Πέρκιμον πατταλέψει

Posted by sarant στο 13 Απρίλιος, 2018
Πάω στοίχημα, θα έχετε άγνωστες λέξεις στον τίτλο, πιθανότατα δύο στις δύο, 
εκτός αν κατάγεστε από τη Μεγαλόνησο ή ξέρετε κυπριακά. Εγώ κυπριακά δεν ξέρω, 
και δεν είμαι βέβαιος ότι στέκει η φράση αυτή, που την έφτιαξα τώρα 
συνδυάζοντας τις δυο λέξεις για τις οποίες θελω να μιλησω στο σημερινό άρθρο.

Πάω στοιχημα πάντως πως για εμάς τους καλαμαράδες και οι δυο λέξεις είναι 
εντελώς σκοτεινές και άγνωστες. Αμφιβάλλω πολύ αν μπορεί κανείς να μαντέψει τι 
σημαίνουν, αν και τη δεύτερη την έχουμε και στην κοινή νεοελληνική αν και κάπως 
διαφορετική στη μορφή (και στη σημασία της).

Να κάνουμε ένα μικρο κουίζ: προσπαθήστε (χωρίς γκούκλισμα) να μαντέψετε τι 
σημαίνουν οι δυο αυτές κυπρέικες λέξεις. Βραβεία δεν δίδω, αφού τη λύση θα τη 
φανερώσω αμέσως πιο κάτω.

Λοιπόν, το πέρκιμον ειναι επίρρημα. Ακούγεται επίσης με τις μορφές πέρκι (ίσως 
η συχνότερη) και πέρκιμου. Σημαίνει «μακάρι» αλλά και «ίσως».

Το ρήμα «πατταλεύκω» ή «πατταλεύγω» ή «πατταλιάζω» σημαίνει «αχρηστεύω κάτι» 
αλλά και «αχρηστεύομαι, χαλάω» κυρίως από ηθική άποψη.

Και οι δυο λέξεις έχουν ετυμολογία τουρκική.

Το πέρκι/πέρκιμον είναι δάνειο από το τουρκικό belki που σημαίνει «ίσως». Στα 
κυπριακά η βασική σημασία είναι μακάρι, αλλά υπάρχει και η σημασία «ίσως». Για 
παράδειγμα, σε αυτό το καινούργιο τραγούδι των καταπληκτικών Mr. Doumani,




ο τελευταίος στίχος είναι:

Τζαι να σου λούσω το νερόν πέρκι ξυπνήσεις, ψεύτη

πέρκι ξυπνησεις, μήπως και ξυπνήσεις.

Το «πατταλεύγω» πάλι ανάγεται στο τουρκ. battal, από το οποίο και ο μπατάλης 
της κοινής νεοελληνικής. Ο μπατάλης είναι ο μεγαλόσωμος και δυσκίνητος αλλά η 
τουρκική λέξη, πέρα από τη σημασία «υπερμεγέθης», εχει επισης τις σημασίες του 
χαλασμένου αλλά και του άκυρου. Το μέγεθος XXL στα  τούρκικα είναι battal boy 
(όχι αγόρι, μπόι!).

Στα κυπριακά από αυτή την οικογένεια έχουμε τις λέξεις παττάλης (άχρηστος, 
βλαμμένος, ανήθικος), πατταλιασμένος (χαλασμένος), παττάλικος, πατταλεύγω. Τα 
δυο σύμφωνα δεν μπαίνουν για ομορφιά αλλά επειδή προφέρονται διπλά.

Και λοιπόν;

Γιατί ν' αφιερώσω άρθρο σε αυτες τις δυο κυπρέικες λέξεις; Εντάξει, είναι 
άγνωστες στους καλαμαράδες, αλλά εξίσου άγνωστες είναι εκατοντάδες άλλες λέξεις 
της κυπριακής διαλέκτου (ή γλώσσας, ας μην το συζητήσουμε αυτό σήμερα).

Αφιερώνω το άρθρο επειδή υπάρχει μια ιστοριούλα και για τις δυο λέξεις, ίσως 
διδακτική, που έχει να κάνει με τις τουρκικές ετυμολογίες των δύο λέξεων και με 
κάποιες εναλλακτικές (αλλά λαθεμένες) ετυμολογικές προτάσεις.

Η αρχή έγινε από το πέρκι/πέρκιμον. Ο φίλος Άρης Στουγιαννίδης, δεινός 
γλωσσοδίφης και σοβαρός ερευνητής (αν και δεν συμφωνώ πάντοτε με όσα γράφει) 
παρουσίασε σε μια ομάδα του Φέισμπουκ (ίσως βγαίνει το λινκ) ένα μικρό άρθρο 
στο οποίο εκφράζει αμφιβολία για την τουρκική ετυμολογία του πέρκιμον απο το 
τουρκ. belki, επειδή, όπως γράφει, «η μετατροπή του μπέλκι σε πέρκιμον είναι 
δύσκολη αν όχι αδύνατη» και προτείνει να σκεφτούμε δυο αρχαίες ελληνικές 
λεξούλες, το επιτατικό «περ» και το «μ?ν» που εισάγει ενίοτε ερωτήσεις που 
εκφράζουν αμφιβολία.


Ο φίλος Στουγιαννίδης δεν έχει δίκιο στην ένστασή του. Το μπέλκι τρέπεται πολύ 
εύκολα σε πέρκι στα κυπριακά.

Καταρχάς, το αρχικό «μπ» (και όχι μόνο) οι κουμπάροι το τρέπουν σε «π» 
συστηματικά: πχ πεζεβέγκης (εμείς μπεζεβέγκης), παμπάτζι (μπαμπάκι), πατταλεύκω 
(μπαταλεύω), πατζάκκιν (μπατζάκι εμείς), πατάλια (η συμπλοκή, από γαλλ 
bataille), πατανάς (το ασβέστωμα, μπαντανάς εμείς) και άλλα αμέτρητα. Και τον 
Σαρμπέλ τον τραγουδιστή οι Κύπριοι Σιαρπέλ τον λένε.


Έπειτα, η τροπή του λ+σύμφωνο σε ρ+σύμφωνο είναι συνηθέστατη στην κοινη και σε 
πολλα ιδιώματα πχ  αδελφός-αδερφός, κόλπος - κόρφος, τολμώ - τορμώ.

Οπότε, το μπέλκι εντελώς ευεξήγητα τράπηκε σε πέρκι. Το πέρκι μπορεί να έγινε 
«πέρκιμου» με προσθήκη της προσωπικής αντωνυμίας, και μετά «πέρκιμον». Ενας 
κύπριος ετυμολόγος θα το εξηγούσε καλύτερα, πάντως δεν είναι καθόλου δύσκολη η 
δημιουργία αυτών των τύπων.

Η σημασία μένει σχεδον ιδια, αφού το «ίσως» είναι πολύ κοντά στο «μακάρι».

Όπως έχουμε γράψει παλιότερα, η ίδια τουρκική λέξη έχει περάσει και στην 
κρητική διάλεκτο ως μπέλικι με σημασία «ίσως, μήπως, ενδεχομένως», π.χ. Μπέλικι 
νάρθει η γιαγαπώ να τηνε ξαγορέψω (Ίσως έρθει αυτή που αγαπώ, να την 
ξεμολογήσω, να μάθω τα μυστικά της).

Αλλά και στη ρομανί, όπου η φράση Μπέλκι σίμαν άκος; σημαινει Μήπως έχω δίκιο;

Όταν συζητήσαμε στο Φέισμπουκ την ετυμολογια της λέξης, ένας άλλος σχολιαστής, 
χαρακτηριστικό δείγμα γλωσσικού εθνικιστή που θέλει να βρει ελληνικές 
ετυμολογίες για όλα τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής, πρότεινε το. υπάρξιμον 
(δεν υπάρχει τέτοια λέξη, αλλά δεν θα κολλήσουμε εκεί) ή το υπερέχω, σαν αρχή 
του «πέρκιμον», προσπερνώντας αγέρωχα τις διαφορές στη σημασία και την έλλειψη 
ενδιάμεσων τύπων. Σε τέτοιες θλιβερές ακροβασίες σε αναγκάζει ο γλωσσικός 
εθνικισμός. Για καλό και για κακό όμως στο τέλος παρατήρησε οτι η τουρκική 
belki είναι περσικής ετυμολογίας -αυτό το συνηθίζουν οι αρνητές των τουρκικών 
δανείων: όταν δεν μπορούν να αντικρούσουν την τουρκική προελευση μιας λέξης, 
επισημαίνουν ότι είναι περσικής ή αραβικής αρχής, κατι το οποίο πράγματι ισχύει 
σε πολλές περιπτώσεις αλλά βέβαια δεν αίρει το γεγονός ότι στα ελληνικά η λέξη 
ειναι τουρκικό δάνειο.

Και το πατταλεύγω; Μήπως κι αυτό το έβγαλε κάποιος ελληνικής αρχής;

Όχι, ευτυχώς. Ωστόσο, καθώς έψαχνα να βρω κάτι για το πέρκι, βρήκα τη σελίδα 
των Βικιπριακών, που είναι γενικώς προσεγμένο λεξικό αν και έχει κάμποσα λάθη. 
Βρήκα πράγματι στη δεύτερη στήλη της σελ. 13 το πέρκι, πάνω-πάνω. Όμως το μάτι 
μου έπεσε στην πρώτη στήλη, κι εκεί είδα την οικογένεια λέξεων πατταλεύκω, 
παττάλης, παττάλικο, πατταλοδουλειά, να ετυμολογείται από. από το αγγλικό bad!!

Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όμως, επειδή η Κύπρος ήταν αγγλική κτήση για 
καμια ογδονταριά χρόνια κι επειδή έχει όντως κληρονομήσει κάποιες αγγλικές 
λέξεις, όπως το τάσπιν (ο κάλαθος των αχρήστων, από το dustbin) ή το πόλιπιφ 
(το βοδινο της κονσέρβας, bully beef), κάποιοι θεωρούν πως όποια κυπριακή λέξη 
θυμίζει κάποια αγγλική πρεπει νάναι και αγγλικό δάνειο κι έτσι ας πούμε θεωρούν 
πως ο αγκρισμενος (θυμωμένος) είναι δάνειο απο το angry και η τσαέρα από το 
chair -σας παραπέμπω για περισσότερα στο ειδικό άρθρο που γράψαμε πέρυσι.

Όπως και να το κάνουμε, άλλο είναι να έχει αγγλική καταγωγή μια δάνεια λέξη κι 
άλλο ταπεινή τουρκική!
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση