Η ιστορία με το κριάρι (του Μαρκ Τουέιν)

Posted by sarant στο 15 Απρίλιος, 2018



3 Votes



Το σαββατοκύριακο προμηνυόταν ζοφερό κι έτσι διάλεξα για το κυριακάτικο 
ανάγνωσμά μας κάτι χιουμοριστικό, που να μας κάνει να ξεσκάσουμε από τα σύννεφα 
της πολεμικής σύγκρουσης και την αγωνία για τον Βασίλη Δημάκη. Τελικά, το 
δεύτερο θέμα φαίνεται πως διευθετήθηκε τουλάχιστον προς το παρόν, ενώ στο πρώτο 
αποφύγαμε τα πολύ χειρότερα -ωστόσο δεν άλλαξα την επιλογή μου, το γέλιο 
χρειάζεται.

Θα παρουσιάσω ένα χιουμοριστικό διήγημα του Μαρκ Τουέιν (1835-1910), του πατέρα 
της αμερικανικής λογοτεχνίας. Για τον Τουέιν δεν χρειάζονται συστάσεις, στη 
γενιά μου όλοι είχαν διαβάσει είτε σε πλήρη μορφή είτε σε διασκευή τον Τομ 
Σόγιερ ή τον Χοκ Φιν, αλλά ο Τουέιν έγραψε πολύ περισσότερα και επίσης 
αξιόλογα, ενώ και η βιογραφία του έχει ενδιαφέρον, με την αγάπη του για την 
τεχνολογία και τις εφευρέσεις, τους αγώνες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα 
(ιδίως την κατάργηση της δουλείας) και την αντιμπεριαλιστική στάση του στα 
τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του. Αλλά αυτά τα ξέρετε -αν και θα ενδιέφερε 
να δούμε αν οι νεότεροι τον έχουν επίσης διαβάσει.

Οπότε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο διήγημα. Το έγραψε το 1872 (κατά σύμπτωση, 
η φωτογραφία που βρήκα στην αγγλική Βικιπαίδεια είναι από εκείνα τα χρόνια) και 
περιλαμβάνεται στη συλλογή Roughin it. Εγώ το πήρα από τη δίτομη έκδοση «Μαρκ 
Τουαίην - Διηγήματα Α'+Β'» που ειναι επιλογή από τα Άπαντά του, σε μετάφραση 
της Ρένας Χατχούτ. Θα μπορούσα να διαλέξω ένα πιο συμβατικό χιουμοριστικό, όπως 
το «Η κυρία Μακ Γουίλιαμς και οι κεραυνοί», που άρεσε πολύ στον παππού μου, 
αλλά τελικά προτίμησα το Κριάρι -άλλη φορά βάζουμε τους κεραυνούς.

Τον Μαρκ Τουέιν, που τότε τον λέγαμε Τουέν, τον είχα μάθει απο τον παππού μου 
-τα καλοκαίρια που πήγαινα μαζί τους στο Τολό πηγαίναμε στη Δανειστική 
Βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και δανειζόμασταν βιβλία, κι εκεί είχα διαβάσει τον Τομ 
Σόγιερ και τον Χοκ Φιν, καθώς και κάμποσα διηγήματα. Τη δίτομη έκδοση των 
Γραμμάτων, που έχει εξαντληθεί πια και δεν έχει ξανακυκλοφορήσει, την είχα 
αγαπήσει πολύ τότε που βγήκε, το 1979 -υπάρχει ακόμα γραμμένη με μολύβι η τιμή, 
140 δρχ. ο τόμος.

Το πρωτότυπο το βρίσκετε εδώ. Το διήγημα έχει πολλά αμερικάνικα κύρια ονόματα, 
που έχουν μεταγραφεί με τις συμβάσεις της εποχής, δηλαδή χωρίς απλογράφηση, 
π.χ. Τζέηκοπς αντί Τζέικοπς που θα λέγαμε σήμερα. Τα άφησα όπως ήταν, μάλλον 
από φυγοπονία. Άφησα και το «Ιλλινόις» διότι έτσι το λέγαμε τότε, δεν είχε 
πάρει το κουτάλι μας νερό να μορφωθούμε και να μάθουμε ότι το λένε Ιλινόι.

Η ιστορία με το κριάρι

Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου 'λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω 
κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι 
του παππού του - αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν' αναφέρω το θέμα αν ο 
Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται 
για να 'ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το 'λεγαν συνέχεια, μέχρι που 
άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα 
 παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε 
αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με 
τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει 
τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα. Επιτέ­λους, ένα βράδι, έτρεξα 
βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του 
ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, 
γαλήνια, συμμετρικά με­θυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, 
ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα 
να κάθεται πάνω σ' ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ' ένα πήλινο τσιμπούκι στο 
ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επι­βάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν 
κόκκινο, ολο­στρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυ­μνός και τα  
μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός 
τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο 
θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, 
βαρέλια από μπαρούτι κλπ.



«Σσσ!» είπαν. «Μη μιλάτε, αρχίζει».

Βρήκα αμέσως κάθισμα κι ο Μπλέην είπε:

«Δε φαντάζομαι να ξανάρθουν ποτέ κείνες οι μέρες. Εγώ πάντως τέτοιο βαρβάτο 
κριάρι δεν έχω ξαναδεί. Ο παππούς το 'φερε απ' το Ιλινόις -τ' αγόρασε από 
κά­ποιον Γέητς -Μπίλ Γέητς- μπορεί και να τον έχετε ακουστά. Ο πατέρας του ήταν 
ψάλτης -Βαπτιστής- κι ήταν και κομπιναδόρος, μεγάλη μάρκα. Έπρεπε να ση­κωθείς 
πολύ νωρίς για να τον πιάσεις στον υπνο το γέρο Γέητς. Εκείνος ήταν που 'βαλε 
τους Γκρην να δι­πλαρώσουν τον παππούλη μου όταν ξεκίνησε για δυτικά. Ο Σεθ 
Γκρην ήταν ο καλύτερος του χωριού. Παντρεύ­τηκε μια Γουίλκερσον -τη Σάρα 
Γουίλκερσον- κα­λόβολο πλάσμα ήταν, και το καμάρι του Στόνταρντ, έτσι λέγαν 
όσοι την ξέρανε. Έπαιρνε το σακί με το αλεύρι κι έκανε μια και το φόρτωνε στον 
ώμο σα να 'ταν πούπουλο. Κι ήτανε και χρυσοχέρα! Κι ανεξάρτη­τη! Άκου να δεις: 
Ήρθε ο Σάιλ Χώκινς κι άρχισε να τη γυρνοβολάει, κι εκείνη του λέει ότι δε με 
νοιάζουν τα  λεφτά σου, πάντως εγώ χωριό με σένα δεν κάνω. Βλέπεις, ο Σάιλ 
Χώκινς -έ, λοιπόν όχι, δεν ήταν ο Σάιλ Χώκινς- ήταν ένας αλητάμπουρας, ο 
Φίλκινς - μου διαφεύγει το μικρό του. Αλλά ήτανε μεγάλος μασκαράς. Ένα βράδυ, 
σουρωμένος, μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον» -νόμιζε 
πώς ήταν προεκλογική συγκέντρωση. Και σηκώνεται ο γέρο Φέργκιουσον, έξαλλος, 
και τον πετάει από το παράθυρο

και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον, καρφωτός στο κεφάλι τής ήρθε, τής δύστυχης. 
Καλή ψυχή -είχε γυά­λινο μάτι και το δάνειζε στη γριά Γουάγκνερ, όταν της 
έρχονταν επισκέψεις, γιατί εκείνη δεν είχε. Αλλά της έπεφτε μικρό, κι όταν 
ξεχνιόταν η Μις Γουάγκνερ, στριφογύριζε στην κόχη και κοίταζε προς τα πάνω ή 
στα πλάγια, κι από δω κι από κει. Και τ' άλλο μάτι στυλωμένο να κοιτάζει ίσια 
μπροστά σαν κανοκιάλι. Τούς μεγάλους δεν τους ένοιαζε, αλλά τα  παιδιά μπή­γανε 
τα  κλάματα μόλις την έβλεπαν, ήταν ανατριχιαστικό. Παιδευόταν να το στερεώσει 
με μπαμπάκι -αλλά δε γινόταν- έφευγε το μπαμπάκι και περίσσευε από τη μια μεριά 
και την έβλεπαν τα παιδιά και πάθαιναν σπα­σμούς. Της έπεφτε συνέχεια, και σε 
κοίταζε με κείνη την άδεια τρύπα και σ' έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη 
πού να καταλάβει πότε της έλειπε, τέτοια τύφλα που 'χε από κείνη τη μεριά. Κι 
έτσι κάποιος τη σκούν­ταγε και της έλεγε, «Το μάτι σας έχει χαλαρώσει κά­πως, 
αγαπητή δεσποινίς Γουάγκνερ» -κι έπειτα όλοι κάθονταν και περίμεναν να το 
ξανασφηνώσει στη θέση του- το μπρος πίσω συνήθως, κι ήταν πράσινο σα βά­τραχος, 
γιατ' ήτανε και ντροπαλή και τα 'χανε εύκολα μπροστά σε κόσμο. 'Έτσι κι αλλιώς 
βέβαια δεν πείραζε που ήτανε το μπρος πίσω, γιατί το δικό της το μάτι ήτανε 
γαλανό και το γυάλινο ήτανε κίτρινο μπροστά, κι έτσι απ' όπου και να το 'βαζε 
δεν ταίριαζε έτσι κι αλ­λιώς. Άσσος στην τράκα, η γριά Γουάγκνερ. Όποτε είχε 
κόσμο στο σπίτι, δανειζόταν το ξύλινο πόδι της Μις Χίγκινς για να μπορεί να 
περπατάει. Ήταν πολύ πιο κοντό απ' τ' άλλο της το ξερό, αλλά εκείνην δεν την 
ένοιαζε. 'Έλεγε ότι δεν τ' άντεχε τα  δεκανίκια όταν είχε κόσμο, γιατ' ήταν 
χασομέρι. Όταν είχε κόσμο, λέει, κι έπρεπε να γίνουν ένα σωρό δουλειές, ήθελε 
να σηκώνεται και να τις ξεπετάει στα γρήγορα, μόνη της. Ήτανε και φαλακρή σα 
λαμπόγυαλο και δανειζόταν την περούκα της Μις Τζέηκοπς -η Μις Τζέηκοπς ήταν, η 
γυναίκα του νεκροθάφτη- μια παλιοβρώμα ήταν κι όταν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε 
και θρονιαζόταν στο σπίτι του και τον περίμενε. Και το τομάρι ο άντρας της 
κα­θόταν όλη μέρα στη σκιά σ' ένα φέρετρο που λογά­ριαζε ότι θα ταίριαζε στον 
υποψήφιο. Κι αν χασομέραγε ο πελάτης και δεν ήταν σίγουρος, έπαιρνε σάν­τουιτς 
και μια κουβέρτα και κοιμότανε μέσα στο φέρε­τρο τη νύχτα. Έτσι την πάτησε μια 
φορά, με παγωνιά, κάπου τρεις βδομάδες, να κάθεται να περιμένει μπροστά στο 
σπίτι του γέρο Ρόμπινς. Και μετά, δυο χρόνια ολόκληρα του 'χε κόψει την 
καλημέρα του γέρου, γιατί του την έσκασε. Έπαθε κρυοπαγήματα στο ένα πόδι κι 
έχασε κι ένα σκασμό λεφτά γιατί ο γέρο Ρόμπινς έγινε περδίκι. Λοιπόν, όταν 
ξαναρρώστησε ο Ρόμπινς, ο Τζέηκοπς σκέφτηκε να τα  φτιάξει πάλι μαζί του και 
πέρασε ένα χέρι βερνίκι το ίδιο φέρετρο και το πήρε και πήγε να τόνε δει. Αλλά 
δεν ήταν και τόσο απλό να τόνε ρίξεις το γέρο Ρόμπινς. Του είπε να μπει μέσα 
και φαινόταν ετοιμοθάνατος κι αγόρασε το φέρετρο δέκα δολάρια κι ο Τζέηκοπς 
είπε ότι θα του τα  'δινε πίσω κι άλλα εικοσπέντε από πάνω αν ο Ρόμπινς το 
δοκίμαζε και δεν το 'βρίσκε του γούστου του. Κι έπειτα ο Ρόμπινς πέθανε, και 
στην κηδεία σπάει το καπάκι και πετάγεται πάνω τυλιγμένος στο σάβανο και λέει 
στον παπά τέρμα η παράσταση γιατί εγώ τέτοιο φέρετρο δεν το αντέχω. Βλέπετε 
είχε ξαναπάθει νεκροφάνεια μια φορά στα νιάτα του, κι έτσι σκέφτηκε να το 
παίξει μονά ζυγά. Έκανε το λογαριασμό του κι αν ξαναγύριζε, ήταν λεφτά στην 
τσέπη του, κι αν όχι, εκείνος δε θα 'χανε δεκάρα. Και, μα το Θεό, έκανε μήνυση 
στο Τζέη­κοπς και κέρδισε και τη δίκη. Κι έστησε το φέρετρο στο σαλόνι κι έλεγε 
ότι τώρα δε βιαζόταν. Κι ο Τζέη­κοπς έβγαζε αφρούς απ' το κακό του. Ξανάφυγε 
για την Ιντιάνα, μετά από λίγο -πήγε στη Γουέλσβιλ- απ' τη Γουέλσβιλ ήταν κι οι 
Χόγκαντορν. Εξαιρετική οικογέ­νεια. Από το Μαίρηλαντ, γενιές ολόκληρες. Δεν έχω 
δει άνθρωπο ν' ανακατεύει τα  ποτά του και να βλαστη­μάει καλύτερα από το γέρο 
Χόγκαντορν. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Χήρα Μπίλινγκς - πρώην Μπέκυ Μάρτιν. Η 
μάνα της ήταν η πρώτη γυναίκα του Ντάνλαπ. Ηη μεγαλύτερη κόρη, η Μαρία, 
παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και πέθανε σα χριστιανή -τη φάγανε οι άγριοι. και 
κείνον τόνε φάγανε, το δύστυχο -τον κά­νανε βραστό. Δεν ήταν έθιμο, έτσι λένε, 
αλλά εξήγησαν στους φίλους του που πήγανε να πάρουνε τα  πράγματά του, ότι τούς 
είχαν δοκιμάσει μ' ένα σωρό τρόπους τούς Ιεραπόστολους και ποτέ δεν τούς 
γίνονταν νόστιμοι -κι οι συγγενείς του συγχίστηκαν που χαράμισε τη ζωή του για 
ένα ηλίθιο πείραμα, τρόπος του λέγειν. Αλλά να ξέρετε, τίποτα δεν πάει ποτέ 
χαμένο. Όλα που δεν καταλαβαίνουνε οι άνθρωποι και δε βλέπουνε το λόγο, όλα 
φανερώνονται όταν επιμένεις και τα  σκαλίσεις λι­γάκι. Και το κρέας εκείνου του 
ιεραπόστολου, ούτε κι αυτός δεν το 'ξερε, προσηλύτισε μέχρι και τον τελευ­ταίο 
κανίβαλο που δοκίμασε τη σούπα. Μόνο αυτό τούς έπεισε. Λοιπόν, μη μου λέτε 
εμένα ότι τον έβρασαν τυ­χαία. Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο 
Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή 
μεθυσμένος θα 'ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ' ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω 
του από το τρίτο πάτωμα και τού 'σπάσε τη ραχοκοκα­λιά σε δυο μεριές. Κι είπαν 
ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά 
βρέ­θηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα 'χε γίνει 
κομματάκια. Και κανένας δε μου το βγάζει από το μυαλό. Ήταν κι ο σκύλος του 
εκεί, του μπάρμπα Λεμ. Γιατί δεν έπεσε πάνω στο σκύλο ο Ιρλανδός; Γιατί ο 
σκύλος θα τον είχε δει και θα 'χε φύγει. Γι' αυτό δεν έπεσε πάνω στο σκύλο. Δε 
μπορείς να βασίζεσαι σ' ένα σκύλο για να εκτελεί τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. 
Ακούστε που σας λέω, ήταν στημένη υπόθεση. Ατυχήματα δεν υπάρχουν, παιδιά. Ο 
σκύλος του μπάρμπα Λεμ -θα 'πρεπε να τόνε βλέπατε εκείνο το σκύλο. Τσοπανόσκυλο 
ήταν -ή μάλλον μισό τσοπανόσκυλο, μισό μπουλντόγκ- θαυμάσιο ζώο. Ήταν του 
πάστορα Χάγκαρ πριν τον πάρει ο μπάρμπα Λεμ. Χάγκαρ απ' τους Χάγκαρ της Ρηζέρβ. 
Μεγάλο σόι. Η μάνα ton ήταν Γουώτσον. Μια από τίς αδερφές του παντρεύτηκε έναν 
Γουήλερ. Εγκαταστάθηκαν στο Μόργκαν και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία, 
και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη. Η χήρα του το 
αγόρασε εκείνο το κομμάτι κι οι άνθρωποι ήρθαν από εκατό μίλια μακριά για να 
πάνε στην κηδεία. Ήταν δεκατέσσερα μέτρα ολόκληρα το κομμάτι, κι εκείνη δεν 
τους άφηνε να τον τυλίξουν, αλλά τον φύτεψε έτσι όπως ήταν -σ' όλο το μήκος. Η 
εκκλησία δεν ήταν και πολύ μεγάλη κι η μια άκρη του φέρετρου περίσσευε από το 
παράθυρο. Δεν τον έθαψαν, τον φύτεψαν στημένο έτσι -σά μνημείο- και κάρφωσαν 
και μια ταμπέλα που έγραφε - έγραφε - έγραφε - εις μ-ν-ή-μ-η-ν δεκατεσσάρων 
μ-έ-τ-ρ-ω-ν χα.λιού - με τα  λ-εί-ψ-α-ν-α του Γ-ου-ί-λ-ι-α-μ Γου-ή-»

Εδώ και λίγη ώρα ο Τζιμ Μπλέην είχε αρχίσει να χα­σμουριέται ολοένα και πιο 
συχνά -το κεφάλι του έπεσε μπροστά, μια, δυο, τρεις φορές- μέχρι που ακούμπησε 
στο στήθος του και βυθίστηκε σ' ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Δάκρυα έτρεχαν στα 
μάγουλα των παιδιών -κόντευαν να πνιγούν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια 
τους. Από την αρχή γέλαγαν, μόλο που εγώ δεν το είχα προσέξει. Κατάλαβα ότι 
«μου την είχαν σκά­σει». Έμαθα τότε πώς η ιδιομορφία του Τζιμ Μπλέην ήταν ότι 
όποτε έφτανε σ' ένα ορισμένο στάδιο μέθης, καμιά ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε 
να τον εμποδίσει ν' αρχίσει να διηγείται τη θαυμάσια περιπέτεια που τού είχε 
συμβεί κάποτε με το κριάρι του παππού του -κι η πρώτη φράση του σχετικά με το 
κριάρι ήταν κι η μο­ναδική που είχε ακούσει ποτέ άνθρωπος. Πάντα πήδαγε από το 
ένα θέμα στο άλλο, ασταμάτητα, μέχρι που δεν άντεχε άλλο στο ουίσκι και τον 
έπαιρνε ο ύπνος. Τί ήταν εκείνο που είχε συμβεί σ' αυτόν και το κριάρι του 
παππού του, είναι ένα σκοτεινό μυστήριο, γιατί μέχρι σήμερα κανένας δεν το 'χει 
μάθει.
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση