Re: [Orasi] Παίζουμε μόνοι μας στο θέατρο, μωρό μου

2018-01-14 ϑεμα Γιώργος Καλουδάκης

Εδώ και το τραγούδι του Τζιμάκου:
Τζίμης Πανούσης ο λάκκος με τα αστεία
https://www.youtube.com/watch?v=9iRidfp3A8U

--
From: "Konstantinos Theodoropoulos" <ks...@icloud.com>
Sent: Sunday, January 14, 2018 3:37 AM
To: "Orasi" <orasi@hostvis.net>
Subject: [Orasi] Παίζουμε μόνοι μας στο θέατρο, μωρό μου


Protagon.gr - Σάββατο, 13 Ιανουαρίου 2018 - 8:52 μμ

Παίζουμε μόνοι μας στο θέατρο, μωρό μου

«Ο λάκκος με τ’ αστεία που σκάβω από παιδί, η τέλεια ληστεία που έχω 
σκαρφιστεί, με σφίγγει σαν παπούτσι ντόπιο και μπαλωμένο, στο χείλος του 
Ζαλόγγου το τέλος περιμένω. Θέλω να πέσω μέσα, σε χάχανα και γέλια να 
πνιγώ. Να γίνω πριγκιπέσα, της μάνας μου τα ρούχα να φορώ. Να χαθώ.».


Υπάρχουν μερικά τραγούδια που λες ότι ο καλλιτέχνης τα φύσηξε με την πνοή 
του, τα έκανε μπουκάλι να κλείσει μέσα τη ζωή του. Για τον Τζίμη αυτό το 
τραγούδι είναι «Ο λάκκος με τα αστεία», απ’ όπου αυτοί οι στίχοι και οι 
επόμενοι πιο κάτω. Περιέργως, δεν περιλαμβάνεται σε αυτά που έγιναν ευρέως 
γνωστά -δεν λέω «σουξέ» για να μη μου πείτε ότι δεν ταιριάζει στον 
καλλιτέχνη. Ναι, ο Τζίμης δεν έκανε ποτέ σουξέ αν και το σουξέ του ήταν 
ακριβώς αυτό: να αισθάνεσαι ότι δεν κάνει σουξέ.


«Με δώρο μια κιθάρα, ασπίδα του μπαμπά, που πήραμε δεκάρι, στα μαθηματικά, 
τα πρώτα τραγουδάκια με στίχους τολμηρούς, με διώχνουν από κύκλους, 
αντιστασιακούς.»


Τα αυτοαναφορικά του τραγούδια νομίζω πως ήταν τα καλύτερα που έγραψε, όσο 
και αν στη ραδιοφωνική μνήμη θα μείνουν περισσότερο το «Κάγκελα παντού» 
και το «Νεοέλληνας». Τα πιο όμορφα τραγούδια ο Τζίμης τα κράτησε για τον 
εαυτό του.


«Το τσίρκο που `χω στήσει, το υπόγειο μαγαζί, βουλιάζει και με παίρνει και 
μένανε μαζί. Βουτάω το μαύρο χιούμορ σε έγχρωμη οπή και δάχτυλο Κυρίου μου 
γνέφει σιωπή».


Μία μέρα τον είχα πιέσει: «Ας πούμε ότι μπορείς να κρατήσεις μόνο ένα 
τραγούδι σου και όλα τα άλλα θα σβηστούν, ποιο θα διάλεγες;» Περίμενα να 
μου πει το «Γυφτάκι» που, κατά την απαίδευτη, μουσικά, γνώμη μου, είναι το 
καλύτερο τραγούδι που έχει γράψει. Και αν δεν ξέρω εγώ, που τον 
παρακολουθώ σχεδόν 40 χρόνια, ποιος θα ήξερε; Ο ίδιος ο Πανούσης; Η 
αλήθεια είναι ότι σε εκείνη την κουβέντα ζορίστηκε. «Εντάξει ναι, το 
«Γυφτάκι» καλό είναι, αλλά και η «Ανακωχή» δεν είναι πολύ καλή;» Καλή 
είναι. Οπως το Δελτίο Ταυτότητας που βγάζεις όταν είσαι μαθητής και το 
κρατάς για χρόνια: «Πλέκω στιχάκια με κάποιο χιούμορ, με αρχή και τέλος 
για τον Αίσωπο. Νιώθω σαν κάτι γκομενούλες του ’40 που πλέκαν κάλτσες για 
το μέτωπο». Ολο αυτό με δύο λέξεις: Τζίμης Πανούσης.




Λένε ότι στις νεκρολογίες πρέπει να βαδίσεις παράλληλα με τη ζωή του 
εκλιπόντος, να την αφηγηθείς και να σηματοδοτήσεις τους σταθμούς. Οχι πια, 
όχι σήμερα που και η μνήμη είναι Google. Η ζωή του Τζίμη είναι εκεί έξω σε 
χιλιάδες φωτογραφίες, βίντεο, σε δεκάδες συνεντεύξεις. Αυτό που προσπαθώ 
να κάνω είναι να καταλάβω και να περιγράψω τι ακριβώς ήταν ο Πανούσης. Να 
τον βάλω μέσα σε λέξεις και κώδικες που αντιλαμβανόμαστε όλοι. Δεν είναι 
εύκολο. Οχι μόνο επειδή υπάρχουν στιγμές που θέλεις να τον αγκαλιάσεις και 
στιγμές που θέλεις να τον πνίξεις. Είναι επειδή το πενάκι που τον έφτιαξε 
έσπασε αμέσως μόλις βγήκε ο Τζίμης στη σκηνή.


Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην ανατολή της δεκαετίας του ’80 μία 
κασέτα βρισκόταν σχεδόν σε όλα τα καρότσια των πειρατών-εμπόρων που 
έβγαζαν μεροκάματο στα Πανεπιστήμια. Στη ράχη της έγραφε «Μουσικές 
Ταξιαρχίες», εθεωρείτο «απαγορευμένη» και αν δεν την αγόραζες από το 
καρότσι, είχες σίγουρα κάποιο φίλο να στη δώσει για να την αντιγράψεις. Η 
κασέτα ήταν περιζήτητη για δύο λόγους.


Ο πρώτος λόγος ήταν η μουσική. Ενας καινούργιος ήχος έξω από τη σφαίρα του 
συμβατικού ελληνικού ροκ. Ο δεύτερος λόγος ήταν οι στίχοι. Οχι μόνο επειδή 
δεν περιέγραφαν έρωτες και «αδιέξοδα», αλλά και επειδή περιείχαν 
βωμολοχίες ή, τέλος πάντων, λέξεις που, με τα δεδομένα της εποχής, δεν 
χωρούσαν σε μία κανονική εμπορική ηχογράφηση. Οταν η ίδια κασέτα έγινε 
δίσκος στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι επίμαχες λέξεις καλύφθηκαν με 
ηχητικό τόνο. Αργότερα τα τραγούδια επανακυκλοφόρησαν χωρίς λογοκρισία. 
Και ο Τζίμης Πανούσης, ο καλλιτέχνης που έβαλε τα Εξάρχεια σε εμπορική 
συσκευασία, απέκτησε τη δημοφιλία του μουσικού και την ασυλία που 
απολαμβάνουν οι σατυρικοί καλλιτέχνες.


Από τότε ο Τζίμης έγινε πολλά πράγματα. Ροκ διαφυγή της εξωσυστημικής 
Αριστεράς, έξυπνη, κυνικά διεισδυτική ματιά στον κόσμο, αυτοσαρκαστικός 
μονόλογος -άλλοθι του μικροαστού θαμώνα, απενοχοποιημένη ωδή στον 
ελληνισμό και στις παραδόσεις του, ανοιχτή αποστροφή προς την 
παγκοσμιοποίηση με υποδόριο φόβο για την πολιτιστική άλωση. «Της 
κοιμισμένης νεολαίας ξυπνητήρι, η τελευταία σταγονίτσα στο ποτήρι. Ρούφα 
με πιες με ακροατή μου στην υγεία σου, να μεταλάβεις τον Τζιμάκο στην 
κοιλιά σου». (Ούζο Power)


Πολιτικά, ο Πανούσης, ανήκε κάπου στο χώρο της πατριωτικής 
εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (δικός μου ο προσδιορισμός), σε έναν κόσμο 
όπου ο Βελουχιώτης συν

[Orasi] Παίζουμε μόνοι μας στο θέατρο, μωρό μου

2018-01-13 ϑεμα Konstantinos Theodoropoulos
Protagon.gr - Σάββατο, 13 Ιανουαρίου 2018 - 8:52 μμ

Παίζουμε μόνοι μας στο θέατρο, μωρό μου

«Ο λάκκος με τ’ αστεία που σκάβω από παιδί, η τέλεια ληστεία που έχω 
σκαρφιστεί, με σφίγγει σαν παπούτσι ντόπιο και μπαλωμένο, στο χείλος του 
Ζαλόγγου το τέλος περιμένω. Θέλω να πέσω μέσα, σε χάχανα και γέλια να πνιγώ. Να 
γίνω πριγκιπέσα, της μάνας μου τα ρούχα να φορώ. Να χαθώ.».

Υπάρχουν μερικά τραγούδια που λες ότι ο καλλιτέχνης τα φύσηξε με την πνοή του, 
τα έκανε μπουκάλι να κλείσει μέσα τη ζωή του. Για τον Τζίμη αυτό το τραγούδι 
είναι «Ο λάκκος με τα αστεία», απ’ όπου αυτοί οι στίχοι και οι επόμενοι πιο 
κάτω. Περιέργως, δεν περιλαμβάνεται σε αυτά που έγιναν ευρέως γνωστά -δεν λέω 
«σουξέ» για να μη μου πείτε ότι δεν ταιριάζει στον καλλιτέχνη. Ναι, ο Τζίμης 
δεν έκανε ποτέ σουξέ αν και το σουξέ του ήταν ακριβώς αυτό: να αισθάνεσαι ότι 
δεν κάνει σουξέ.

«Με δώρο μια κιθάρα, ασπίδα του μπαμπά, που πήραμε δεκάρι, στα μαθηματικά, τα 
πρώτα τραγουδάκια με στίχους τολμηρούς, με διώχνουν από κύκλους, 
αντιστασιακούς.»

Τα αυτοαναφορικά του τραγούδια νομίζω πως ήταν τα καλύτερα που έγραψε, όσο και 
αν στη ραδιοφωνική μνήμη θα μείνουν περισσότερο το «Κάγκελα παντού» και το 
«Νεοέλληνας». Τα πιο όμορφα τραγούδια ο Τζίμης τα κράτησε για τον εαυτό του.

«Το τσίρκο που `χω στήσει, το υπόγειο μαγαζί, βουλιάζει και με παίρνει και 
μένανε μαζί. Βουτάω το μαύρο χιούμορ σε έγχρωμη οπή και δάχτυλο Κυρίου μου 
γνέφει σιωπή».

Μία μέρα τον είχα πιέσει: «Ας πούμε ότι μπορείς να κρατήσεις μόνο ένα τραγούδι 
σου και όλα τα άλλα θα σβηστούν, ποιο θα διάλεγες;» Περίμενα να μου πει το 
«Γυφτάκι» που, κατά την απαίδευτη, μουσικά, γνώμη μου, είναι το καλύτερο 
τραγούδι που έχει γράψει. Και αν δεν ξέρω εγώ, που τον παρακολουθώ σχεδόν 40 
χρόνια, ποιος θα ήξερε; Ο ίδιος ο Πανούσης; Η αλήθεια είναι ότι σε εκείνη την 
κουβέντα ζορίστηκε. «Εντάξει ναι, το «Γυφτάκι» καλό είναι, αλλά και η «Ανακωχή» 
δεν είναι πολύ καλή;» Καλή είναι. Οπως το Δελτίο Ταυτότητας που βγάζεις όταν 
είσαι μαθητής και το κρατάς για χρόνια: «Πλέκω στιχάκια με κάποιο χιούμορ, με 
αρχή και τέλος για τον Αίσωπο. Νιώθω σαν κάτι γκομενούλες του ’40 που πλέκαν 
κάλτσες για το μέτωπο». Ολο αυτό με δύο λέξεις: Τζίμης Πανούσης.



Λένε ότι στις νεκρολογίες πρέπει να βαδίσεις παράλληλα με τη ζωή του 
εκλιπόντος, να την αφηγηθείς και να σηματοδοτήσεις τους σταθμούς. Οχι πια, όχι 
σήμερα που και η μνήμη είναι Google. Η ζωή του Τζίμη είναι εκεί έξω σε χιλιάδες 
φωτογραφίες, βίντεο, σε δεκάδες συνεντεύξεις. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι 
να καταλάβω και να περιγράψω τι ακριβώς ήταν ο Πανούσης. Να τον βάλω μέσα σε 
λέξεις και κώδικες που αντιλαμβανόμαστε όλοι. Δεν είναι εύκολο. Οχι μόνο επειδή 
υπάρχουν στιγμές που θέλεις να τον αγκαλιάσεις και στιγμές που θέλεις να τον 
πνίξεις. Είναι επειδή το πενάκι που τον έφτιαξε έσπασε αμέσως μόλις βγήκε ο 
Τζίμης στη σκηνή.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην ανατολή της δεκαετίας του ’80 μία 
κασέτα βρισκόταν σχεδόν σε όλα τα καρότσια των πειρατών-εμπόρων που έβγαζαν 
μεροκάματο στα Πανεπιστήμια. Στη ράχη της έγραφε «Μουσικές Ταξιαρχίες», 
εθεωρείτο «απαγορευμένη» και αν δεν την αγόραζες από το καρότσι, είχες σίγουρα 
κάποιο φίλο να στη δώσει για να την αντιγράψεις. Η κασέτα ήταν περιζήτητη για 
δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος ήταν η μουσική. Ενας καινούργιος ήχος έξω από τη σφαίρα του 
συμβατικού ελληνικού ροκ. Ο δεύτερος λόγος ήταν οι στίχοι. Οχι μόνο επειδή δεν 
περιέγραφαν έρωτες και «αδιέξοδα», αλλά και επειδή περιείχαν βωμολοχίες ή, 
τέλος πάντων, λέξεις που, με τα δεδομένα της εποχής, δεν χωρούσαν σε μία 
κανονική εμπορική ηχογράφηση. Οταν η ίδια κασέτα έγινε δίσκος στα μέσα της 
δεκαετίας του ’80, οι επίμαχες λέξεις καλύφθηκαν με ηχητικό τόνο. Αργότερα τα 
τραγούδια επανακυκλοφόρησαν χωρίς λογοκρισία. Και ο Τζίμης Πανούσης, ο 
καλλιτέχνης που έβαλε τα Εξάρχεια σε εμπορική συσκευασία, απέκτησε τη δημοφιλία 
του μουσικού και την ασυλία που απολαμβάνουν οι σατυρικοί καλλιτέχνες.

Από τότε ο Τζίμης έγινε πολλά πράγματα. Ροκ διαφυγή της εξωσυστημικής 
Αριστεράς, έξυπνη, κυνικά διεισδυτική ματιά στον κόσμο, αυτοσαρκαστικός 
μονόλογος -άλλοθι του μικροαστού θαμώνα, απενοχοποιημένη ωδή στον ελληνισμό και 
στις παραδόσεις του, ανοιχτή αποστροφή προς την παγκοσμιοποίηση με υποδόριο 
φόβο για την πολιτιστική άλωση. «Της κοιμισμένης νεολαίας ξυπνητήρι, η 
τελευταία σταγονίτσα στο ποτήρι. Ρούφα με πιες με ακροατή μου στην υγεία σου, 
να μεταλάβεις τον Τζιμάκο στην κοιλιά σου». (Ούζο Power)

Πολιτικά, ο Πανούσης, ανήκε κάπου στο χώρο της πατριωτικής εξωκοινοβουλευτικής 
Αριστεράς (δικός μου ο προσδιορισμός), σε έναν κόσμο όπου ο Βελουχιώτης συναντά 
τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μάχονται μαζί τους προσκυνημένους. Ταυτοχρόνως, 
όμως, ήταν βαθύτατα συντηρητικός στα «εθνικά» και κυρίως στα της παράδοσης. Τη 
μία ήταν στα Εξάρχεια και την άλλη τρύπωνε στην παρέα του Γκάτσου. Φλέρταρε με 
το λαϊκό και το ανατολίτικο. «Σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι μπαίνω μέσα στο 
μπουζούκι με ταξίμια, με φυτίλια με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του 
αμπαρωμένος θα