Re: [Orasi] Φέρεντς Πούσκας

2014-04-02 ϑεμα ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ


έτσι! για να μαθαίνουμε και λίγη ιστορία!
Νίκος.
Στις 2/4/2014 5:36 πμ, ο/η Spiros Skordilis έγραψε:

Φέρεντς Πούσκας



Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskas): Ο επονομαζόμενος και «καλπάζων 
συνταγματάρχης», ούγγρος ποδοσφαιριστής και προπονητής, που οδήγησε τον 
Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ. 
Φέρεντς Πούσκας

Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων 
συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την 
εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής του 
Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί 
συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του 
παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 
83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις 
φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. 
Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον 
Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε 
πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση.

Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις 
τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές 
της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε το βαθμό του 
συνταγματάρχη, απ' όπου προέκυψε και το γνωστό προσωνύμιό του. Παρέα με τους 
Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο 
ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) 
και το 1953 (27). Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και 
σημείωσε 357 γκολ.

Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο 
του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των 
Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι 
και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει 
εμφανιστεί στον πλανήτη.

Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 
1952 στο Ελσίνκι (γι' αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει 
«χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 
1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί 
«γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία 
έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο 
Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον 
Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο 
εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη 
αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη 
Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα 
έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά 
ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον 
εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την ΟΥΕΦΑ, η οποία του επέβαλε 
διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο 
δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά παρέμενε 
ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και 
τον Ραϊμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 
και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, 
αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ 
Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που 
φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να 
καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ 
έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.

Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε 
πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 
γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της 
παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε 
μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει 
γκολ.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και 
ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με 
τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η 
ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» 
την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια 
αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην 
ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο 
μαζί με τον 

Re: [Orasi] Φέρεντς Πούσκας

2014-04-02 ϑεμα Σκορδίλης Σπύρος

και να υποκλίνοντε άπαντες. σπύρος
- Original Message - 
From: ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ nxari...@hol.gr

To: orasi mailing list orasi@hostvis.net
Sent: Wednesday, April 02, 2014 12:30 PM
Subject: Re: [Orasi] Φέρεντς Πούσκας




έτσι! για να μαθαίνουμε και λίγη ιστορία!
Νίκος.
Στις 2/4/2014 5:36 πμ, ο/η Spiros Skordilis έγραψε:

Φέρεντς Πούσκας



Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskas): Ο επονομαζόμενος και «καλπάζων 
συνταγματάρχης», ούγγρος ποδοσφαιριστής και προπονητής, που οδήγησε τον 
Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ. 
Φέρεντς Πούσκας


Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων 
συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με 
την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής 
του Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία 
του επί συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς 
σκόρερ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. 
Σημείωσε 84 γκολ σε 83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ 
σε 533 συναντήσεις με τις φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ 
Μαδρίτης.


Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη 
Βουδαπέστη. Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, 
λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο 
πατέρας του. Υπηρέτησε πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που 
ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση.


Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε 
τις τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι 
ποδοσφαιριστές της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, 
πήρε το βαθμό του συνταγματάρχη, απ' όπου προέκυψε και το γνωστό 
προσωνύμιό του. Παρέα με τους Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε 
σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 
1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) και το 1953 (27). Συνολικά, 
στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και σημείωσε 357 γκολ.


Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το 
ντεμπούτο του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. 
Στη συντροφιά των Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ 
και Νάντορ Χιντεγκούτι και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από 
τις καλύτερες ομάδες που έχει εμφανιστεί στον πλανήτη.


Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο 
το 1952 στο Ελσίνκι (γι' αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που 
σημαίνει «χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του 
Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της 
Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί «γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν 
τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», 
όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί 
της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον Πούσκας να έχει φυσικά 
πρωταγωνιστικό ρόλο.


Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας 
στο εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» 
είχε ήδη αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει 
ομάδα στη Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ 
και μάλιστα έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη 
Βαρκελώνη, αλλά ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν 
επιθυμούσαν διακαώς να τον εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, 
χωρίς την ΟΥΕΦΑ, η οποία του επέβαλε διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 
επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.


Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά 
παρέμενε ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι 
Στέφανο και τον Ραϊμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου 
Πρωταθλητριών το 1959 και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι 
έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε 
ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα 
γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και 
πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ 
και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.


Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε 
πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», 
σημειώνοντας 156 γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά 
τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την 
εθνική ομάδα έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε 
τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει γκολ.


Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 
1967, και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του 
ήταν η συμμετοχή με τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου 
Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον 
Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» την

[Orasi] Φέρεντς Πούσκας

2014-04-01 ϑεμα Spiros Skordilis
Φέρεντς Πούσκας


 
Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskas): Ο επονομαζόμενος και «καλπάζων 
συνταγματάρχης», ούγγρος ποδοσφαιριστής και προπονητής, που οδήγησε τον 
Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ. 
Φέρεντς Πούσκας

Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων 
συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την 
εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής του 
Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί 
συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του 
παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 
83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις 
φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. 
Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον 
Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε 
πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση.

Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις 
τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές 
της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε το βαθμό του 
συνταγματάρχη, απ' όπου προέκυψε και το γνωστό προσωνύμιό του. Παρέα με τους 
Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο 
ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) 
και το 1953 (27). Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και 
σημείωσε 357 γκολ.

Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο 
του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των 
Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι 
και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει 
εμφανιστεί στον πλανήτη.

Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 
1952 στο Ελσίνκι (γι' αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει 
«χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 
1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί 
«γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία 
έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο 
Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον 
Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο 
εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη 
αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη 
Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα 
έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά 
ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον 
εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την ΟΥΕΦΑ, η οποία του επέβαλε 
διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο 
δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά παρέμενε 
ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και 
τον Ραϊμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 
και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, 
αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ 
Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που 
φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να 
καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ 
έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.

Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε 
πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 
γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της 
παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε 
μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει 
γκολ.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και 
ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με 
τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η 
ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» 
την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια 
αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην 
ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο 
μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.

Ένας τρίτος δεσμός του Πούσκας με τη χώρα μας εντοπίζεται στην 

[Orasi] Φέρεντς Πούσκας

2013-11-16 ϑεμα Σκορδίλης Σπύρος

Φέρεντς Πούσκας
(1927 - 2006)
 
Από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. «Ο καλπάζων 
συνταγματάρχης», όπως ήταν το προσωνύμιό του, έγραψε χρυσές σελίδες με την 
εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ ως προπονητής του 
Παναθηναϊκού χάρισε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη μεγαλύτερη επιτυχία του επί 
συλλογικού επιπέδου. Υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς σκόρερ του 
παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το «φαρμακερό» αριστερό του σουτ. Σημείωσε 84 γκολ σε 
83 συναντήσεις με την Εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 συναντήσεις με τις 
φανέλες της Χόνβεντ Βουδαπέστης και της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Φέρεντς Πούσκας Μπιρό γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη. 
Εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Κίσπεστ Χόνβεντ, λίγο πριν από τον 
Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο πατέρας του. Υπηρέτησε 
πιστά την ομάδα του έως το 1956, χρονιά που ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση.

Το 1949, επί κομμουνιστικής διακυβέρνησης, το Υπουργείο Άμυνας ανέλαβε τις 
τύχες του συλλόγου και η Χόνβεντ έγινε η ομάδα του στρατού. Οι ποδοσφαιριστές 
της έγιναν αξιωματικοί και ο Πούσκας, λίγα χρόνια μετά, πήρε το βαθμό του 
συνταγματάρχη, απ' όπου προέκυψε και το γνωστό προσωνύμιό του. Παρέα με τους 
Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις, οδήγησε σε μεγάλους θριάμβους τη Χόνβεντ. Ο 
ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ το 1948 (50 γκολ), το 1949 (31), το 1950 (25) 
και το 1953 (27). Συνολικά, στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας είχε 354 συμμετοχές και 
σημείωσε 357 γκολ.

Στις 20 Αυγούστου 1945, ο 18χρονος Φέρεντς Πούσκας πραγματοποίησε το ντεμπούτο 
του στην Εθνική Ομάδα, σκοράροντας στο 5-2 επί της Αυστρίας. Στη συντροφιά των 
Τσίμπορ, Κότσις, Πούσκας προστέθηκαν οι Σάντορ Μπόζικ και Νάντορ Χιντεγκούτι 
και όλοι μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας από τις καλύτερες ομάδες που έχει 
εμφανιστεί στον πλανήτη.

Με την εθνική Ουγγαρίας, ο Πούσκας κατέκτησε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο το 
1952 στο Ελσίνκι (γι' αυτό και η ομάδα ονομάστηκε «Αράντσιπατ», που σημαίνει 
«χρυσή ομάδα» στα ουγγρικά) και έπαιξε στον τελικό τουΠαγκοσμίου Κυπέλλου του 
1954, που έμεινε στην ιστορία ως «Το θαύμα της Βέρνης», επειδή οι Γερμανοί 
«γύρισαν» το εις βάρος τους 2-0 και νίκησαν τους Ούγγρους με 3-2. Στην ιστορία 
έχουν μείνει νίκες της «Αράντσιπατ», όπως το 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο 
Γουέμπλεϊ (1953) και το 7-1 πάλι επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη (1954), με τον 
Πούσκας να έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουδαπέστη βρίσκει τον Πούσκας στο 
εξωτερικό, σε περιοδεία με τη Χόνβεντ. Ο «καλπάζων συνταγματάρχης» είχε ήδη 
αποφασίσει να μην επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναζητήσει ομάδα στη 
Δυτική Ευρώπη. Παρότι αρχικά βρέθηκε πολύ κοντά στην Εσπανιόλ και μάλιστα 
έπαιξε σε κάποια φιλικά, ο 29χρονος εμιγκρές δεν έμεινε στη Βαρκελώνη, αλλά 
ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου ηΓιουβέντους και η Μίλαν επιθυμούσαν διακαώς να τον 
εντάξουν στη δύναμή τους. Υπολόγιζε, όμως, χωρίς την ΟΥΕΦΑ, η οποία του επέβαλε 
διετή αποκλεισμό κι έτσι το 1958 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο 
δυναμικό της Ρεάλ Μαδρίτης.

Ο Πούσκας είχε κλείσει τα 31, όταν αποκτήθηκε από τη «Βασίλισσα», αλλά παρέμενε 
ασυναγώνιστος. Εκεί βρήκε δύο ισάξιους παρτενέρ, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο και 
τον Ραϊμόν Κοπά και πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1959 
και το 1960. Την πρώτη χρονιά ήταν τραυματίας κι έχασε τον τελικό με τη Ρεμς, 
αλλά το 1960 έδωσε το παρών κι έγραψε ιστορία. Στο 7-3 επί της Άιντραχτ 
Φρανκφούρτης, ο Πούσκας πέτυχε τέσσερα γκολ και ο Ντι Στέφανο τρία, ρεκόρ που 
φυσικά παραμένουν μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν πρόκειται ποτέ να 
καταρριφθούν. Ο Ούγγρος πέτυχε χατ-τρικ και στον τελικό του 1962, όμως, η Ρεάλ 
έχασε 5-3 από την Μπενφίκα.

Συνολικά, με τη φανέλα των «μερένγκες» ο Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε πέντε 
πρωταθλήματα και έπαιξε σε 180 αγώνες της «πριμέρα ντιβιζιόν», σημειώνοντας 156 
γκολ, ενώ στην Ευρώπη σκόραρε 35 φορές σε 39 ματς. Κατά τη διάρκεια της 
παραμονής του στην Ισπανία πήρε την υπηκοότητα και με την εθνική ομάδα έλαβε 
μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Έπαιξε σε τέσσερα ματς, χωρίς να πετύχει 
γκολ.

Ο Φέρεντς Πούσκας εγκατέλειψε την ενεργό δράση σε ηλικία 40 ετών, το 1967, και 
ακολούθησε προπονητική καριέρα. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν η συμμετοχή με 
τον Παναθηναϊκόστον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971, όπου η 
ελληνική ομάδα έχασε 2-0 από τονΆγιαξ στο Γουέμπλεϊ. Έμεινε στους «πράσινους» 
την πενταετία 1969-1974 (2 πρωταθλήματα ο απολογισμός του), ενώ λίγα χρόνια 
αργότερα βρέθηκε ξανά στην Αθήνα και εργάσθηκε για μία σεζόν (1978-79) στην 
ΑΕΚ. Ο «δικέφαλος» κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο 
μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.

Ένας τρίτος δεσμός του Πούσκας με τη χώρα μας εντοπίζεται στην Αυστραλία, καθώς 
οδήγησε την Ελλάδα Μελβούρνης στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1991, τότε 
που η ομάδα αυτή αποτελείτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από έλληνες ομογενείς.

Εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, ο Φέρεντς