[Orasi] Κάρολος Ντίκενς

2014-06-08 ϑεμα Spiros Skordilis
Κάρολος Ντίκενς


Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens): Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο 
κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους 
σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάρολος Ντίκενς

Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε 
η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. 
Υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής 
κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για 
μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. Ο Ντίκενς είναι ο 
συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 
Φεβρουαρίου 1812 στο νησί Πόρτσι, που περιβάλλεται από την πόλη Πόρτσμουθ της 
Νότιας Αγγλίας. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ 
Ντίκενς. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. 
Αμειβόταν ικανοποιητικά, αλλά οι σπατάλες και η άσωτη ζωή του οδήγησαν πολλές 
φορές την οικογένεια σε οικονομικό αδιέξοδο ή και στην καταστροφή, με 
αποκορύφωμα το 1824, όταν ο Τζον Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη.

Το 1817 η οικογένειά του μετακόμισε στο Τσάταμ του Κεντ, όπου ο νεαρός Κάρολος 
πέρασε πέντε ευτυχισμένα χρόνια. Πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, έπαιζε πολύ και 
διάβαζε μανιωδώς τις νουβέλες των Χένρι Φίλντινγκ και Τομπάιας Σμόλετ. Το 1822 
η οικογένειά του αναγκάσθηκε να μετακομίσει στο Λονδίνο, λόγω των χρεών του 
πατέρα του.

Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για χρέη το 1824 έζησε στο σπίτι της γηραιάς 
κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη 
διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει 
καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν 
απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Τη δική του 
οικτρή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης 
αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ 
Κόπερφιλντ (1849-1850).

Μία απρόσμενη κληρονομιά βοήθησε τον πατέρα του να βγει από τη φυλακή και να 
διευθετήσει τα χρέη με τους πιστωτές του. Όμως, η σχέση με τον γιο του Κάρολο 
είχε διαρραγεί οριστικά. Τη διετία 1827-1828 ο νεαρός Ντίκενς δούλεψε ως βοηθός 
σε δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ως στενογράφος στα δικαστήρια του 
Λονδίνου. Οι δύο αυτές ενασχολήσεις τού άφησαν μία βαθειά απέχθεια γιο το 
αγγλικό δικαστικό σύστημα, που πίστευε ότι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα 
των πλουσίων.

Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της 
Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου 
στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και 
την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.

Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας 
και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα 
έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε 
σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, 
την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την 
αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως 
και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά 
έργα με τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων, δηλαδή σε συνέχειες σε 
περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν σαν να λέγαμε τα τηλεοπτικά σήριαλ της εποχής, 
εξ ου και η ικανότητα του Ντίκενς να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη 
από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας ένα γεμάτο 
εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με τη συναρπαστική δράση.

Το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας είναι Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που 
εξέδωσε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό 
παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν 
στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις 
εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε 
κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί 
πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας 
απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των 
χαρακτήρων.

Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του 
ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει 
δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών 
του.

Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ 
(1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα 
μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με 
ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο 

[Orasi] Κάρολος Ντίκενς

2014-02-06 ϑεμα Spiros Skordilis
Κάρολος Ντίκενς



Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens): Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο 
κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους 
σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάρολος Ντίκενς

Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε 
η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. 
Υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής 
κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για 
μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. Ο Ντίκενς είναι ο 
συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 
Φεβρουαρίου 1812 στο νησί Πόρτσι, που περιβάλλεται από την πόλη Πόρτσμουθ της 
Νότιας Αγγλίας. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ 
Ντίκενς. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. 
Αμειβόταν ικανοποιητικά, αλλά οι σπατάλες και η άσωτη ζωή του οδήγησαν πολλές 
φορές την οικογένεια σε οικονομικό αδιέξοδο ή και στην καταστροφή, με 
αποκορύφωμα το 1824, όταν ο Τζον Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη.

Το 1817 η οικογένειά του μετακόμισε στο Τσάταμ του Κεντ, όπου ο νεαρός Κάρολος 
πέρασε πέντε ευτυχισμένα χρόνια. Πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, έπαιζε πολύ και 
διάβαζε μανιωδώς τις νουβέλες των Χένρι Φίλντινγκ και Τομπάιας Σμόλετ. Το 1822 
η οικογένειά του αναγκάσθηκε να μετακομίσει στο Λονδίνο, λόγω των χρεών του 
πατέρα του.

Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για χρέη το 1824 έζησε στο σπίτι της γηραιάς 
κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη 
διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει 
καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν 
απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Τη δική του 
οικτρή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης 
αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ 
Κόπερφιλντ (1849-1850).

Μία απρόσμενη κληρονομιά βοήθησε τον πατέρα του να βγει από τη φυλακή και να 
διευθετήσει τα χρέη με τους πιστωτές του. Όμως, η σχέση με τον γιο του Κάρολο 
είχε διαρραγεί οριστικά. Τη διετία 1827-1828 ο νεαρός Ντίκενς δούλεψε ως βοηθός 
σε δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ως στενογράφος στα δικαστήρια του 
Λονδίνου. Οι δύο αυτές ενασχολήσεις τού άφησαν μία βαθειά απέχθεια γιο το 
αγγλικό δικαστικό σύστημα, που πίστευε ότι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα 
των πλουσίων.

Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της 
Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου 
στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και 
την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.

Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας 
και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα 
έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε 
σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, 
την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την 
αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως 
και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά 
έργα με τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων, δηλαδή σε συνέχειες σε 
περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν σαν να λέγαμε τα τηλεοπτικά σήριαλ της εποχής, 
εξ ου και η ικανότητα του Ντίκενς να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη 
από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας ένα γεμάτο 
εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με τη συναρπαστική δράση.

Το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας είναι Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που 
εξέδωσε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό 
παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν 
στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις 
εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε 
κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί 
πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας 
απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των 
χαρακτήρων.

Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του 
ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει 
δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών 
του.

Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ 
(1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα 
μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με 
ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο