Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, Ιουνίου 26, 2022, 09:40

Ocean 1212-W (διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)


Δημοσιεύω σήμερα ένα αυτοβιογραφικό διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, που το μετέφρασε 
ο φίλος μας ο Missing Ink, κατά κόσμον Γιάννης Πολύζος. Θα θυμάστε ότι πριν από 
3-4 μήνες είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα απόσπασμα από το αντιπολεμικό 
μυθιστόρημα Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του, του συγγραφέα Ντάλτον Τράμπο, πάλι σε 
μετάφραση του φίλου μας. Εκείνη η πρώτη δημοσίευση ώθησε τον φίλο μας να 
ξανακοιτάξει μια παλιά του μισοτελειωμένη μετάφραση και να την ετοιμάσει για 
παρουσίαση στο ιστολόγιο.

Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) είναι βεβαια περισσότερο γνωστή σαν ποιήτρια, σήμερα 
όμως θα παρουσιάσουμε ένα αυτοβιογραφικό πεζογράφημά της, γραμμένο λίγους μήνες 
πριν η Πλαθ θέσει η ίδια τέρμα στη σύντομη ζωή της. Το κείμενο, με αναμνήσεις 
της παιδικής ηλικίας, όμως σημαδεμένης από τον θάνατο του πατέρα, γράφτηκε τον 
Δεκέμβριο του 1962 κατά παραγγελία του BBC για να μεταδοθεί στη σειρά 
«Συγγραφείς για τον εαυτό τους» (Writers on themselves). Εκδόθηκε μαζί με τα 
άλλα κείμενα της σειράς αυτής, το 1964, μετά τον θάνατο της Πλαθ.

Ο τίτλος του πεζογραφήματος είναι ο αριθμός τηλεφώνου του σπιτιού της γιαγιάς 
της Σύλβιας Πλαθ, στην ακτή της Μασαχουσέτης, όπου σαν παιδί ξεκαλοκαίριαζε η 
ποιήτρια. Τον καιρό εκείνο οι αριθμοί τηλεφώνου στις ΗΠΑ συνδύαζαν γράμματα 
(που συνήθως αποτελούσαν υπαρκτές λέξεις, δείτε εδώ) και αριθμούς. Για τον λόγο 
αυτό προτίμησα να το αφήσουμε αμετάφραστο στον τίτλο.

Ocean 1212-W

Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων δεν ήταν γη αλλά το τέλος της γης –οι 
παγωμένοι, αρμυροί, αδιάκοποι λόφοι του Ατλαντικού. Σκέφτομαι κάποιες φορές πως 
η εικόνα της θάλασσας είναι ό,τι πιο διαυγές έχω συγκρατήσει. Την ανασύρω σε 
τούτη δω την εξορία, όπως άλλοτε τις «τυχερές» μωβ πετρούλες με τα λευκά τους 
δαχτυλίδια ή το μπλε κέλυφος ενός μυδιού που από μέσα ιρίδιζε, σαν κάποιο νύχι 
αγγέλου∙ και μ’ ένα τρικύμισμα της μνήμης τα χρώματα σκουραίνουν και 
γυαλίζουνε, κείνος ο πρώιμος κόσμος ανασαίνει βαθιά.

Ανασαίνει, ναι, αυτό συμβαίνει πρώτα. Κάτι ανασαίνει. Είναι η δικιά μου 
αναπνοή; Η αναπνοή της μητέρας μου; Όχι, κάτι άλλο, κάτι πιο μεγάλο, πιο 
απόμακρο, πιο σοβαρό, πιο κουρασμένο. Με κλειστά μάτια τότε ταξιδεύω για λίγο∙ 
είμαι ένας μικρός καπετάνιος, γεύομαι της μέρας τον καιρό –τα άγρια κύματα που 
πολιορκούν τον τοίχο της αυλής, τον αφρό που ραίνει τα γενναία γεράνια της 
μητέρας μου ή το απαλό ψιθύρισμα μιας λιμνούλας καθρεφτένιας∙ η λιμνούλα 
αναδεύει λαμπερά ροζ χαλίκια στις άκρες της, τεμπέλικα και τρυφερά, μια λαίδη 
συλλογισμένη καθώς ψαύει κοσμήματα. Μπορεί ν’ ακούγεται το μουρμουρητό της 
βροχής στο τζάμι, μπορεί ο άνεμος που βαριαναστενάζοντας δοκιμάζει τις ρωγμές 
του σπιτιού σαν κλειδαρότρυπες. Όμως αυτά ποτέ δε με πλανέψαν. Η θάλασσα με το 
μητρικό της παλμό περιγελούσε τέτοιας λογής ψευτιές. Σαν γυναίκα μοιραία, 
κρατούσε μύρια μυστικά∙ είχε πρόσωπα πολλά, πολλά αραχνοΰφαντα, φριχτά 
μαγνάδια. Μιλούσε για θαύματα και αποστάσεις∙ αν ήταν ικανή να σαγηνεύσει, 
μπορούσε επίσης να σκοτώσει. Όταν μάθαινα να μπουσουλάω, η μητέρα μου μ’ άφησε 
στο ακροθαλάσσι για να δει πώς θ’ αντιδρούσα. Τράβηξα ίσια για το ερχόμενο κύμα 
κι είχα μόλις εισχωρήσει στο γαλαζοπράσινο τείχος, τη στιγμή που μ’ άρπαξε απ’ 
τις φτέρνες.

Συχνά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν πρόφταινα να βουτήξω σε τούτο τον καθρέφτη. 
Άραγε θ’ αναλάμβαναν τα βρεφικά μου βράγχια, το αλάτι μες στο αίμα μου; Έναν 
καιρό δεν πίστευα στο Θεό ούτε στον Άι Βασίλη, αλλά στις γοργόνες. Η ύπαρξή 
τους έμοιαζε τόσο λογική και πιθανή όσο κι οι εύθραυστες καμπύλες ενός 
ιππόκαμπου στο ενυδρείο του ζωολογικού κήπου ή τα σαλάχια που έβγαζαν με κόπο 
και βρισιές οι ψαράδες της Κυριακής –σαλάχια σαν παλιές μαξιλαροθήκες, με 
σαρκώδη, σεμνότυφα γυναικεία χείλη.

Κι αναθυμούμαι τη μητέρα μου, θαλασσοκόριτσο κι εκείνη, να διαβάζει σε μένα και 
τον αδερφό μου –που είχε έρθει λίγο αργότερα– στίχους από το ποίημα του Μάθιου 
Άρνολντ ‘Ο Ξεχασμένος Τρίτων’:

Σπηλιές σπαρμένες άμμο, βαθιές και δροσερές
όπου οι άνεμοι λουφάζουνε μακριά από τις πηγές∙
όπου τα φώτα τ’ αμυδρά σβήνουν και τρεμοπαίζουν∙
όπου τα ρεύματα τη βλάστηση την αρμυρή λικνίζουν∙
όπου της θάλασσας τα τέρατα συνάζονται ένα ένα
τροφή να βρουν στα πράσινα, λασπώδη τους λημέρια∙
όπου κουλούρες γίνονται και ξεγλιστρούν τα χέλια
στεγνώνουνε τα καύκαλα και λιάζονται στην άρμη∙
όπου πελώριες φάλαινες με άγρυπνο το μάτι
για κάποια άλλη θάλασσα πλέουν και χαιρετούν
τον κόσμο μας γυρίζοντας δίχως να σταματούν.

Είδα το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει. Σαν τι να το προκάλεσε; Δεν ήτανε το κρύο. 
Μήπως είχε περάσει κάποιο φάντασμα; Όχι, η ποίηση ήταν. Μια σπίθα πετάχτηκε απ’ 
τον Άρνολντ και με συντάραξε, σαν ρίγος. Ήθελα να κλάψω∙ ένιωθα τόσο περίεργα. 
Είχα ανακαλύψει έναν καινούργιο τρόπο να νιώθω χαρούμενη.

Από καιρό σε καιρό, όταν με πιάνει νοσταλγία για τον ωκεανό των παιδικάτων μου 
–τις οιμωγές των γλάρων και την αρμύρα στον αέρα, κάποιος πονετικός φίλος θα με 
φορτώσει σ’ ένα αυτοκίνητο και θα με πάει στο κοντινότερο σημείο απ’ όπου μπορώ 
ν’ αγναντεύω τα πελάγη. Στο κάτω κάτω, στην Αγγλία δεν υπάρχει μέρος που ν’ 
απέχει παραπάνω από, πόσο; εβδομήντα μίλια από τη θάλασσα. «Ορίστε» θα μου 
πουν, «να τη». Λες και η θάλασσα είναι καμιά πίννα, που τη σερβίρεις στο πιάτο 
κι έχει την ίδια γεύση σε όλα τα εστιατόρια του κόσμου. Βγαίνω από τ’ 
αυτοκίνητο, τεντώνομαι, ρουθουνίζω. Η θάλασσα. Αλλά δεν είναι το ίδιο, δεν 
είναι το ίδιο ούτε γι’ αστείο.

Η τοποθεσία κατ’ αρχάς είναι τελείως λάθος. Πού είναι ο γκρίζος αντίχειρας του 
υδραγωγείου στα αριστερά και η δρεπανοειδής σειρά αμμόλοφων (πετρόλοφων, εδώ 
που τα λέμε) κάτω απ’ αυτόν, κι η φυλακή του Ντιρ Άιλαντ στα δεξιά, στην άκρη 
άκρη των λόφων; Ο δρόμος που ήξερα έστριβε κι έμπαινε μες στα κύματα, με τον 
ωκεανό από τη μια μεριά, τον κόλπο από την άλλη∙ και το σπίτι της γιαγιάς μου, 
χτισμένο θαρρείς πάνω στη θάλασσα, να βλέπει την ανατολή, λουσμένο από ένα 
κόκκινο φως και τις αντανακλάσεις των νερών.

Μέχρι σήμερα θυμάμαι τον αριθμό της: ΩΚΕΑΝΟΣ 1212-Ω. Επαναλάμβανα τη φράση στην 
τηλεφωνήτρια, από το σπίτι μας στη γαλήνη του κόλπου, ένα ξόρκι, μια έξοχη 
ρίμα, ενώ σχεδόν περίμενα το μαύρο ακουστικό να μου στείλει, σαν χοάνη, τον αχό 
της ανοιχτής θάλασσας μαζί με το «Λέγετε» της γιαγιάς μου.

Η ανάσα της θάλασσας, λοιπόν. Κι έπειτα τα φώτα της. Ήταν κάποιο τεράστιο, 
ακτινοβόλο ζώο; Και με κλειστά τα μάτια ακόμη, μπορούσα να νιώσω τις εκλάμψεις 
απ’ τους αστραφτερούς καθρέφτες της να ψηλαφούν τα βλέφαρά μου. Ξάπλωνα σ’ ένα 
λίκνο υδάτινο, και οι φλογώδεις ακτίνες της έβρισκαν τις χαραμάδες στο 
σκουροπράσινο στόρι, παιχνίδιζαν και χορεύαν ή ακινητούσαν μ’ ένα ελαφρύ 
τρεμούλιασμα. Την ώρα του μεσημεριανού ύπνου χτυπούσα με το νύχι τον κούφιο 
μπρούτζινο σκελετό του κρεβατιού, μου άρεσε ν’ ακούω τη μουσική του και μια 
φορά, κατάπληκτη κι ενθουσιασμένη με την ανακάλυψή μου, βρήκα μιαν άκρη της 
καινούριας τριανταφυλλί ταπετσαρίας και με το ίδιο περίεργο νύχι γύμνωσα ένα 
σεβαστό κομμάτι του τοίχου. Έφαγα γερή κατσάδα, και κάνα-δυο στον πισινό, κι 
έπειτα ο παππούς μου με πήρε από τις μέγαιρες του σπιτιού για μια μεγάλη βόλτα 
προς την ακρογιαλιά, πάνω σε πέτρες πορφυρές με ήχους αλλόκοτους.

Η μητέρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ίδιο αυτό θαλασσόδαρτο σπίτι∙ θυμόταν μέρες 
ναυαγίων που οι κάτοικοι ανασκάλευαν τ’ απομεινάρια λες και βρίσκονταν σε 
κάποια υπαίθρια αγορά –τσαγέρες, τόπια μουλιασμένου υφάσματος, το μοναχικό, 
πένθιμο παπούτσι. Όμως ποτέ, απ’ όσο θυμόταν, κάποιον πνιγμένο ναύτη. Πήγαιναν 
κατευθείαν να βρουν τον Ντέιβι Τζόουνς. Παρ’ όλ’ αυτά, και τι δε θα μπορούσε να 
μας κληροδοτήσει η θάλασσα; Δεν έχανα τις ελπίδες μου. Καφετιά και πράσινα 
θραύσματα από γυαλί ήταν συνηθισμένα, τα μπλε και τα κόκκινα σπανίζαν: φανάρια 
βυθισμένων καραβιών; Ή μήπως οι αρμυροφαγωμένες καρδιές από μπουκάλια μπύρας 
και ουίσκι. Πού νά ’ξερε κανείς.

Φαντάζομαι πως η θάλασσα κατάπιε δεκάδες σετ τσαγιού –πεταμένα χωρίς σκέψη από 
πλοία της γραμμής ή από προδομένες νύφες/ αρραβωνιαστικές που τα εμπιστεύθηκαν 
στο κύμα. Μάζευα κομματάκια από πορσελάνη, με κλαδιά στις άκρες και πουλιά ή 
στεφάνια από μαργαρίτες. Κανένα σχέδιο δεν ταίριαζε ποτέ με κάποιο άλλο.

Έπειτα μια μέρα στρώμα το στρώμα η ακρογιαλιά πύρωσε στο κρύσταλλο του ματιού 
μου, κι άφησε το σημάδι της για πάντα. Φλογισμένος Απρίλης. Ζέσταινα τον πισινό 
μου στα γυαλιστερά μαρμάρινα σκαλιά της γιαγιάς μου, καθώς παρατηρούσα το 
σοβαντισμένο τοίχο με τον ετερόκλητο διάκοσμό του από κοχύλια, τσόφλια, 
χρωματιστά γυαλιά. Η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο. Πήγαιναν τρεις βδομάδες 
που έλειπε. Κρατούσα μούτρα σε όλους. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Η εγκατάλειψή 
της είχε ανοίξει μια τρύπα στους ουρανούς μου, που σιγόκαιγε. Πώς μπόρεσε αυτή, 
με την τόση της αγάπη κι αφοσίωση, να με παρατήσει έτσι εύκολα; Η γιαγιά μου 
τραγουδούσε μουρμουριστά κι έπλαθε τη ζύμη της με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Σαν 
καθωσπρέπει κυρία του παλιού καιρού, έσφιγγε τα χείλη, δεν αποκάλυπτε τίποτα. 
Στο τέλος μαλάκωσε λιγάκι. Με περίμενε μια έκπληξη όταν θα επέστρεφε η μητέρα. 
Θα ήταν κάτι ωραίο. Θα ήταν –ένα μωρό.

Ένα μωρό.

Τα μισούσα τα μωρά. Εγώ που, επί δυόμισι χρόνια ήμουν το κέντρο ενός σύμπαντος 
όλο τρυφερότητα, ένιωθα ξαφνικά τον άξονα ν’ αντιστρέφεται και πολικό ψύχος να 
παγώνει τα κόκαλά μου. Θα ήμουν μία κομπάρσα, ένα μουσειακό είδος, ένα μαμούθ. 
Μωρά… Άκου κει, μωρά!

Ακόμη κι ο παππούς μου, στην τζαμωτή βεράντα, δεν μπορούσε να με κερδίσει απ’ 
τη βαθιά μου θλίψη. Αρνήθηκα να κρύψω την πίπα του στο φίκο και να τον κάνω 
«πίπο». Απομακρύνθηκε αγέρωχος με τ’ αθλητικά του παπούτσια, πληγωμένος κι 
εκείνος, αλλά σφυρίζοντας. Περίμενα μέχρι η φιγούρα του να σβήσει πέρα απ’ το 
λόφο του υδραγωγείου, προς τη μεριά του παραλιακού πεζόδρομου∙ οι πάγκοι με τα 
παγωτά και τα χοτ ντογκ ήταν ακόμα περίκλειστοι με σανίδες, παρά την πρώιμη 
καλοκαιρία. Το κελαηδιστό του σφύριγμα με καλούσε στην περιπέτεια και τη 
μακροθυμία. Όμως εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω. Με την κακία μου αγκαλιά, απεχθής και 
πικρόχολη, ένας αξιοθρήνητος μικρός αχινός, σερνόμουν μόνη μου προς την 
αντίθετη κατεύθυνση, που οδηγούσε στο τρομαχτικό κελί μου. Λες κι από κάποιο 
άστρο ψηλά παρακολουθούσα, ψυχρή και νηφάλια, τη διάσταση των πάντων. Ένιωθα το 
τείχος του δέρματός μου: εγώ είμαι εγώ. Εκείνη εκεί η πέτρα είναι μία πέτρα. Η 
όμορφη ένωσή μου με τα πράγματα αυτού του κόσμου ήταν παρελθόν.

Το κύμα υποχώρησε, αναρρέοντας νωχελικά. Και να με, σκουπίδι κι εγώ, ανάμεσα 
στα στεγνά μαύρα φύκια που τις σκληρές τους χάντρες συνήθιζα να σπάζω, ανάμεσα 
σε πορτοκαλόφλουδες και μισά γκρέιπφρουτ κι ένα σωρό κοχύλια που είχε ξεβράσει 
η θάλασσα. Μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκα γερασμένη και μόνη να τα παρατηρώ 
–κελύφη από σωλήνες, «νεραϊδοβαρκούλες», μύδια γεμάτα λειχήνες, στρείδια με τις 
κατάστικτες γκρίζες δαντέλες τους (ποτέ δε βρήκα ένα μαργαριτάρι), και 
μικροσκοπικά λευκά «παγωτά χωνάκια». Μπορούσες πάντα να διακρίνεις τα καλύτερα 
όστρακα –στο στεφάνι του προηγούμενου κύματος, σημαδεμένα με μια μάσκαρα από 
πίσσα. Μάζεψα από χάμω, δίχως ίχνος συγκίνησης, έναν ξερό ροζ αστερία. Τον 
κράτησα στο κέντρο της παλάμης μου, έν’ αστείο ομοίωμα του χεριού μου. Κάποιες 
φορές έπαιρνα ζωντανούς αστερίες στο σπίτι, τους έβαζα σε βάζα με θαλασσινό 
νερό, και τους παρατηρούσα καθώς τα κομμένα τους χέρια ξαναφύτρωναν. Εκείνη την 
ημέρα, την αποφράδα γενέθλια μέρα της ετερότητας, του αντιπάλου μου, ενός ξένου 
προσώπου, πέταξα τον αστερία πάνω σε μια πέτρα. Να πάει να χαθεί. Έτσι κι 
αλλιώς, δεν είχε μυαλό.

Το πόδι μου καρφώθηκε στις στρογγυλές, τυφλές πέτρες. Δε δώσαν σημασία. Δεν τις 
ένοιαζε. Μπορεί και νά ’ταν χαρούμενες, έτσι σκέφτηκα. Η θάλασσα χόρευε 
ανάλαφρα στο ρυθμό κάποιου βαλς, πηγαίνοντας να συναντήσει το τίποτα, τον 
ουρανό –η διαχωριστική γραμμή εκείνη την ήρεμη μέρα ήταν σχεδόν αόρατη. Ήξερα 
απ’ το σχολείο πως η θάλασσα έκλεινε μέσα της το γογγύλι/ τη στρογγυλάδα του 
κόσμου σαν μπλε πανωφόρι, όμως για κάποιο λόγο τούτη η γνώση ποτέ δεν είχε 
συνδεθεί με αυτό που έβλεπα –το νερό που έφτανε ως τα μισά της ατμόσφαιρας, ένα 
επίπεδο, εκτυφλωτικό παραπέτασμα, και τα ίχνη σαν σαλιγκαριού που τα ατμόπλοια 
αφήναν κατά μήκος του. Απ’ όσο μπορούσα να ξέρω, πηγαινοέρχονταν παντοτινά πάνω 
σε τούτη τη γραμμή. Τι υπήρχε πίσω απ’ αυτήν; «Η Ισπανία» είχε πει ο Χάρι Μπιν, 
ο γουρλομάτης φίλος μου. Αλλά ο χάρτης του επαρχιώτικου μυαλού μου ήταν πολύ 
μικρός για να χωρέσει κάτι τέτοιο. Η Ισπανία. Μαντήλες και χρυσά παλάτια και 
ταυρομαχίες. Γοργόνες σε βράχια, σεντούκια με κοσμήματα, όλα τόσο εξωτικά, 
παραμυθένια. Η θάλασσα, δέρνοντας και κατατρώγοντάς τα, θα μπορούσε οποιαδήποτε 
στιγμή να εναποθέσει ένα κομμάτι τους στα πόδια μου. Ως σημάδι.

Τι είδους σημάδι;

Ένα σημάδι επιλογής, μοναδικότητας. Ένα σημάδι πως δε θα έμενα για πάντα 
αποδιωγμένη. Και έβλεπα πράγματι ένα σημάδι. Μέσα από ένα σωρό από φύκια, 
λάμποντας ακόμη, με μια μυρωδιά υγρασίας και φρεσκάδας, άπλωνε ένα μικρό καφετί 
χέρι. Τι μπορεί να ήταν; Τι θα ήθελα να είναι; Μια γοργόνα, μια ισπανίδα 
πριγκίπισσα;

Στην πραγματικότητα, ήταν μια μαϊμού.

Όχι αληθινή μαϊμού, αλλά μια μαϊμού από ξύλο. Βαριά απ’ το νερό που είχε 
καταπιεί και σημαδεμένη από την πίσσα, στεκόταν σκυφτή στο βάθρο της, απόκοσμη 
και ιερή, αλλόκοτα ξένη με το μακρύ μουσούδι της. Την καθάρισα, τη στέγνωσα, 
και θαύμασα τα περίτεχνα σκαλιστά μαλλιά της. Δεν έμοιαζε με καμιά απ’ τις 
μαϊμούδες που είχα δει ως τότε, να τρώνε φιστίκια και να κάνουν ανοησίες. Είχε 
την ευγενική στάση ενός πιθηκόμορφου Στοχαστή. Συνειδητοποιώ τώρα πως εκείνο το 
τοτέμ που με τόση φροντίδα είχα λευτερώσει απ’ τις φασκιές του από φύκια (και 
έκτοτε –φευ!– έχω χάσει μες στις αποσκευές της παιδικής μου ηλικίας) ήταν ένας 
Ιερός Μπαμπουίνος.

Ώστε η θάλασσα, συναισθανόμενη την ανάγκη μου, είχε στείλει μια ευλογία. Ο 
μικρός μου αδερφός μπήκε για πρώτη φορά στο σπίτι εκείνη την ημέρα, μαζί του 
όμως κι ο θαυμάσιος και (ποιος ήξερε;) ίσως ανεκτίμητος μπαμπουίνος μου.

Ήταν η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων, λοιπόν, που μου χάρισε την αγάπη για τη 
μεταμόρφωση και την αγριάδα; Τα βουνά με τρομοκρατούν –απλώς στέκονται εκεί 
πέρα, είναι τόσο ξιπασμένα. Η ακινησία των λόφων με πνίγει όπως τα παχιά 
μαξιλάρια. Όποτε δεν περπατούσα πλάι στη θάλασσα, ήμουνα πάνω της ή μέσα της. Ο 
νεαρός μου θείος, γυμνασμένος κι επιδέξιος, είχε φτιάξει μια κούνια εκεί που 
σκάει το κύμα. Όταν είχε καλή φουσκονεριά, μπορούσες να δώσεις μια μέχρι την 
κορφή της, ν’ αφήσεις τα σχοινιά, και να βουτήξεις στο νερό.

Κανείς δε μου έμαθε κολύμπι. Απλώς συνέβη κάποια μέρα. Στεκόμουν σ’ έναν κύκλο 
με άλλα παιδάκια και παίζαμε μαζί στον ήσυχο κόλπο, το νερό μού έφτανε μέχρι 
τις μασχάλες και με λίκνιζε με το ανεπαίσθητο ρυτίδωμά του. Ένα κακομαθημένο 
αγοράκι είχε μια σαμπρέλα όπου καθόταν και κλωτσούσε, παρόλο που δεν ήξερε να 
κολυμπάει. Η μητέρα μου δε μας άφηνε να δανειστούμε μπρατσάκια ή σαμπρέλες ή 
φουσκωτά μαξιλάρια, από φόβο μήπως μας παρέσερναν σε μεγαλύτερο βάθος και μας 
έστελναν έτσι σε πρόωρο θάνατο. «Να μάθετε να κολυμπάτε πρώτα», η ανυποχώρητη 
επωδός της. Το αγόρι έπεσε στο νερό, κι αρπάζοντας γερά τη σαμπρέλα 
σκαμπανέβαζε δω και κει, δίχως να θέλει να τη μοιραστεί με κανέναν. «Δικιά μου 
είναι» έλεγε, και με το δίκιο του. Ξάφνου μια ελαφριά ριπή ανέμου έγδαρε την 
επιφάνεια, τα νερά σκουρύναν, και το αγόρι άφησε το αυτοσχέδιο ροζ σωσίβιο να 
του γλιστρήσει από τα χέρια. Γούρλωσε τα μάτια, αιφνιδιασμένο απ’ την απώλεια∙ 
άρχισε να κλαίει. «Θα τη φέρω εγώ» είπα, κρύβοντας με τούτη την ψευτοπαλικαριά 
το διακαή μου πόθο να κάνω μια βόλτα στη ράχη της. Πήδηξα στο πλάι με τα χέρια 
απλωμένα∙ τα πόδια μου έχασαν την επαφή με το βυθό. Βρισκόμουν σε κείνη την 
απαγορευμένη χώρα –«χωμένη πάνω απ’ το λαιμό». Θα έπρεπε, σύμφωνα με τη μητέρα, 
να είχα βουλιάξει σαν πέτρα, όμως αυτό δε συνέβη. Το πηγούνι μου ανασηκωμένο, 
χέρια και πόδια να παλεύουν με τα κρύα, γαλαζοπράσινα νερά. Έπιασα τη σαμπρέλα 
που απομακρυνόταν γοργά, και γλίστρησα μέσα. Κολυμπούσα. Μπορούσα να κολυμπήσω.

Το αεροδρόμιο απέναντι απ’ τον κόλπο άφησε ένα αερόπλοιο να ξεγλιστρήσει. 
Ανέβηκε ψηλά σαν ασημένια φυσαλίδα, ένας χαιρετισμός.

Κείνο το καλοκαίρι ο θείος μου κι η μικροκαμωμένη αρραβωνιαστικιά του σκαρώσανε 
μια βάρκα. Ο αδερφός μου κι εγώ κουβαλούσαμε γυαλιστερά καρφιά. Ξυπνούσαμε κάθε 
μέρα με το ταπ-ταπ του σφυριού. Το μελένιο χρώμα του φρεσκοκομμένου ξύλου, τα 
λευκά ροκανίδια (που τά ’χαμε για δαχτυλίδια) κι η ευωδιαστή πριονόσκονη 
δημιουργούσαν ένα είδωλο, κάτι όμορφο –έν’ αληθινό ιστιοφόρο. Από τη θάλασσα ο 
θείος μου μας έφερνε σκουμπριά. Έρχονταν στο τραπέζι με τις πρασινωπές και 
γαλάζιες και μαύρες τους ραβδώσεις να γυαλίζουν ακόμη. Και πραγματικά, η 
θάλασσα μας ζούσε. Με το κεφάλι και την ουρά ενός μπακαλιάρου η γιαγιά μου 
έφτιαχνε μια παχύρρευστη σούπα που, αν την έβαζες στο ψυγείο, μεταμορφωνόταν σ’ 
ένα θριαμβευτικό ζελέ. Δειπνούσαμε με βουτυρένια αχνιστά μύδια, και στήναμε στη 
σειρά κιούρτους για αστακούς. Αλλά ποτέ δεν μπορούσα να βλέπω τη γιαγιά να 
βουτάει τους σκουροπράσινους αστακούς –ζωντανούς ακόμη, με τις δεμένες δαγκάνες 
τους να κουνιούνται πέρα δώθε– στο τσουκάλι που κόχλαζε, απ’ όπου θα έβγαιναν 
σε ένα λεπτό, κόκκινοι, νεκροί και εδώδιμοι. Ένιωθα το φριχτό ζεμάτισμα του 
νερού, σαν νά ’ταν το δικό μου δέρμα που καιγόταν.

Η θάλασσα ήταν η κύρια ψυχαγωγία μας. Όταν κατέφθανε παρέα, τους στρώναμε 
κιλίμια στην παραλία και φέρναμε θερμός και σάντουιτς και πολύχρωμες ομπρέλες, 
λες και το νερό –άλλοτε γαλάζιο κι άλλοτε γκρίζο, κι άλλοτε σκούρο μπλε ή 
ασημί, ήταν αρκετό ως θέαμα. Οι μεγάλοι τότε φορούσαν ακόμα εκείνα τα 
πουριτανικά μαύρα μαγιό, που κάνουν τις φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ να 
μοιάζουν τόσο αρχαϊκές.

Η έσχατη ανάμνησή μου από τη θάλασσα είναι μία ανάμνηση βίας –μια ακίνητη, 
νοσηρά κίτρινη μέρα του 1939, η θάλασσα στιλπνή σαν λιωμένο ατσάλι, ένα 
βαρύθυμο ζώο που παλεύει να σπάσει το λουρί του, μ’ ένα διαβολικό βιολετί στα 
μάτια. Ανήσυχα τηλεφωνήματα έφταναν από το σπίτι της γιαγιάς μου στην όχθη του 
ωκεανού, στο δικό μας σπίτι, στον κόλπο. Ο αδερφός μου κι εγώ, μισό μέτρο 
ανθρωπάκια ακόμη, ρουφούσαμε τις κουβέντες για παλιρροϊκά κύματα, υπερυψωμένο 
έδαφος, παράθυρα σφραγισμένα με σανίδες και βάρκες ξυλάρμενες, σαν κάποιο 
θαυμαστό ελιξίριο. Ο τυφώνας αναμενόταν το σούρουπο. Εκείνο τον καιρό οι 
τυφώνες δε φύτρωναν στη Φλόριντα για ν’ ανθίσουν κάθε άνοιξη πάνω απ’ το Κέιπ 
Κοντ, όπως συμβαίνει τώρα –μπαμ, μπαμ, μπαμ, συχνοί σαν πυροτεχνήματα της 4ης 
Ιουλίου και βαφτισμένοι με γουστόζικα γυναικεία ονόματα. Τούτη δω ήταν μία 
τερατώδης σπεσιαλιτέ, ένας Λεβιάθαν. Ο κόσμος μας θα μπορούσε να χαθεί στα 
σαγόνια του, να γίνει χίλια κομμάτια. Θέλαμε λοιπόν κι εμείς μερτικό στην 
αναμπουμπούλα.

Το καταραμένο απόγευμα σκοτείνιασε αφύσικα νωρίς, λες κι ό,τι έμελλε να συμβεί 
έπρεπε να μείνει αθέατο, χωρίς αστέρια ή πυρσούς να το φωτίζουν. Η βροχή άρχισε 
να πέφτει με μανία, μια τεράστια υδάτινη κουρτίνα βγαλμένη από βιβλική αφήγηση. 
Έπειτα ο άνεμος. Ο κόσμος όλος είχε γίνει ένα τύμπανο. Και καθώς χτυπιόταν από 
παντού, έτριζε και παλλόταν. Χλωμοί μα τρισευτυχισμένοι στα κρεβάτια μας, ο 
αδερφός μου κι εγώ σιγοπίναμε το βραδινό μας ζεστό. Δεν επρόκειτο, φυσικά, να 
κοιμηθούμε. Σκαρφαλώσαμε μέχρι ένα στόρι και το ανασηκώσαμε λιγάκι. Τα πρόσωπά 
μας αιωρούνταν σ’ έναν υγρό μαύρο καθρέφτη, δυο νυχτοπεταλούδες που 
προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Ακουγόταν μόνο 
ένα ουρλιαχτό που ζωήρευε κάθε τόσο από κρότους, πάταγους, βογκητά, καθώς και 
αντικείμενα που πετάγονταν και θρυμματίζονταν εδώ κι εκεί, σαν πιατικά σε καβγά 
γιγάντων. Το σπίτι τραντάζονταν συθέμελα. Τραντάζονταν και τραντάζονταν και 
τραντάζονταν, μέχρι που αποκοίμισε τους δυο μικρούς του νυχτοφύλακες.

Τα συντρίμμια την επομένη ήταν πέρα από κάθε προσδοκία –ξεριζωμένα δέντρα και 
τηλεγραφόξυλα, ρημαγμένα εξοχικά που έμοιαζαν να επιπλέουν γύρω από το φάρο, κι 
ό,τι είχε απομείνει απ’ τα τσακισμένα, ξεκοιλιασμένα πλοιάρια. Το σπίτι της 
γιαγιάς μου είχε αντέξει, αντρειωμένο –παρόλο που τα κύματα έσκαγαν ακριβώς 
πάνω στο δρόμο, και ξεχύνονταν στον κόλπο. Ο μαντρότοιχος του παππού μου τό ’χε 
σώσει, έτσι λέγαν οι γείτονες. Χρυσές σπείρες από άμμο είχαν σκεπάσει το 
φούρνο, τα καλύμματα του καναπέ είχαν λεκέδες από αλάτι κι ένας νεκρός 
καρχαρίας κείτονταν εκεί που κάποτε υπήρξε το παρτέρι με τα γεράνια. Όμως η 
γιαγιά μου είχε επιστρατεύσει τη σκούπα της, και σύντομα όλα θα ήταν μια χαρά.

Κι εδώ κάπου θολώνει η εικόνα εκείνης της παιδικής μου ακρογιαλιάς. Ο πατέρας 
μου πέθανε, μετοικήσαμε στα μεσόγεια. Έκτοτε αυτά τα εννιά πρώτα χρόνια της 
ζωής μου σφραγίστηκαν μόνα τους, σαν καραβάκι σε μπουκάλι –όμορφα, μακρινά, 
αχρηστεμένα, ένα εύθραυστο, ιπτάμενο λευκό παραμύθι.

https://sarantakos.wordpress.com/2022/06/26/sylviaplath/

 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση