[Orasi] Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)

2019-07-31 ϑεμα Konstantinos Theodoropoulos

https://www.sansimera.gr/biographies/551

Χέρμαν Μέλβιλ
 
Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα 
από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ 
(1851).

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 
1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους 
πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν 
διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση 
στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό 
βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του 
προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του 
Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να 
βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ 
Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η 
επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν 
(Redburn: His First Voyage, 1849).

Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως 
γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της 
Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που 
συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια 
σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι 
τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 
1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι 
περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του 
μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως 
αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του 
εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - 
αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει 
ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, 
ως ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.

Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο 
αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην 
οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα 
του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη 
διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και 
την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους 
ιεραποστόλους.

Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα 
βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το 
Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον 
ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο 
πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι 
της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα 
αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και 
κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν 
τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη 
θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.

Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ 
Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του 
πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο 
κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί 
γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο 
Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 
Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.

Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα 
αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 
1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα 
του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν 
ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία 
ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of  Wall 
Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito 
Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ' ένα ισπανικό 
πλοίο.

Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε 
στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη 
για να ζήσει. Έμεινε σ' αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του 
Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του 
στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή 
Battle-Pieces and Aspects 

Re: [Orasi] Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)

2018-09-28 ϑεμα gregargy

τέλεια! γρηγόρης

Στις 28/9/2018 1:33 μ.μ., ο skordilis-spyros έγραψε:

όχι δεν έχουμε ανεβάσει. θα ανεβούν. τρία έχουμε. σπύρος

--
From: "gregargy" 
Sent: Friday, September 28, 2018 1:26 PM
To: "orasi mailing list" ; "Konstantinos 
Theodoropoulos" 

Subject: Re: [Orasi]  Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)



άρα, οι βιβλιοπροτασιούχοι θα μπορούσαν λέω εγώ τώρα, να ανεβάσουν το 
προσεχές διάστημα κάτι. αν στο παρελθόν έχει ανέβει και  διέλαβε της 
προσοχής μου ζητώ συγχνώμη!! γρηγόρης Στις 28/9/2018 7:21 π.μ., ο 
Konstantinos Theodoropoulos έγραψε:

https://www.sansimera.gr/biographies/551

Χέρμαν Μέλβιλ
  Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά 
του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το 
αριστούργημά του Μόμπι Ντικ (1851).


Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η 
Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας 
που καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της 
Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική 
Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό 
ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό 
βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η 
οποία του προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία 
του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), 
ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα 
εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ Νέας Υόρκης και 
Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η επαφή 
του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του 
Ρέντμπερν (Redburn: His First Voyage, 1849).


Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 
δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση 
αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε 
αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη 
του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση 
και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον 
Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο 
του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου 
Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το 
θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη 
χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την 
αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και 
έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - αιχμάλωτοι της φυλής 
των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. 
Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως 
ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό 
πολιτισμό.


Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 
στο αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής 
ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που 
ακολούθησαν αποτελεί το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), 
γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών 
του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση 
των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.


Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο 
και σ' ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το 
παλιό του πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος 
μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ 
έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. 
Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης. Το 1850 
κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο 
οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει 
τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν 
τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το 
βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική 
υποστήριξη.


Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη 
του Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης 
και παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα 
παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα 
αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και 
συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο 
Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε 
στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.


Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα 
έντονα αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The 
Confidence-Man, 1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική 
διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και 
το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από 
μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε κ

Re: [Orasi] Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)

2018-09-28 ϑεμα gregargy


άρα, οι βιβλιοπροτασιούχοι θα μπορούσαν λέω εγώ τώρα, να ανεβάσουν το 
προσεχές διάστημα κάτι. αν στο παρελθόν έχει ανέβει και  διέλαβε της 
προσοχής μου ζητώ συγχνώμη!! γρηγόρης Στις 28/9/2018 7:21 π.μ., ο 
Konstantinos Theodoropoulos έγραψε:

https://www.sansimera.gr/biographies/551

Χέρμαν Μέλβιλ
  
Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ (1851).


Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 
1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους 
πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν 
διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση 
στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό 
βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του 
προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του 
Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να 
βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ 
Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η 
επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν 
(Redburn: His First Voyage, 1849).

Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως 
γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της 
Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που 
συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια 
σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι 
τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 
1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι 
περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του 
μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως 
αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του 
εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - 
αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει 
ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, 
ως ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.

Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο 
αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην 
οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα 
του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη 
διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και 
την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους 
ιεραποστόλους.

Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα 
βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το 
Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον 
ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο 
πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι 
της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα 
αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και 
κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν 
τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη 
θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.

Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ 
Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του 
πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο 
κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί 
γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο 
Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 
Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.

Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα 
αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 
1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα 
του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν 
ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία 
ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of  Wall 
Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito 
Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ' ένα ισπανικό 
πλοίο.

Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε 
στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη 
για να ζήσει.

Re: [Orasi] Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)

2018-09-28 ϑεμα skordilis-spyros

όχι δεν έχουμε ανεβάσει. θα ανεβούν. τρία έχουμε. σπύρος

--
From: "gregargy" 
Sent: Friday, September 28, 2018 1:26 PM
To: "orasi mailing list" ; "Konstantinos Theodoropoulos" 


Subject: Re: [Orasi]  Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)



άρα, οι βιβλιοπροτασιούχοι θα μπορούσαν λέω εγώ τώρα, να ανεβάσουν το 
προσεχές διάστημα κάτι. αν στο παρελθόν έχει ανέβει και  διέλαβε της 
προσοχής μου ζητώ συγχνώμη!! γρηγόρης Στις 28/9/2018 7:21 π.μ., ο 
Konstantinos Theodoropoulos έγραψε:

https://www.sansimera.gr/biographies/551

Χέρμαν Μέλβιλ
  Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με 
θέματα από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά 
του Μόμπι Ντικ (1851).


Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η 
Αυγούστου 1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που 
καταγόταν από τους πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας 
Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση 
και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση στον σκληρό ανταγωνισμό που 
χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό βίο του νεοσύστατου 
κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του προκάλεσε χρόνιο 
πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του Άλαν Μέλβιλ 
(1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να βγει στη 
βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ 
Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά 
και η επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός 
του Ρέντμπερν (Redburn: His First Voyage, 1849).


Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 
δούλεψε ως γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι 
ιστορίες της Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της 
μόρφωσής του, που συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η 
αποτυχία του να βρει μια σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση 
τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο 
φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα 
νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι περιπέτειες του Μέλβιλ στην 
περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του μυθιστορήματος Typee (1846) ή 
Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα 
με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του εγκατέλειψαν το πλοίο και 
έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - αιχμάλωτοι της φυλής των 
Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ανθρωποφάγους. Παρά τους 
κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, ως ένα ειδυλλιακό 
τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.


Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο 
αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής 
ανταρσίας στην οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που 
ακολούθησαν αποτελεί το θέμα του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), 
γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του 
ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και την εκμετάλλευση των 
ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους ιεραποστόλους.


Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και 
σ' ένα βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του 
πλοίο, το Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν 
και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα 
αμερικάνικο πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα 
έφτασε στο λιμάνι της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του 
White-jacket (Τα άσπρα αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω 
στο πολεμικό πλοίο και κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το 
μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. 
Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε 
ισχυρή πολιτική υποστήριξη.


Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του 
Λέμιουελ Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και 
παιδικού φίλου του πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά 
(δύο αγόρια και δύο κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο 
Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον 
διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο 
Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1851 στο 
Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.


Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα 
αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 
1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή 
όνειρα του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που 
εκδόθηκε εν ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, 
από τα οποία ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the 

[Orasi] Βιογραφίες - Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville)

2018-09-27 ϑεμα Konstantinos Theodoropoulos

https://www.sansimera.gr/biographies/551

Χέρμαν Μέλβιλ
 
Εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για τα μυθιστορήματά του με θέματα 
από την ανοιχτή θάλασσα, από τα οποία ξεχωρίζει το αριστούργημά του Μόμπι Ντικ 
(1851).

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (Herman Melville) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την 1η Αυγούστου 
1819. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά μιας οικογένειας που καταγόταν από τους 
πρώτους Σκώτους και Ολλανδούς αποίκους της Νέας Υόρκης. Οι πρόγονοί του είχαν 
διακριθεί κατά την Αμερικανική Επανάσταση και είχαν αναπτύξει σπουδαία δράση 
στον σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτήριζε τόσο το εμπόριο, όσο και τον πολιτικό 
βίο του νεοσύστατου κράτους. Το 1826 προσβλήθηκε από οστρακιά, η οποία του 
προκάλεσε χρόνιο πρόβλημα στην όραση. Μετά τη χρεωκοπία του έμπορου πατέρα του 
Άλαν Μέλβιλ (1830) και τον θάνατό του (1832), ο νεαρός Χέρμαν αναγκάστηκε να 
βγει στη βιοπάλη. Μπάρκαρε σ' ένα εμπορικό καράβι, που έκανε τη διαδρομή μεταξύ 
Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ και δούλεψε ως καμαρότος. Η πρώτη του δουλειά και η 
επαφή του με τη θάλασσα αποτέλεσαν τον πυρήνα του μυθιστορήματός του Ρέντμπερν 
(Redburn: His First Voyage, 1849).

Το 1835 γράφτηκε στη Σχολή Κλασσικών Σπουδών του Όλμπανι και το 1837 δούλεψε ως 
γραφιάς και δάσκαλος. Ο Μέλβιλ ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος. Οι ιστορίες της 
Βίβλου με τις οποίες μεγάλωσε αποτέλεσαν τη βάση της μόρφωσής του, που 
συμπληρώθηκε από τη μελέτη του για τον Σέξπιρ. Η αποτυχία του να βρει μια 
σταθερή απασχόληση και η τυχοδιωκτική του φύση τον ώθησαν να μπαρκάρει και πάλι 
τον Ιανουάριο του 1841 ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό Ακούσνετ. Τον Ιούλιο του 
1842 το πλοίο του αγκυροβόλησε στα νησιά Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού. Οι 
περιπέτειες του Μέλβιλ στην περιοχή αυτή έγιναν το θέμα του πρώτου του 
μυθιστορήματος Typee (1846) ή Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, όπως 
αποδόθηκε στα ελληνικά. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μέλβιλ κι ένας συνάδελφός του 
εγκατέλειψαν το πλοίο και έζησαν για τέσσερις μήνες ως φιλοξενούμενοι - 
αιχμάλωτοι της φυλής των Ταϊπή, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει 
ανθρωποφάγους. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε, περιγράφει τον τόπο των Ταϊπή, 
ως ένα ειδυλλιακό τόπο φυγής από τον καταπιεστικό και απειλητικό πολιτισμό.

Στην πραγματικότητα, ο Μέλβιλ ναυτολογήθηκε τον Αύγουστο του 1842 στο 
αυστραλιανό φαλαινοθηρικό Λούσι Αν. Το περιστατικό μιας ναυτικής ανταρσίας στην 
οποία ο Μέλβιλ έλαβε μέρος και τις περιπέτειες που ακολούθησαν αποτελεί το θέμα 
του επόμενου βιβλίου του Omoo (Όμου), γραμμένο σε εύθυμο τόνο το 1847. Κατά τη 
διάρκεια των περιπλανήσεών του ωρίμασε ο σαρκασμός του για τις ταπεινώσεις και 
την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποίκους και προπαντός από τους 
ιεραποστόλους.

Το 1843 ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σ' ένα γραφείο και σ' ένα 
βιβλιοπωλείο. Σύντομα, όμως, έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το 
Ακούσνετ, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον 
ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει σ' ένα αμερικάνικο 
πολεμικό πλοίο ως απλός ναύτης. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα έφτασε στο λιμάνι 
της Βοστώνης. Το 1850 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του White-jacket (Τα άσπρα 
αμπέχονα), στο οποίο περιγράφει τη ζωή του πάνω στο πολεμικό πλοίο και 
κατακρίνει τις βαρβαρότητες και ιδιαίτερα το μαστίγωμα, το οποίο συνηθιζόταν 
τότε στα σκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Η κριτική επαίνεσε το βιβλίο και τη 
θαρραλέα στάση του, η οποία βρήκε ισχυρή πολιτική υποστήριξη.

Στις 4 Αυγούστου 1847 ο Μέλβιλ παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Σο, κόρη του Λέμιουελ 
Σο, προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μασαχουσέτης και παιδικού φίλου του 
πατέρα του. Το ζεύγος Μέλβιλ απέκτησε τέσσερα παιδιά (δύο αγόρια και δύο 
κορίτσια), ενώ αγόρασαν κι ένα αγροτόσπιτο στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Εκεί 
γνώρισε και συνδέθηκε στενά με τον διάσημο συγγραφέα Ναθάνιελ Χόθορν (Άλικο 
Γράμμα). Σ' αυτόν αφιέρωσε ο Μέλβιλ το Μόμπι Ντικ, το οποίο εκδόθηκε στις 18 
Οκτωβρίου 1851 στο Λονδίνο κι ένα μήνα αργότερα στις ΗΠΑ.

Ακολούθησαν και άλλα έργα του, όπως ο Πιερ (Pierre, 1852), ένα έντονα 
αυτοβιογραφικό έργο, που θεωρήθηκε ανήθικο, ο Χαφιές (The Confidence-Man, 
1857), μια απελπισμένη σάτιρα για μια Αμερική διεφθαρμένη από τα ευτελή όνειρα 
του κόσμου του εμπορίου. Ήταν και το τελευταίο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε εν 
ζωή. Εκτός από μυθιστορήματα, ο Μέλβιλ έγραψε και διηγήματα, από τα οποία 
ξεχωρίζουν τα Μπάρτλεμπι, ο γραφιάς (Bartleby, the Scrivener: A Story of  Wall 
Street, 1853) με ατμόσφαιρα που θυμίζει Κάφκα και Μπενίτο Σερένο (Benito 
Cereno, 1855), που επικεντρώνεται σε μια εξέγερση σκλάβων πάνω σ' ένα ισπανικό 
πλοίο.

Χρόνο με το χρόνο, η απήχησή του ως συγγραφέα συνεχώς έφθινε. Από το 1860 είχε 
στραφεί στην ποίηση και το 1866 αναγκάστηκε να γίνει τελωνειακός στη Νέα Υόρκη 
για να ζήσει. Έμεινε σ' αυτή τη θέση 19 χρόνια. Το 1878 εξέδωσε το ποίημά του 
Clarel, που αποτελείται από 16.000 στίχους και αναφέρεται στην επίσκεψή του 
στους Αγίους Τόπους. Το 1888 εξέδωσε με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή 
Battle-Pieces and Aspects