http://www.nvda-project.org/
> _____________
> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
> προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
> ____________
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση